Κατάλληλο για όλους

Friday, November 02, 2007

Διαίρει και βασίλευε

Βγάζω τα γυαλιά,
για να θαμπώσει, λίγο, το τοπίο.
Σαν άγαλμα της ελευθερίας,
Που δεν φωτίζει, τους δρόμους, πια,
Για διαδηλώσεις.

Πώς να δεις μακριά.
Σου λένε: τι ξέρουν οι επαγγελματίες;
Εμείς έχουμε το σωστό.
Ακόμη κι αν βαράει συναγερμός,
Εσύ, μη κουνιέσαι.

Παίζουν τα μηνύματα.
Γιατί αισιοδοξείς για γρήγορη διακοπή.
Γιατί σε περιπαίζουν ακατάπαυστα.
Κανείς δεν μιλάει άσχημα,
στην εξουσία.

Ιδίως στους άχρηστους αστυνομικούς.
Που δεν περπατάνε, πια,
Μόνο κορνάρουν.
Μόνο ματώνουν.
(χωρίς αλεξίσφαιρα).

Είναι η ατμόσφαιρα, της κρυφής εξουσίας,
Παρόμοια, με το περιβάλλον ενός τσίρκου,
όπου οι περισσότεροι, αγνοούν,
Πως τα ζώα,
Βασανίζονται.

Μήπως και αναγκαστούν,
Να υποδυθούν,
Εκείνο που πουλάει.
Που δεν αγκαλιάζεται,
απλά απορροφάται.

Σαν το νερό που το ρουφά η γη,
Απορώντας, για ετούτη την ικανότητα.
Χρόνος, σε μια κοινωνία,
Που αγνοεί να δέχεται, ο ένας
τον άλλο.

Λες και είναι, μια τυπωμένη, εικόνα,
και μόνο –Δίχως παρουσία, και οράματα.
Δίχως ζωή –ατομικό βίο.
Όπου πειραματίζεσαι,
Σύμφωνα με την παρούσα σου κατάσταση.

Ο παρακολουθείν
Έχει το δικαίωμα να παρακολουθεί,
Εφόσον εκπροσωπεί,
Ένα Κράτος,
με διαλυμένα οράματα.

Συμπεριφορές,
σε στατιστικό πίνακα.
Ειδικοί φρουροί, απωθούν ξανά,
Την ελευθερία.
Τόσος φόβος, έχει φωλιάσει.

Μη μιλήσεις. Μην πεις
την άποψη σου. Μην ακουστεί
η αντίσταση –η διαφορά.
Ένα άνεργο Κράτος,
όπου θα έπρεπε να βρίσκουν, δουλειά,

οι στρατιώτες
της φύλαξης, του ..Κράτους.
Τώρα,
που έχει θαμπώσει το τοπίο,
Και κανείς, πια, δεν ξεχωρίζει,

Ποιος διοικεί. Ποιος φυλάει.
Τι αντιπροσωπεύει.
Απλά, ανακατεύεις λίγο, την κατσαρόλα.
Μέσα στην οποία,
Ταραγμένη, μέλη, τούτης,

της κοινωνίας,
Αντιπαλεύουν το ένα το άλλο,
Τον ίδιο τους τον εαυτό.
Απροστάτευτοι.
Άνεργοι. Κυκλοθυμικοί.

Είναι, όλα, τόσο,
Αυτοματοποιημένα, Μα βρώμικα.
Οι δρόμοι. Η επιφάνεια.
Ο εσοχές. Οι παραστάσεις.
Η αναλογία.

Αυτό που περνάμε.
Εκείνο που φαίνεται.
Η ευκολία, που γίνεται, κάτι.
Με αόριστο σκοπό.
Αρκεί που συμβαίνει.

Κάτι.
(όλα οργανωμένα.
Στη θέση τους).
Οι φρουροί και οι δεσμώτες.
Σαν ταινία fiction,

όπου το δυνατό, πλέον,
Γίνεται πιστευτό.
Απ’ όλους.
-ξέρουν τι τους περιμένει.
(Οι πωλητές έχασαν τον δρόμο).

-

όπως το σπουργίτι, έχει την νοημοσύνη, μικρό,
Ενόσω δεν μπορεί να πετάξει –πιάνοντας το, όμως
Εύκολα
Να καταλαβαίνει πως κινδυνεύει.
(Η καρδιά του πάει να σπάσει).

Έτσι κι εμείς, ορισμένοι –πολλοί-
Αναγνωρίζουμε τις εσοχές,
που κρύβεται η αρχή των παγίδων
-που οδηγούν σε μεγαλύτερα δεινά-
Κρατικού ενδιαφέροντος.

Έχουμε ακόμη, την νοημοσύνη
-παρόλα τα χημικά-
Να βρίσκουμε χώρο, να χτυπά η καρδιά,
Κάθε δικλείδας,
Ασφαλείας,

Δυστυχώς μόνο,
Σε προσωπικό επίπεδο.
Αγνοώντας, πότε, θα χωρίσουν
Και τη δική σου χώρα.

Όπως διοικούσαν
-επί Τουρκοκρατίας-
Ανά περιοχή,
Και από ένας Σουλτάνος.
Που πλέον,

Φορά σιρίτια.
Με ένα α, αριθμό,
Αστεριών, στον ώμο,

Καλογυαλισμένα,
Παρακολουθώντας από ψηλά.
Οπτικά, και ακουστικά.
Τους ασήμαντους πολίτες.

Δοξάζοντας οι ίδιοι, την τεχνολογία.
Μερικοί άλλοι, δε,
Πρόσωπα,
Που προσωρινά, μόνο,

Δοξάζονται.
Έως ότου –οι θαυμαστές τους-
Να πάψουν να χρησιμοποιούνται,
Ως λατρευτές.
(κάποτε, είναι αργά για ν’ αλλάξεις.

Ή να δεχτείς,
Το τελευταίο, γυαλιστερό, ψύλλο,
Ανάμεσα στα άχυρα).
Κάποιοι -δικαίωμα τους-
Δεν θέλουν να βιώσουν, τίποτα, πια.

Πάνω σ’ αυτό, πατάει,
Όποιος συνθλίβει,
Τις κοινωνικές άμυνες.
Επειδή,
Αυτός που χαμογελάει,

Μπορεί και να χαμογελάσει.
Να χαλαρώσει από τους εθισμούς.
Να βρει το δρόμο
Προς τη συναδέλφωση.
(Τι κρίμα, να πεθαίνεις, άδικα,

Σε μια χώρα,
που δεν θέλει,
Την άποψη σου).

Κάποτε θα με παρακαλάτε να μιλήσω,
Μα δε θα το κάνω.

Επειδή γνωρίζω την αξία μου,
Μόνος,
Ενόσω οι γύρω,
Με πατούσαν στο λαιμό
-τόσο καιρό.
Τυχερός με το πρακτικό δικαίωμα στην ησυχία,
Που επιφέρει αυτοανάλυση.

Που χρόνος, όμως, πια.
Μας τάραξε η διαθεσιμότητα.
-για όσους καταλαβαίνουν.
(Πώς να σκεφτούμε. Τι να πούμε.
Γιατί να γνωρίσουμε ένα άλλο πρόσωπο

Αν η κοινωνία, μας αγαπά).
Τι είναι,
Μια κοινωνία.
Πάντοτε σ’ ένα ράφι
Σε κατηγορίες –έπειτα από δημοσκόπηση.

Ώστε να λαβαίνεις
Τα απαραίτητα μέτρα.
Πάντοτε, όμως, με την πεποίθηση,
ότι δεν θα αισθάνεσαι έτοιμος.
(Αναλόγως την περίσταση).

-

όλοι ενδιαφέρονται
Να προστατεύσουν, κάτι,
Που διαλύουν οι ίδιοι.
Την ειρήνη. Την ποικιλία του Πολιτισμού.
Την φύλαξη των συνόρων,

που μόνο, η έννοια: εξοπλισμοί
στο νου τους,
Επαναπαύει’
Δεν είδα όμως, κανέναν,
Να προστατεύεις τους άστεγους.

Που πεθαίνουν και από το κρύο.
Παρομοίως όπως, κι εμάς,
Το σκουλήκι, του: ξεχνάω,
Παρά μόνο, όταν η Ελλάδα,
Μετονομαστεί, σε: Αποθήκη.

Κάθε είδους όπλου.
Επειδή η Ελλάδα,
Δύσκολα κουμαντάρεται
(ο λαός, δηλαδή),
Οι εξουσιαστές, είναι απλά, μαριονέτες.

-

Ακόμα αντιλαμβανόμαστε,
πράγματα.

Τι μας μαγειρεύουν.
Ποιος θέλει να πουλήσει, και τι.
Την ελευθερία μας.
Τον όρο: Δημοκρατία.
Την αφθονία, προς όλους.

Αρκεί να πετύχει
η κατάλληλη χημεία.
Να αρέσεις.
Αρκεί να έχεις δύναμη
-ότι κι αν σημαίνει αυτό.

Με την ίδια οξύτητα,
Που ένας τριαντάχρονος, παρθένος,
Σφίγγει επάνω του, για ώρες,
Μια γυμνή γυναίκα.
Σ’ ετούτο το τσίρκο της ζωής,

Που θέλουμε να περνάμε καλά,
Με πάντοτε, το κάθε τι, στην ώρα του.
Όπως και ο πόλεμος, φυσικά.
Και η παρακολούθηση.
Η αξιοκρατία!

Μα είναι διαφορετική η μανία,
Εκείνων,
Που θέλουν να σφίξουν επάνω τους, τον κόσμο,
Διαιρώντας τον, με κατά τόπους, Σουλτάνους,
Για γρηγορότερο ξεκαθάρισμα

Όσων
Δεν είναι μαζί με τους δυνατούς.
Με την εναρμόνιση, όλων
Ώστε ετούτη η μάζα του λαού,
Να είναι μια χάρτινη γροθιά,

Που εύκολα, αρπάζει φωτιά.
Ιδίως από τον πυρήνα του:
Χρεωμένες οικογένειες
Ανασφαλείς οικογένειες.
Άνεργοι,

Εξαρτημένοι από τα χούγια των γονιών.
Καταπιεσμένοι από τα έξοδα, μια ζωή
Να μεγαλώσουν ένα γομάρι, σωστά.
Ώστε να το αναλάβει
Η νταντά-κοινωνία,

Χαστουκίζοντας, όνειρα και προοπτικές.
Μια ζωή, χωρίς δουλειά.
Χωρίς προσέγγιση.
Να πιστεύουμε αμέσως,
Σ΄ αυτό που μας υπόσχονται.

Ή σε μετάδοση ειδήσεων,
Που δεν μας ανησυχούνε.
Ώστε ακόμη και ο πόλεμος, μέσω δορυφόρου,
Να φαντάζει σ’ εμάς,
Ταινία του Χόλυγουντ.

Όπου οι καλοί,
Κερδίζουν, πάντα,
Την προτίμηση μας.
Αρκεί να μην πειραματίζονται,
Με κρυφά όπλα.

Σιγά μη μάθουμε, ποτέ.
Έτσι παχιοί και άνεργοι,
Όπως είμαστε.
-είναι που ο Έλληνας,
όλο και κάποιο χωράφι, θα έχει.

Κάποια ελιά. Λίγη καλλιεργήσιμη γη.
Ένα κορόιδο, να σε ζει.
Παρομοίως όπως εμείς,
ανεχόμαστε τον προδότη του Οτσαλάν,
στον αγιασμό των υδάτων, στον Πειραιά.

Ανεχόμαστε, το θάνατο, αθώων,
Επειδή κανείς, δεν προστατεύει, κανέναν.
Είτε φορώντας αλεξίσφαιρο,
Είτε εκβιάζοντας, καταστηματάρχες,
Σκοτώνοντας τους, αβίαστα.

Είτε κάνοντας πλιάτσικο
Οι αναρχικοί, μέρα μεσημέρι,
Στο κέντρο της πόλης,
Με τα Ματ, να κοιτούν, και μόνο.
(όντως είστε, τελικά, για τα μπάζα).

- Καμία προστασία,
Όσο καλός άνθρωπος, κι αν σταθείς.
Όσο κι αν δοξάσεις, την καλή σου, τύχη.
Αναγνωρίζοντας,
Πως ο καθένας, μπορεί να είναι, καλός.

Επειδή το θέλει.
Όχι το χρειάζεται –έστω λιγάκι.
Όχι να του το επιβάλλεις.
Είσαι ανίκανος, να αλλάξεις,
Οποιονδήποτε.

Όπως και να εννοήσεις.
Γιατί το ένα φύλο, αγαπά,
-το άλλο.
Τι μας τραβά,
Σαν λάστιχο,

Που δεν αντέχει, άλλο,
τεντωμένο.
Διαφορετικά, πως, τόσα,
Δισεκατομμύρια, ανθρώπων, ανά την γη.

Λες, και χρειάζεται, όλοι
Να γεννήσουν,
Έως ότου κλείσει η περίοδος αναπαραγωγής.
Αν είναι δυνατόν,
Ν’ αναθρέψεις, ως γέροντας,

Ένα δικό σου μωρό.
Έτσι όπως έχουμε γίνει.
Μια οι αρρώστιες. Η ακρίβεια.
Η ανησυχία, λόγω εγκληματικότητας.
Λόγω της διεφθαρμένης νεολαίας.

Μέσα στα επώνυμα ρούχα,
Και τις προσωπικές, άδειες, τσέπες τους
Με την γεμάτη, όμως, αγκαλιά,
Για να κλείσει, ερωτικούς συντρόφους,
Από επόμενη στάση, σε επόμενη στάση.
Αφήνοντας τους να πιστέψουν –ποιοι;-
Πως πρέπει να περιμένεις,
Την μη εκμετάλλευση των δυνάμεων τους.

Νέοι ενήλικες, χωρίς στήριξη.
Χωρίς χαρούμενη αγκαλιά,
Το γλυκό ψίθυρο του: σ’ αγαπώ.
(ποιος γονιός, ανέχεται το παιδί του,
έτσι όπως το κατάντησε

η έννοια: κοινωνία).
Σαν φλόγα που αρπάζει,
Γρηγορότερα,
Μέσα σ’ ένα δωμάτιο.
Παρά έξω που λυσσομανούν οι έννοιες.

Χωρίς ένα Σέντραλ Πάρκ,
Να διαφεύγεις από την πίεση.
Το αδυσώπητο τώρα.
Από το τεντωμένο,
λάστιχο.

Γεράσιμος Μηνάς 2006

0 Comments:

Post a Comment

<< Home