Κατάλληλο για όλους

Thursday, October 23, 2008

Το πρόσωπο της

θα ξεχαστεί, κάτω απ’ το πολύφωτο, στο σφουγγαρισμένο σπίτι, με τ’ άπλυτα πιατικά, στην καλαίσθητη κουζίνα, θα ξεχαστεί το πρόσωπο της, μία μέρα μετά: Χτες ήταν πέμπτη, απόγευμα, στη φυσαρμόνικα, στο Α5, ανεβαίνοντας τη Μεσογείων. Στα μπροστινά καθίσματα. Εκεί κοντά στου Παπάγου, εισήλθε, φορώντας τ’ αθλητικά της –σα να ‘χε τρέξει την είδα στη φαντασία μου, στους όμορφους δρόμους κείνης της περιοχής, σχεδόν ανεβαίνοντας ως το βουνό. Κι ήταν το πρόσωπο της, κοιτώντας την, το πρόσωπο που θ’ αγαπούσα, γιατί ήταν κείνη η λάμψη της απλότητας, στη βεντάλια της ντροπαλής ομορφιάς. Νέα, γύρω στα 23, πάνω κάτω, δεν είμαι μάντης. Κι ήθελα να την κοιτάζω κάθε τόσο, αν τούτο δηλώνει να ερωτεύεσαι λόγω χημείας: κουρασμένα ανήσυχο το βλέμμα της: μήπως κοιτούσε κάπου πίσω, πάνω απ’ το κεφάλι μου. Να την κοιτώ.
Θα ξεχαστεί δυστυχώς. Το πρόσωπο της.
Γιατί τη σκέπτομαι; Γιατί θέλω να αγαπώ, συμπαθώντας έστω (αν από αυτό ξεκινά). Τα πρόσωπα βγαίνουν έξοδο, παρασκευή; Εσύ φορούσες τη φόρμα σου, ο ίδιος καφέ παντελόνι, με καφέ ανοιχτό πουκάμισο, με καφέ καλοκαιρινό σακάκι. Καφέ παπούτσια (διάφορες αποχρώσεις από αυτά). Καστανά μαλλιά. Εσύ καστανή –νομίζω.
Όχι. Δεν παίζουμε το: σε είδα, εδώ.
Είναι μόνο μια αναφορά, από εσωτερικό βαθύτερο θέλω, να πω δυό λόγια, σε κάποια, για κάποια, απ’ όσες εξάλλου ονειρεύονται ρομαντικά έστω, να τύχουν συναισθηματικής προσοχής. Φορές που οι τοίχοι ομοιάζουν με καθρέφτες, προβάλλοντας την ένταση της μοναξιάς. Κάτω απ’ τα ήσυχα φώτα, ένα τακτοποιημένο βράδυ, από απόψεως....χάνονται οι ειρμοί: ράβονται μαζί με τα μαξιλάρια ή τις μοναχικές συνδέσεις, θορυβωδών μηχανημάτων: τα οποία, μας φροντίζουν. Δροσίζοντας το γάλα, το τυρί, ας πούμε. Όπως κάθε τι που ανακυκλώνει ή περνά από μέσα του, ρεύμα, ή μια ιδέα. Ή ένα πρόσωπο, που ενδέχεται να διακρίνει επίσης, πως γυαλίζουν οι τοίχοι. Πως οι σκιές, βράδυ, είναι το καλούπι ενός παρόντος νέου ανθρώπου, που σχεδόν ακούει τους κτύπους της καρδιάς: σα να μετρά την πίεση. Σα να ‘ναι η γη ακλόνητη από σεισμούς. Σα να ‘ναι τ’ αστέρια στον νυχτερινό ουρανό, νανούρισμα. Υποκύπτοντας στην αποδοχή, πως θα ξεχαστεί, σα κάθε φορά, που δεν, μας μίλησαν, κι ας το ‘θελαν, πρόσωπα που ‘χαν πρόσωπο. Μια σταλιά κατανόησης, μια θάλασσα αγάπης, μια βροχή τρυφερότητας. Στη σιωπή μιας ημερομηνίας που αλλάζει.
Κάτω απ’ το πολύφωτο, με τ’ άπλυτα πιατικά, στην κουζίνα, με τα σεντόνια που ποτίζονται από το φυσικό άρωμα των κατόχων τους.

Γεράσιμος Μηνάς 2008

0 Comments:

Post a Comment

<< Home