Κατάλληλο για όλους

Friday, November 02, 2007


Το πρότυπο της γραφής

Το περιστέρι που περπατά στο μπαλκόνι. Η μυρουδιά του ξύλου που μόλις κόπηκε. Το πάτωμα που περιμένει να σφουγγαριστεί. Η επιλογή ν’ ακούς πιότερο, το κελάηδισμα κάποιου πουλιού, έξω. Η έμπνευση δεν είναι πανάκεια. Σα λύπη επειδή ξεχνάς, όμορφες σου αναμνήσεις. Να δεις τη γραφή σαν έναν γονιό που παρέχει το υλικό που εσύ μπορείς να αντέξεις, αναφέροντας το. Η αφέλεια που δύναται να είναι όμορφη, φορές. Η πίστη, πως αν προσπαθήσεις, όπως τόσοι και τόσοι, καλλιτέχνες, δεις τον προσωπικό σου χαρακτήρα γραφής, να μένει, πραγματοποιώντας τη διαφορά. Το μεσημέρι της γραφής, σα να κρατάς μια καρδιά στα χέρια σου. Να μη ζεις χωρίς να ακούς τη φωνή που προτιμάς. Στο ημιφωτισμένο απογευματινό, δωμάτιο. Όπου ακούστηκαν γέλια, άλλαξε χρώμα η ματιά λόγω συγκίνησης. Οπτικής γωνίας. Σαν αυγά οι φράσεις, να γεννιούνται συναισθήματα. Σταθερός στις προλήψεις της προσωπικής σου γραφής. Σα χαρακτηριστικό βλέμμα, που είτε εκθειάζει ότι αγαπά, είτε συνυπάρχει με το χρόνο και το σύνολο. Όλες οι μελλοντικές ώρες και στιγμές που αφαίρεσες τον εαυτό σου από αυτές. Ότι δεν είσαι, γι’ αυτό όμως σ’ αγαπάς. Η χρονική στιγμή και το βλέμμα, η όψη του ανοιχτού φωταγωγού. Οι δρόμοι, τα πάρκα, που συναντάς για πρώτη φορά. Τ’ αναδεικνύεις σχεδόν κινηματογραφικά, στη σκέψη σου. Οι ασχολίες, οι παραδόσεις, τα χρώματα, οι ήχοι, οι ομιλίες, τα διαφορετικά πρόσωπα. Η μυρουδιά των δικών μας πραγμάτων. Η τιμή στους προγόνους μας, τα παλιά έθιμα, η πρωινή, υγρασία. Η αύρα ενός φρεσκοβαμμένου σπιτιού. Οι φράσεις της συναναστροφής. Το φρέσκο καϊμάκι. Ο τόνος της κίνησης. Τα φύλλα που κινά στοργικά, ο αέρας. Ο μουντός ουρανός. Το τζάκι. Μια έγνοια φροντίδας. Η ανθρώπινη παρουσία σ’ αυτά. Οι σκέψεις που στριμώχνονται στο χαρτί. Ο συγγραφέας, η πατρότητα των κειμένων, η ενασχόληση με το τώρα που βαπτίζεται, πάντα κάθε φορά, με άλλο όνομα. Περισυλλογή. Εντρυφώντας στην τέχνη σου. Πιστός περιηγητής, φροντίζοντας τον κήπο των ιδεών, πιότερο, παρά να ξεπέσεις. Η γυναίκα υπάρχει μόνο αν την αγγίξεις. Όλες οι λεπτεπίλεπτες της κινήσεις, κλικ και κάδρο, άλλο, κάθε φορά, στη θωριά του νου. Όλα τα ποιήματα που μπήκαν στο αρχείο της, φροντίζοντας τα, εκείνη, σαν άνθη σε φυτολόγιο. Ο συγγραφέας που θα σεβαστείς ως άνθρωπος. Εκείνη θα τον παρατηρεί, αναμένοντας κάτι νέο. Πόνημα που ελευθερώθηκε φτερουγίζοντας, απ’ την καρδιά. Η θλίψη των εργάσιμων ωρών. Η επιστροφή με κουρασμένο ύφος. Η φύσις του ανθρώπου. Ο άνθρωπος εμπρός στα πράγματα. Οι γέρικες παλάμες. Η προσφορά. Ότι αφήνεις. Σα ψιθύρισμα ατομικό. Η διαίσθηση να διακρίνεις το χαρακτήρα κάποιας γυναίκας, που σέβεται που υπάρχει. Στηρίζοντας τα θεμέλια, τη δυναμική, της ίδιας της, της μοναδικότητας, ώστε και κάθε νέο παιδί να πιστεύει στο τώρα. Απερίσπαστο από ανάξια λόγου, περιστατικά. Ότι προσπερνά ο χρόνος. Αφήνει πίσω. Το φως που γέρνει στον ορίζοντα. Η φωλιά στον τοίχο, στη γωνία, με το μπαλκόνι, υψώνοντας το βλέμμα. Τι χρώμα έχουν τα κάγκελα στο μπαλκόνι. Τι κάνουν στα απέναντι σπίτια. Ο ήχος ο προσωπικός, της γραφής, ν’ αναφέρεις όλα αυτά, φυσικά, δίχως κάποιο πρέπει. Σα να κόβεις, ήσυχος, εισιτήριο, περιμένοντας στην ουρά. Αγοράζεις ποπ κόρν, κρύο τσάι. Καλείς πρόσωπα που εκτιμάς. Σε κάποιο σαλόνι, συνήθως, απογεύματα. Ν’ αντέχεις να μη λες, να μην είσαι τίποτα. Να δίνεις ολοένα. Περιμένοντας ένα θαύμα. Να γράφεις γιατί είναι το αίμα σου, και πρέπει να το συντηρήσεις σε υγεία. Εδώ που ‘χεις θάρρος, εδώ που αποκόβεσαι, που είσαι το μελάνι το ίδιο, στο χαρτί. Είσαι ένα βλέμμα που δεν είδε καμιά. Είσαι ότι δεν μετακίνησε καμιά, με το δικό της. Είναι πιστός φίλος το γράψιμο. Εκπέμπει θέρμη, είμαι εγώ ο Γεράσιμος που μιλώ σ’ εσένα, γυναίκα γλυκιά. Αφήνομαι. Σου δίνομαι. Ως βλέμμα. Είμαι, διακρίνομαι σε κάθε λέξη, αν σταθείς. Γρήγορα χάνεται το φως, να προλάβω να γεμίσω το χαρτί, λίγο ακόμα. Μικρά τα γράμματα, πυκνή η γραφή. Νυστάζω.
Είναι που νυχτώνει πλέον, νωρίς.
Τ’ αστέρια πιέζουν, πρόωρα, να φανούν.
Νέες ιστορίες πιέζουν να ακουστούν. Ν’ αφήσουν ίχνη σε χαρτιά. Πιότερο. Το φως χάνεται γρήγορα! Φωνάζει, έλα κοντά. Το φως αναφέρεται στο τώρα.
Το φως ανάβει για να διαβάσει τούτο το θέλω.
Πιότερη η γραφή, παρά η άσκοπη ενασχόληση.
Πιότερο ν’ αφήνεις ένα δικό σου χαρακτήρα, παρά ομογενοποίηση.
Το φως φεύγει μακριά, έλα πιο κοντά, σχεδόν κόλλησε το πρόσωπο στο χαρτί. Βλέπεις τι γράφεις; Εγώ πάλι γιατί ανέμενα εκείνη, ακόμα; (Ξεχνώ ότι υπήρξε αυτό).

Γεράσιμος Μηνάς 2007

0 Comments:

Post a Comment

<< Home