Κατάλληλο για όλους

Tuesday, February 05, 2008

Η κλωστή

Είσαι εσύ.
Χωρίς πόθο οίκτου, ή: επιβάλλεται.
Πρώτα αλλάζει η χούφτα μου σε λουλούδι, με κοτσάνι, το υπόλοιπο χέρι, ως τον αγκώνα, τόσο θεριεμένο που χωράς στης φαντασίας του την πλοκή. Το άρωμα απ’ το κέντρο, είσαι συ, που δίνεις χρώμα στα πέταλα. Που έκλεισαν γύρω σου, κει που κάθεσαι, γυναίκα. Συ συγκρατείς δεμένο το ανοιχτό κουκούλι, στο κοτσάνι. Όλες οι σκέψη σου, με ολόφωτη τη σημασία τους.
Τώρα τα πλευρά του λουλουδιού, είναι αύρα προστασίας που φυσά γύρω σου, από κάτω προς τα πάνω, λειτουργώντας ο αέρας γύρω σου, ως ύλη που θέλει να χτίσει ένα τριαντάφυλλο, από χαρτιά, λευκά. Παραμένοντας συ, το άρωμα τους. Τι θα γράψεις σ’ ετούτα τα πέταλα, άραγε.
Κάτι αισιόδοξο.
Παρτίδες με τη ζωή, σα στοίχημα, με κέρδος πρακτικές ευχές, που σ’ έστελναν, με όλα τα έξοδα πληρωμένα, σε εμπειρίες, που μόνο στα βιβλία συναντούσες: πόσο γρήγορα, έδινες σχήμα και αξία, στα όνειρα των συγγραφέων. Παράγραφοι που σα να σκάλιζαν τη μνήμη σου, να μην είναι δυνατή η επανεγγραφή.
Σήκωσα λοιπόν το χέρι, με στιβαρή τη θέση σου, στο άκρο, φέρνοντας σε ένα γύρω, πάνω από τη γειτονιά, που ‘πες φορές: πεισμώνει, παγώνοντας, Γενάρη μήνα, τα ίδια τα ανοδικά ρεύματα των διαθέσεων των κατοίκων. Εσύ είπες: πάρε με να φύγουμε.
Γοργόπαιξε η καδιά μου, αφέθηκε ο χρόνος.
Το σούρουπο δεν στάθηκε εμπόδιο σ’ εμάς, την ώρα που οι δείκτες των ρολογιών, χάραζαν τα περισσότερα δωμάτια, πολυκατοικιών από κάτω μας, με κατάθλιψη: Γιατί δεν βρίσκουν παρέα ή ταίρι.
Μα εμείς είμαστε δυνατοί, φέρνοντας πίσω τον ήλιο, από τα νύχια της νύχτας. Αμφίρροπος αγώνας, μα τα καταφέραμε. Κι είχε μια λάμψη το πρόσωπο σου. Χαμόγελο, στα δροσερά σου μάγουλα που φίλαγα τόσο αργά και απαλά, σα χάδι υφάσματος από μετάξι. Ήσυχη επαφή, πολύτιμη –την ώρα που από κάτω μας κοπανιούνταν. Σα να μετράγανε μέρες, αντίστροφα.
Με την άκρη των δακτύλων μου έχτισα το σχήμα σου στη μνήμη μου. Όλες σου οι κλωστές που διατηρούν σαν νέο, κείνο το λουλούδι. Αφού αξία έχουν μόνο οι άνθρωποι. Όχι όσα συλλέγουν, λες και θα τους επιλέξουν για το γούστο.
- Μας κοροϊδεύουν, μίλησες.
- Δεν αρέσει σε όλους, το φως, απάντησα.
- Καταγράφω όλα αυτά που ζούμε, λες τώρα.
Στολίδια, λέξεις, εικόνες, επιγραφές, στα χάρτινα πλευρά του λουλουδιού, που συγκρατούν, οι κλωστές σου.
- Ποιος ποτίζει τούτο το λουλούδι; Ρώτησες.
Αλήθεια, ξαφνιάστηκα.
Η αγάπη μου προς τις γυναίκες. Που το μυαλό τους διαλύει τα όμορφα είδωλα.
- Θα ‘θελες να ‘μουν συγγραφέας; Ρωτάς.
- Θα ήθελα να αγαπήσω μια συνομήλικη μου συγγραφέα. Μα μου ‘κλεισε πρόωρα το μάτι, παιχνιδιάρικα, κι εγώ δεν κατάφερα να συγκρίνω το βίο μου, μαζί της, μήπως εξισωθεί η αξιοπρέπειας μας: μα του κάκου, άνεργος γω.
- Σε υποτιμάνε γι’ αυτό, έ;
- Ναι, εύκολα από μέσα τους, πάντα: ά τον τεμπέλη, που είναι θύμα και μίζερος.
- Αναφέρεσαι στους σαρκολάτρες, λες τώρα.
- Η εξιδανίκευση του αντίθετου φύλου, είναι όπως η γνώση, τι είναι τέχνη, και τι μουτζούρα.
- Δίνεις σημασία; -χαμογελάς γλυκά, τρυφερά (και μου το μεταδίδεις).
- Δεν υπάρχουν αυτά τα, ,πράγματα.

Γεράσιμος Μηνάς 2008

0 Comments:

Post a Comment

<< Home