Κατάλληλο για όλους

Tuesday, January 08, 2008

Το χαμόγελο του παιδιού

Είναι ένας κόσμος ολόκληρος, μες το μυαλό του παιδιού, έχοντας τακτοποιημένο, καθετί, με τα σύγχρονα δεδομένα, όμως, γνωρίζοντας πως ακόμη και τα δικά τους ευχολόγια για παγκόσμια ειρήνη, είναι απλά φρούδες ελπίδες. Θα σου πουν, συλλυπητήρια, όταν το θελήσουν, μα είναι αδιαπραγμάτευτη η αθωότητα τους, κοιτώντας ήσυχα, κάτι. Απλώνοντας τα χέρια στο πρόσωπο συνομηλίκων του –με αγάπη- άγνωστα τέκνα, ακόμη και παιδιών στα φανάρια. Έστω κι αν η μητέρα θα τα τραβήξει άγρια, μη λερωθούν. Μη μάθει το καλαναθρεμμένο,, στον υποσιτισμό, να μην έχει υψηλούς στόχους.
Σε κοιτά με απλότητα που μαγεύει, ενόσω πίνεις τον καφέ σου, χωρίς να σε ρωτά: γιατί το κάνεις αυτό. Φωτίζεται το προσωπάκι, με μια γονική αγκαλιά. Κοιτά τη μαμά, τι ωραία που ντύθηκε, κι αμέσως μιλά: είσαι πολύ όμορφη. Τα τόσο νεανικά χέρια, ψηλαφούν επιφάνειες, ποιότητες ρούχων και καλυμμάτων, φυσικών υλικών, μαγειρεύοντας οι μεγάλοι. Ένα παιδί ζεσταίνεται εύκολα, σε καταστάσεις, κρυώνει όμως, με τα νεύρα των ενηλίκων για το παραμικρό. Τα μούτρα της μητριάς: δεν σε θέλω, γιατί είσαι του άντρα μου, από προηγούμενο γάμο του. Μπάζει από παντού, αχαριστία και πηγαία κακία, γιατί η κακία μόνο πηγαία μπορεί να είναι. Θέλει να εισχωρήσει από τα παράθυρα των ορφανοτροφείων, στις παιδικές ψυχές. Μήπως τους ..μάθους, τη..θέση..τους. Ανθρώπων που θα μεγαλώσουν με το συμβιβασμό να μην αντιδράς στον προσωπικό, ή στον πόνο του άστεγου, όποιου ζητιανεύει στο πεζοδρόμιο, για το αυτονόητο.
Ξέρεις, Άγια μου Βασίλης, της βολεμένης ζωής, γλετζοκαλοπερασάκηδων,.
Μα μη σε φορτώνω άγιες ημέρες, με τη ψυχρή ατμόσφαιρα, που ευτυχώς, συ διαβάζεις τις καρδιές κι αποδίδεις το κάρβουνο, όπου χρειάζεται. Ή μία δεύτερη ευκαιρία. Αν και δεν ελέγχεις τους σεμνούς και ταπεινούς που κυβερνάνε, γιατί κείνων ο δρόμος, των ψυχών τους, σκοτάδι κληρονομούν. Όπως οι εν τη γη, αλάθητοι, σύγχρονοι θεοί, που χρησιμοποιούν το θεϊκό τους πτυχίο, για να σου πουν: είσαι σωστός ή λάθος. Λάθος εννοείται, γιατί 120 ευρώ, είναι αυτά.
Πλέον, μόνο τα παιδιά μπορείς να ζηλέψεις. Όχι γιατί δεν έχουν ευθύνες ή υποχρεώσεις. Απλά γιατί δεν διστάζουν να ‘ναι αυθόρμητα, να κολυμπούν σε γαλαζοπράσινες θάλασσες της φαντασίας.
- Μπαμπά, οι μεγάλοι κάνουν πάντα, τους έξυπνους.
- Κάνουν, κρά, για αποδοχή: το νέο κατοχικό σύνδρομο.
Να το βλέπατε, πως χαμογελά.
Ολοένα συχνότερα συναντώ κλαμένους ανθρώπους, μα δεν τους παρηγορώ με το αγαθό ποιόν της προσωπικότητας μου, γιατί παρεξηγείται τούτο. Σα να λέμε: εκπληκτικό! που σκέφτεσαι να περπατάς όπου θέλεις στην πόλη. Σα μικρό παιδί που οτιδήποτε, το βλέπει προσβάσιμο: κει που η γνώση των λέξεων, λείπει, η γλώσσα ενός απλού αγγίγματος ή μιας αγκαλιάς, εξηγεί τα πάντα.
Ντύσου μικρό μου. θα πάμε να βοηθήσουμε τη μαμά, στη στέγη απόρων. Στο συσσίτιο.
Βγαίνοντας:
- Μπαμπά, ο ήλιος κρύφτηκε –η κόρη μου, κάνει μια γκριμάτσα.
Κλειδώνω. Τρέχει να την κρατήσω από το ένα χέρι, γιατί με το άλλο κρατώ, τη μόνη τρυφερή γυναίκα, του κόσμου.
Στη στάση:
- Μπαμπά, κάνει κρύο.
Γαντζώνεται πάνω στη μάνα της, κι εκείνη ανοίγει το παλτό της, παίζοντας η μικρή, μες τη κουφάλα του δέντρου, που τα κλαδιά της με άγγιξαν μια μέρα.
Στο λεωφορείο έχω στα γόνατα τη μικρή, μα η αγάπη μου είναι μοιρασμένη, ισόποσα. Αφήνουμε πίσω μας, βιτρίνες καταστημάτων, διασταυρώσεις με αργοπορημένους ταξιδιώτες, παραμονή Χριστουγέννων. Όλα όσα επιθυμούμε να βρίσκονται στη θέση τους, και τίποτα να μη τα ταράσσει. Με μια εσωτερική, σταθερή ηρεμία, και γαλήνη, ευωδιά τριών ψυχών, της παρούσης οικογένειας.
Η μικρή παρατηρεί ελάχιστα έξω. Της αρέσει να παίζει με τα κοκάλινα κουμπιά, του παλτού μου. κάθε τόσο απλώνει τη παλάμη: να τη χαϊδέψει η μάνα της.
Μη μεγαλώσεις ποτέ.
Η πόλη πάντα, πρέπει να επιδεικνύεται.
Πρέπει να στέκεται ακλόνητη, για να αρμέγεται από φόρους.
Ευτυχώς που κάνει τόσο κρύο, κι η πορνεία της γύμνιας, μειώθηκε αισθητά.
Είναι ένα ζωηρό παιδί, σε πίσω καθίσματα, που ουρλιάζει χωρίς λόγο. Ή εγκληματίας θα γίνει, μεγαλώνοντας ή θα καταστρέψει κάποιον.
Η μικρή δεν δίνει σημασία. Η ανατροφή της είναι μια αύρα, διάκρισης, τι είναι σημαντικό. Τι, όχι.
Το δεδομένο ενός ζεστού, εσωτερικού, στα μαζικά μέσα μεταφορών, σε αντίθεση με το ενδιαφέρον του Κράτους, μόνο Χριστούγεννα, να προσφέρει χώρους, ανάλογης θαλπωρής, σε όσους το σπίτι τους, είναι οι δρόμοι. Με όλους τους κινδύνους.
Κατεβαίνοντας, περπατώντας, η μικρή σταματά σ’ ένα τηλεφωνικό θάλαμο: να πάρουμε πάλι, για τα παιδιά που ‘χουν ανάγκη, μιλά. Από το σπίτι -αποκρίνομαι- γιατί δεν θα φτάσουν τα χρήματα. Απλά αδειάζει η κάρτα. Απορεί, μα συγκαταβαίνει.
Πλησιάζοντας την είσοδο του κέντρου σίτισης, απόρων ατόμων, σε μια γωνία οικοδομικού τετραγώνου, ένα ζευγάρι φιλιέται, χωρίς αιδώ. Σα ν’ ακούς τις γάτες να το κάνουν, ή να συναντάς ακατάλληλης όψης, διαφημιστικές πινακίδες.
Προστατεύω τα μάτια της μικρής, μπαίνοντας εμπρός από το συγκεκριμένο οπτικό, πεδίο.
Στην είσοδο του προορισμού μας, μας πλησιάζουν δύο έγχρωμα παιδιά, που θέλουν να πουν τα κάλαντα. Τα επιβραβεύουμε με αγαθό βλέμμα, και το κατιτί τους.
Αυτόματα θυμάμαι –ως παιδί- την επίσκεψη της τάξης μας του δημοτικού, σε ορφανοτροφείο της Κέρκυρας, για να δώσουμε δώρα, που ούτε κατάλαβα, τι συνέβαινε κει.
Κι ούτε κανείς, μας εξήγησε.
Αφήνουμε τα παλτά μας.
Στο συσσίτιο, η μικρή, ευγενικά, δίπλα στη μαμά της, είτε λέει χρόνια πολλά, είτε στέλνει φιλάκια, είτε ρωτά τι θέλουν οι ταλαιπωρημένες ψυχές στα σώματα, των απόρων.

Γεράσιμος Μηνάς 2007

0 Comments:

Post a Comment

<< Home