Κατάλληλο για όλους

Tuesday, January 08, 2008

Χριστούγεννα

Εξακολουθείς να είσαι ένα μεγάλο παιδί.
Μόνο που το γάλα και τα μπισκότα σου, τα έφαγε, ψες βράδυ, 24/12, μια γάτα που περνούσε και κλαψούριζε για τον δικό της λόγο: πρέπει να είχε γεννήσει πρόσφατα. Μόνο που τα μπισκότα, ήταν τυρί.
Ξέρεις, πιστεύω πως τα παιδιά πιστεύουν σ’ εσένα, γιατί είσαι Άγιος, ο μεσολαβητής, το μέσο, να πλησιάσουν τον αληθινό Θεό, την μοναδική πηγή αγάπης, στο σύμπαν. Ξέρω, ψες το απόγευμα, νωρίς, θαρρώ ήσουν ο μόνος μου επισκέπτης, στο σπίτι. Όπως η πανταχού αόρατη παρουσία, Κείνου που Αγαπά τον άνθρωπο. Παρακινώντας μας, αέναα, να προσφέρουμε σε δικά μας πρόσωπα, ότι περισσότερο έχουμε, μεις οι ίδιοι, ανάγκη: αγκαλιά που εξομαλύνει τη λύπη, όσο είναι δυνατό. Ή μια συλλογή, τραγουδιών.
Μα εμείς οι άνθρωποι, είμαστε παθητικοί στο αυθόρμητο, και ακριβοί στα πίτουρα. Μα τούτο, συ, το γνωρίζεις. Ευτυχώς υπήρξα παιδί, πιστεύοντας σ’ εσένα, ως την πέμπτη ή έκτη, δημοτικού. Σ’ εκείνη την πανέμορφη γειτονιά που ζούσαμε τότε, στην επαρχία, με τις εργατικές κατοικίες. Μια φορά, φωτογραφήθηκα κι εγώ, μ’ ένα άγιο βασίλη, που πίστεψα πως ήσουν εσύ. Αφήνοντας με, οι γονείς μου, να χαρώ, γιορτινές ημέρες. Ως δείγμα αγάπης, εκ μέρους τους, τώρα που το συλλογίζομαι. Ξέρεις, γκρινιάζουμε μεις, οι ενήλικοι, πως δεν αγαπηθήκαμε από τους γονείς, γιατί τα παιδικά χρόνια, ξεχνιούνται –δυστυχώς. Χάρη στη παγωνιά της καθημερινότητας ενός μόχθου που εξανεμίζεται από τα πρώτα βήματα, της πρώτης εβδομάδας, ως απλός εργαζόμενος.
Όλοι περιμένουν, τον 13ο μισθό της αγάπης, μα μόνο τα παιδιά προσφέρουν με το ταμπεραμέντο και τη φαντασία τους, με την ίδια τους τη παρουσία, σ’ εμάς που ξεχάσαμε, μεγαλώνοντας, να ‘μαστε άνθρωποι. Τα ήρεμα παιδιά.
Ακόμη κι αν εσύ, φίλε, τα αγαπάς, όλα. Και τα κακά. (Για παιδιά, μιλάμε).
Άλλο αν τα σημερινά Χριστούγεννα. Ακόμη ακόμη, από κείνα τα πρώτα, ξεκινώντας η βιομηχανική επανάσταση, μόνο το εμπόριο και το κέρδος, ήταν σημαντικά. Ευτυχώς ως παιδί, πρόλαβα το ΜΙΝΙΟΝ, στην Πατησίων, με το υπέροχο καφέ στην ταράτσα. Τη στοά με τα ζώα στα κλουβιά τους, μια διαδρομή που ακολουθούσε εξωτερικούς τοίχους. Τα υπέροχα καταστήματα στους ορόφους, τελείως ανοιχτά, με μονοπάτια που σε έφερναν έως εκεί. Μια άνετη γενικά, ατμόσφαιρα, περισσότερο όμως στο ισόγειο, ιδίως εκεί που βρίσκονταν οι κάρτες και οι αφίσες που μου άρεσε να ξεφυλλίζω –τα υπέροχα τοπία. Να μην αναφερθώ τόσο, στο βιβλιοπωλείο, όσο στο τμήμα φυσικά, με τα παιχνίδια, κι εκείνη την κλειστή αίθουσα, που ήταν σαν λούνα πάρκ. Κρατώ τελευταία τη θύμηση των απίστευτων βιτρινών στο ισόγειο, που τέτοιες ημέρες, στεκόμαστε άφωνοι για πολύ ώρα, θαυμάζοντας.
Στην Νέα Υόρκη, εξακολουθούν να έχουν, τέτοιες μέρες, την πλατεία με το ψηλό τους δέντρο που ‘χει το όνομα κάποιου πλούσιου. Τα δικά μας όνειρα, παιδιά, καήκανε μαζί με το ΜΙΝΙΟΝ, που στέκει κλειδωμένο. Τον καιρό, τώρα, που κυριαρχεί το χρήμα, μη λείποντας οι απατεώνες με παχιά σεντούκια που ξεπέρασαν εδώ και καιρό, τον Σκρούτζ. Μα είναι κρύα και ανόητη η καρδιά του χρυσοθήρα. Του Κράτους που ούτε καν σκέφτηκε να πάρει το ΜΙΝΙΟΝ, αλλάζοντας το σε οίκο αστέγων. Ή μεταβάλλοντας το σε πολιτιστικό κέντρο. Μα αν ίσχυε, να αγαπούσε την Ελλάδα, το Κράτος, θα άκουγε τις ιδέες των απλών πολιτών. Που τις προφέρουν χωρίς αντάλλαγμα.
Μα εδώ χρειάζεται να ‘χεις φυλάξει, χωρίς ποτέ να σπάσεις τον κουμπαρά της παιδικής αθωότητας, και προσφοράς χωρίς ανταλλάγματα. Σα τα δικά σου δώρα, Χριστούγεννα, τρέχοντας κι ο ίδιος, παιδί μικρό, κάτω από το δέντρο να ‘βρω που ‘ναι κείνο το κουτί που γράφει τ’ όνομα μου. συ, ως μεσολαβητής, ξέρεις τι τράβηξα, αν και δεν γνωρίζω το γιατί. Μα μη σε ζαλίζω, και σου αφαιρεθεί το αξίωμα –γιατί εσύ θα με υπερασπιστείς, ούτως ή άλλως.
Δεν ξέρω αν πρέπει να δίνεις, πια, κάτι, για να το πάρεις, κάπου αλλού, σε ανύποπτο χρόνο. Θα ‘ναι πραγματικά, κρίμα, να ‘ναι η ζωή μια συναλλαγή. Γιατί οι άνθρωποι θυμώνουν, ενόσω δεν υφίσταται στα του βίου τους, ούτε αυτή η ανιδιοτελής, πάγια, αγάπη. Εντέλει εξίστανται κι οι ήρεμες νέες γυναίκες. Οι μοναχικές, εννοείται. μα η ευτυχία προϋποθέτει πολιτισμό, σ’ ένα κράτος τόσο εχθρικό. Που οι παιδικές ψυχές, μεγαλώνοντας, θα παγώσουν εξίσου, γιατί κανείς δεν ενδιαφέρεται για αληθινή, κοινωνική, ειρήνη. Αλήθεια πως, σε μια πόλη που φούντωσε η απόγνωση στα μάτια των ανθρώπων: Αν δεν μπορείτε να το δείτε, λυπάμαι, απλά δεν έχετε φαίνεται, τέτοιο δικαίωμα. Επειδή απαιτεί, αληθινή, ζεστή, παιδικότητα. Ζωντανή ακόμα.
Ξέρετε κάτι;
Η ψυχή κατοικεί μες την καρδιά, και είναι η μόνη που διατηρεί ζεστό και ζωντανό, το σώμα.
Μα θέλει ζωντανή, φιλάνθρωπη αγάπη, για να το αντιληφτείς.
Οπότε, Άγια μου Βασίλη, θα δούμε που θα πάει ο κόσμος, σύμφωνα με όσους είναι ικανοί να αξιοποιήσουν τον συνεσταλμένο τους, εαυτό.
Αυτό είναι το δώρο που θέλω.

Το ίδιο βράδυ ήρθες στον ύπνο μου, και με απέραντη παιδικότητα, ρώτησα: να ζητήσω ένα δώρο; Εσύ με κοίταξες με πανανθρώπινη αγάπη, χαμογελώντας. Θέλω αγάπη, σου είπα, κι εσύ έτρεξες να πας να δώσεις δώρα και σε άλλα παιδιά.
Ξυπνώντας αισθάνθηκα να πετώ από τη χαρά μου.
Ήταν η πρώτη φορά που πίστεψα ξανά, σ’ εσένα, μετά από τόσα πολλά, χρόνια.
Η παρουσία σου στο μοναχικό μου σπίτι, Χριστούγεννα, τα έκαναν τα ωραιότερα που έχω περάσει.
Σ’ ευχαριστώ.

Γεράσιμος Μηνάς 2007

0 Comments:

Post a Comment

<< Home