Κατάλληλο για όλους

Monday, December 03, 2007

Γράφει στο ημερολόγιο της

«Από ποιον να πιαστώ;
Σε ποιον ώμο να κλάψω; Ποιος θα με καταλάβει;
Ποιανού το βλέμμα δε θα λυγίσει, δε θ’ αποστραφεί, εμπρός στον ψυχικό μου πόνο; Ψελλίζοντας το όνομα μου: Αννούλα. Αν καταφέρω να ξεφύγω από το μένος του πατριού, που υποστηρίζει η μάνα μου. Με ποιο δικαίωμα όταν μπαίνει στο σπίτι, κάνει μια χειρονομία σα να θέλει να με χτυπήσει, ο αγροίκος, χαμογελώντας σαρδόνια. Προσπαθεί να επιβληθεί στην ίδια μου την ψυχή, μες σ’ ετούτο το σώμα, που σπαρταρά από τρόμο, τι επιθυμεί κάθε στιγμή, ο τύραννος, να προβλέψεις τι θέλει, να μην αντιδράσει. Να μη σηκώσει το χέρι. Τις αρπάξω.
Τα δάκρυα μου, πόσες φορές πότισαν τούτο το χαρτί, μα δε φύτρωσε κανένα κλαδί, σα μαγική φασολιά, να βγεί ένας κορμός από τούτο το παραθύρι, μακριά ν’ απομακρυνθεί, να ξεφύγω. Θεέ μου, δεν με ακούς. Με κλείδωσε, μόλις, στο δωμάτιο μου. Τον ακούω κάθε τόσο που πλησιάζει την πόρτα και μουγκρίζει. Σπαρταρώ. Σε χιλιάδες κομμάτια θα διαλυθώ από το φόβο.
Δεν έχω μάνα. Κανένα να με υπερασπιστεί. Δεν ξέρω, πως την κρατάει. Αν έχω κάποιο γονίδιο αδυναμίας. Είκοσι χρόνια, τρόμος!! 22 χρονώ κοπέλα να μην ξέρω τι είναι ζωή. Υπάρχει εκεί έξω; Υπάρχει εκεί έξω, κάτι; Τούτα τα πράγματα μες σε αυτό το στενό, κλειδωμένο, χώρο, είτε είναι σύμμαχος μου, είτε αντικείμενα κελιού, που οι δεσμοφύλακες επιτρέπουν. Γιατί, ναι, δύο είναι οι τύραννοι. Η μάνα μου σιγοντάρει το καθεστώς. Γιατί; Γιατί; Κάθε τόσο, μηχανικά, με πιάνουν σπασμοί, ανατριχίλες από το απρόσμενο ξέσπασμα, βίας. Πότε θα μπει εδώ μέσα, τι θα μου κάνει; Τι θα μου κάνει; Τι θα μου κάνει; Παρακαλώ, απευθύνομαι σε αόρατα αερικά, να με προφυλάσσουν, αφού οι ζωντανοί είναι όλοι δεμένοι σε έναν ιστό, σκληρό, παγερό, θεέ μου η ζωή μου καταστρέφεται. Ξεσπώ σε λυγμούς. Βοήθεια φωνάζω μέσα μου τόσο δυνατά, που σκέφτομαι πως θα τρομάξει η ψυχή, και θα βγει να πάει να βρει ανάπαυση. Αφήνοντας πίσω ένα νεκρό, σώμα. Φορές, παρακαλώ για κάτι τέτοιο.
Βοήθεια.
Βοήθεια. Τρέμω. Τρέμω.
Ποιος θα βοηθήσει την Αννούλα. Θα ανεχτεί ένα ατέλειωτο, σαν αρπαγή λείας, από αετό, να με σύρει έξω από εδώ. Να γλιτώσω. Να αναπνεύσω. Βοήθεια. Βοήθεια. Δεν αντέχω. Φοβάμαι και να ουρλιάξω μες τη φυλακή, μήπως γίνω ρεζίλι στους γείτονες. Μήπως υποστηρίξουν κι αυτοί τον αγροίκο και την αδιάφορη μάνα μου: καλά κάνεις, αφού έχεις μια κόρη τρελή!
Υπάρχει ζωή εκεί έξω.
Ποιος θα συγκινηθεί; Θα φτάσει η φωνή μου έξω από εδώ; Είμαι γυναίκα εγώ; Έχω ψυχή; Είναι η ψυχή σύμμαχος μου; Βοήθεια. Το χέρι μου τρέμει. Πάλι νηστική με αφήσανε. Κλαίω. Θεέ μου!! Μουγκρίζει ο αγροίκος, ξανά, έξω από την πόρτα. Θεέ μου! Όταν φεύγουν και με αφήνουν μόνη, κλειδωμένη πάραυτα, στο σπίτι. Κι εγώ χτυπώ την πόρτα με όλη μου τη δύναμη, σα να ‘ναι, θαρρείς, άκαμπτο χαρτί, κι εγώ μόνη μου, πρέπει να μεγαλώσω τραγικά, τα νύχια, να σκίσω το χαρτί, να περάσω από μέσα, να φύγω. Έστω κι αν αναγκαστώ να πηδήξω απ’ το μπαλκόνι. Αρκεί να φύγω, αλλά που θα πάω; Δεν αφήνουν κανέναν συγγενή, εδώ και χρόνια, να εισέλθει. Μη μάθουν ότι έχουν κόρη, τρελή. Τρέμω.
Κουλουριάζω στο στρώμα, και κλαίω. Τεντώνω το σεντόνι με τα νύχια να μου φύγει η ένταση. Ποιος θα ‘ρθει να με σώσει;
Κανείς.
Λιποθυμώ ξανά απ’ τον τρόμο».


Αννούλα μου, σα σε άκουσα, αμέσως βρέθηκα σιμά σου, σ’ αγκάλιασα με όλη μου την αγάπη, την ανθρώπινη, σε άφησα να κλάψεις ελεύθερα. Αλήθεια τι λύπη, να υφίστανται τέτοιες καταστάσεις. Αννούλα μου, υπομονή, καρδιά μου. Για όσο θα σε θυμάμαι, στιγμές που πραγματοποιώ μια προσευχή, μετά από κάθε μάθημα ανθρωπιάς, που φαίνεται πρέπει, να πάρω καλό βαθμό. Μη μείνω στην ίδια τάξη.
Αννούλα μου, 22χρονη ψυχή, καρδιά, και υπόσταση, να ‘ρχόσουν εδώ, να έβρισκες καταφύγιο. Όλη η αγάπη και φροντίδα, στοργή, να δεις ένα κερί, ελπίδας και ανθρωπιάς, πως καίει σε μια πόλη που νοιαζόμαστε μόνο όταν κάποιος κινδυνεύει. Στα γράφω αυτά, με χαμηλωμένο βλέμμα.
Αννούλα.


«Μόνο μαύρα φοράω.
Όχι, δεν πέθανε κανείς, ακόμα».

Γεράσιμος Μηνάς 2007

0 Comments:

Post a Comment

<< Home