Κατάλληλο για όλους

Thursday, January 25, 2007


Η φιλοσοφία των αναρχικών

Παρελθόν: «Αυτή τη στιγμή, είμαι ΠΟΛΥ θυμωμένος.
Προσπαθώ να βρω δουλειά. Οι εργοδότες δε με παίρνουν στη δουλειά, επειδή μένω μακριά. Μου φέρονται άσχημα στις συνεντεύξεις. Ζητώντας λεπτομέρειες, γιατί έφυγα από την προηγούμενη δουλειά. Δεν πιστεύουν καν, την ειλικρινή μου διάθεση, να εξωτερικεύσω ότι είμαι φιλότιμος. Εργατικός και συνεπής. Είμαι πολύ θυμωμένος. Με τα εξάωρα και τα τετράωρα και τον κάθε αμόρφωτο και αγενή διευθυντή, που μου φέρεται άσχημα, κατά τη συνέντευξη, χωρίς καν, να μ’ έχει προσλάβει!
Ώστε να έχουν το δικαίωμα!! Από νωρίς, να με προσβάλλουν.
Δεν φοβούνται μην πέσουν σε κανένα, που είτε θα αντιδράσει με βρισίδι, στην μείωση της αξιοπρέπειας εκείνου που παρακαλάει για δουλειά. Δεν φοβούνται καν, μη φάνε ξύλο από τον απελπισμένο άνεργο.
Είμαι, ναι, ΠΟΛΥ θυμωμένος.
Και άντε να σε κρατά στο τώρα, κάποιος άλλος.
Που να ‘μουν μόνος. Να μην έχω να πληρώσω ενοίκιο. Να θέλουν να με πετάξουν στο δρόμο, οι σπιτονοικοκύρηδες. Να μου κόψουν το ρεύμα. Άνεργος, να περνώ έξω από τα καταστήματα. Να έρχονται οι εκπτώσεις και να μην έχω να αγοράσω ούτε ένα πουκάμισο που μου αρέσει. Να σου ‘ρχεται τρέλα: κάπου, κάπως, με κάποιο τρόπο, να αλλάξεις χαρακτήρα. Αναζητώντας νέες, άγριες παρέες. Ζωηρές. Όπου σαχλαμαρίζεις και ξεχνιέσαι. Κι η συζήτηση περιστρέφεται αποκλειστικά, γύρω απ’ το πονηρό. Διεργάζεσαι συστήματα να κοροϊδέψεις το Κράτος. Όπως οι πάγκοι των μαύρων, που πουλάνε τα cd, στις λαϊκές. Ή οι πωλήσεις mp3, μέσω αγγελιών στις εφημερίδες. Άνθρωποι που βγαίνουν στο κλαρί, αφού η ζήτηση είναι μεγάλη.

Μετά από λίγο καιρό: Έχω μπλέξει με μια παρέα ρατσιστών, που φέρονται άσχημα στους αλλοδαπούς. Βρίζοντας τους στα λεωφορεία, τις πλατείες. Στο μετρό. Πόσο μ’ εξιλεώνει να βγάζω το άχτι μου στον απλό κόσμο, λυτρώνοντας με τούτο το φέρσιμο, από εργασιακές, οικογενειακές και κοινωνικές αδικίες.
Μια μέρα, δύο της συμμορίας, είχαν στριμώξει έναν αλλοδαπό, σ’ ένα βαγόνι, στον ηλεκτρικό, ο οποίος φαινόταν εργάτης σε οικοδομή. Του οποίου η κατασκευή των οστών στο πρόσωπο, έδειχνε φανερά το ξενόφερτο της παρουσίας του.
Ο τάδε της συμμορίας, με έσπρωξε, κατευθύνοντας με, με δυνατή φωνή, να χτυπήσω εκείνον τον άνθρωπο. Μόνο ένα δυνατό χαστούκι, του κατάφερα, και με την αδρεναλίνη στα ύψη, βγήκαμε απ’ το βαγόνι, βάζοντας το στα πόδια.
Άρχισα λοιπόν να μην κοιμάμαι στο σπίτι μου.
Η συμμορία, όπως αποκαλούσε ο ένας τον άλλο, βρίσκαμε κατάλυμα σε νοικιασμένα σπίτια, στα Εξάρχεια. Αλλάζαμε κάθε τόσο. Προσπαθούσαμε ν’ αποφύγουμε την πολυκοσμία.
Μια μέρα, κάποιος έφερε στο σπίτι, μερικές κοινές γυναίκες. Μεταξύ αστείου και σοβαρού, ένας άντρας απ’ την παρέα, ρώτησε μια από αυτές: πως θα μπούμε κι εμείς, στο κύκλωμα; Απάντηση όμως δεν έλαβε.
Μετά από λίγη ώρα, μια από αυτές, κοίταζε περίεργα γύρω της στα δωμάτια, σα να έψαχνε για κρυφή κάμερα. Μάλλον εξαιτίας της κοτσάνας του τάδε, εκείνες αποχώρησαν νωρίτερα.

Παρόν: Μια μέρα ήρθε στο σπίτι, εκεί, στα Εξάρχεια, ένας περίεργος τύπος, που έζευε (κοινώς, μύριζε). Ήπιαμε τα ποτά μας. Καπνίσαμε. Σαχλαμαρίσαμε. Εκείνος ο περίεργος, μια στιγμή, έβγαλε κάτι χαρτιά, τοποθετώντας τα στο τραπεζάκι του σαλονιού.
Από μακριά, μου φάνηκε στο τυπωμένο χαρτί, να είδα κάτι σαν διευθύνσεις. Διαγράμματα στο Excel. Κάτι ώρες σημειωμένες. Ορισμένες φωτογραφίες, ξεχώριζαν στο πλάι από τα χαρτιά. Σα κάτι να κρατούσαν εκείνα τα άτομα, κραδαίνοντας τα με περηφάνια. Σα μπουκάλια, μου φάνηκαν. Κάποιος παρίστανε τον Μπρους Λι, σε στάση μάχης, με δυο περίεργα μαχαίρια. Σα σπαθιά, δεν ξέρω. Δεν πρόλαβα να δω καλά. Ήμουν νέος σ’ αυτά που συνέβαιναν γύρω μου.
Ένας της συμμορίας, έβαλε μερικά χρήματα στο μπουφάν του τύπου που έζευε, ο οποίος στην κουζίνα, συνομιλούσε μ’ έναν δικό μας. Κάτι. δεν ξέρω τι. Φαινόταν σοβαρό όμως.
Αργότερα, μας άδειασε τη γωνιά.

Τη νύχτα που ξύπνησα, αφού κάνω ταραγμένο ύπνο, πήγα κρυφά να ψάξω το περιεχόμενο εκείνων των σελίδων. Προτιμώντας ένα φύλλο χαρτί, μ’ επικεφαλίδα: Εδώ πληρώνονται όλα.

Διαβάζω: Αρκετά ανεχτήκαμε τους μπάτσους. Πλησιάζει η μέρα να πληρώσει η Κοινωνία της αναξιοκρατίας, το βαρύ τίμημα της. Εμείς οι αναρχικοί, έχουμε φιλοσοφία, άξια των αρχαίων πολιτισμών, όπου ο δυνατός, ήταν μόνο οι συνασπισμοί ομάδων απ’ το λαό, που άρπαζαν ότι είχαν ανάγκη. Από τρόφιμα, πράγματα. Γη. Τι όμορφο που είναι το γκέτο μας, στα Εξάρχεια. Όπου κυκλοφορούν μικρά και όμορφα όνειρα. Φοιτητών και ανέργων, στις καφετέριες. Ανηφορίζοντας πεζοί. Κατηφορίζοντας πεζοί. Μην ανησυχείτε. Θα εκδικηθούμε εμείς, για σας.
Βεντέτα θέλουν οι μπάτσοι;
Βεντέτα θα έχουν.
Θα πεθάνετε, ρε1 θα σας κάψουμε.
Τώρα θα δουν, τι σημαίνει: αντεξουσιαστές!!!!!!

Μέλλον: Κανείς δεν μπορεί να επιστρέψει, όταν έχει πάρει τον κατήφορο. Επειδή το λογικό, δεν είναι συχνά, εκείνο που επικρατεί, παγκόσμια. Αν είναι δυνατόν να αλλάξουν ορισμένες ομάδες βίαιων πολιτών, με το στανιό, ένα καθεστώς κοινωνικής μη πρόνοιας, όπου η ψήφος του λαού, πάει στα σκουπίδια, αφού η διαπλοκή, κυβερνά.
Περνάς λοιπόν, από τον οικογενειακό εκβιασμό: αν θα σου αφήσουμε κάτι, θα εξαρτηθεί από την συμπεριφορά σου, στο γενικότερο σύστημα καταπίεσης, κάτσε καλά, βούλωσε το. Όπως εννοούμε εμείς της εξουσίας το συμβιβασμό και τη νομιμότητα.
Το κυνήγι της καλοπέρασης, χρεωμένος ως το λαιμό, στις τράπεζες. Η ψευδαίσθηση, ότι αν προσπαθήσεις στη ζωή, τα πάντα είναι εφικτά, και ευτυχία είναι, να είσαι αφελής.
Έρχεται λοιπόν η ημέρα της σφαλιάρας, όπου ξυπνάς, κι η πραγματικότητα σε καταθλίβει. Σα να ‘ναι οι όψεις των ανθρώπων, φθαρμένες προσόψεις κτιρίων, στο Μοναστηράκι. Που έχει μια γλύκα, μ’ ένα πόνο μαζί, ν’ ακολουθούν οι στενοχώριες, μόνο τους καλούς και απλούς ανθρώπους. Οι οποίοι, ίσως, έχοντας τα κατοχικό σύνδρομο ή τους συνοδεύει αυτή η αίσθηση από τους δικούς τους γονείς, πιέζουν τα παιδιά τους να πετύχουν. Σπουδάζοντας. Καταλήγοντας τα τέκνα να εργάζονται ως ασφαλιστές, ως τηλεφωνητές σε telemarketing. Σε πιτσαρίες. Ως σερβιτόροι. Καθαρίστριες. Πωλητές εμπορικών μαγαζιών.
Οι αδύναμοι χαρακτήρες πέφτουν σε παλιοπαρέες: να μου δώσει ο άλλος ότι μου στέρησε η Κοινωνία.
Μαζεύονται σε απομονωμένες κατοικίες. Οργανώνουν αντίσταση. Φτιάχνουν μολότωφ. Παίρνουν ναρκωτικά. Να ξεχαστούν. Εθίζονται. Ράβουν κουκούλες. Πάνε με εκδιδόμενες. Σπάνε τα σπίτια των γονιών τους. Παίζουν στοίχημα. Εμπορεύονται ότι και όπως, μπορούν. Μπλέκουν. Δεν τους ξεμπλέκει, πλέον, κανείς».


Δικό μου παρόν: Θα κοιτάξω λοιπόν, να βρω κάποια δουλειά. Θ’ ακολουθήσω τα όνειρα μου. Έστω κι αν μείνω μόνος. Δεν έχω φταίξει, εγώ, μόνο. Ούτε πιστεύω σε θαύματα, απ’ το πουθενά ή βοήθεια ξαφνική που σε στερεώνει στην κοινωνία της εργασιακής ανασφάλειας. Θα μείνω τίμιος όμως, και δεν θα στήσω, όπως κάνουν μερικοί, μια ψεύτικη επιχείρηση, για να δίνουν εισφορά στο ΤΕΒΕ, ώστε να πάρουν τελικά, κι άλλη σύνταξη.
Θα παρατηρήσω στην τηλεόραση, την κλιμάκωση των ταραχών, μεταξύ πλανεμένων, βίαιων ταραξιών, και σωμάτων επιβολής της τάξης. Αλήθεια, πως; Για ποια δικαιοσύνη μιλάμε, ποιοι θα παρηγορήσουν, θα επιστρέψουν στους ιδιοκτήτες, διαλυμένες περιουσίες, χρεωμένοι ως το λαιμό, στις τράπεζες;
Κανείς δεν πρέπει να χαίρεται με τη βία, κι όσοι το συλλογίζονται, ας βάλουν στο νου τους, δύο εικόνες: Στη μία κάθεσαι μια χαρά στο καθιστικό του σπιτιού σου, ή στο κρεβάτι, και σκάει μια ρουκέτα μες το σπίτι. Η άλλη εικόνα: να έχει σταματήσει το λεωφορείο στο φανάρι, και να δεις κάποιον απέξω, να πετά μες το όχημα, χειροβομβίδα ή μολότωφ. Στο λέω, για να σκεφτείς πως νιώσανε στην Αμερικάνικη πρεσβεία. Και να πάψεις να χαίρεσαι με τη βία.
Αν το συλλογιζόμασταν λίγο, θα αγωνιζόμασταν καθημερινά, για την ειρήνη, παγκόσμια. Όμως είμαστε ανίκανοι να εννοήσουμε τι συμβαίνει στην Παλαιστίνη, στο Ιράκ, και αλλού. Απλά γιατί δεν ακούμε εκρήξεις στην πόλη μας.
Δεν πρέπει, φυσικά. Ζούμε στην άγνοια, τι σημαίνει ειρήνη. Τι περάσανε στον Λίβανο και πως καταστράφηκε η όμορφη πρωτεύουσα τους. Αγνοούμε πόσο εύκολα παύει η ζωή. αναρωτιόμαστε, γιατί θα πρέπει άλλοι να ορίζουν, ποιος έχει το δικαίωμα στη ζωή.

Επειδή λοιπόν, η σημερινή Κοινωνία, είναι προσηλυτισμένοι στην εύκολη θέαση της τηλεόρασης, αναγκάστηκα να σκαρφιστώ την παραπάνω ιστορία.
Μια σύντομη ιστορία, για να εννοήσουν οι στενοκέφαλοι πολιτικοί, πόσο εύκολο είναι να πάρει κανείς, το στραβό δρόμο.
Μια ιστορία που γράφτηκε, απλά επειδή ο λαός ετούτος, προτιμά συνεχώς, αυτό το κάτι που τον διασκεδάζει, κι όχι να κάνει διάλογο, για σοβαρά θέματα. Ατομικά ή κοινωνικά.
Ελπίζω η προηγούμενη ιστορία, να σας ξύπνησε.
Γεράσιμος Μηνάς 2007

0 Comments:

Post a Comment

<< Home