Κατάλληλο για όλους

Friday, February 16, 2007

Η πιο γλυκιά ώρα, που όλες οι επιφάνειες, παίρνουν ένα κίτρινο, λαμπερό, χρώμα. Ν’ αναστατώνεται όμορφα, η ψυχή. Τα μάτια, δηλαδή, για πρώτη φορά, μετά την ικανοποίηση, που αντλεί η ακοή, μέσω αγαπημένων μελωδιών.
Η πιο γλυκιά ώρα που τα βάσανα σκουπίζονται κάτω από κάποιο χαλί, ωσότου μια ορισμένη γκρίνια, σ’ επαναφέρει στον κόσμο των ενηλίκων –χωρίς αγάπη στα μάτια, απλά επιθυμία.
Η ώρα που ένα μέρος του ουρανού, φωτίζεται, σα ζαλισμένο παράθυρο, που ξέχασε κατά που κοιτάει. Αν το προκαλεί αυτό, ο ήλιος για σένα που στέλνεις το βλέμμα στο στερέωμα, ή στη γη, όπως φαίνεται από ψηλά, όπως θα ‘πρεπε δηλαδή, να ‘ναι, εδώ κάτω.
Σα να ‘ναι ένα γιγάντιο κερί, έξω απ’ το παράθυρο, τόσο διακριτικό ώστε να μην κάνει τη ζωή δύσκολη, τούτο το φυσικό φαινόμενο. Ανάμεσα στις υπόλοιπες αισθήσεις που λειτουργούν ως κάτι απτό, που αγγίζεις, στην αγκαλιά που ξεδιπλώνει μια ασφάλεια, που διαρκεί, ωσότου ν’ αφήσεις το αγαπημένο χέρι.
Γλυκό ηλιοβασίλεμα, σαν ορχηστικό, με σταγόνες τρομπέτας, να συνοδεύουν το πέρασμα, ανάμεσα στα πίσω φώτα, των αυτοκινήτων, που όλο φεύγουν, μακριά από το δυνατό κερί, που ζαλίζει βαριά, αρωματικό όπως είναι στον ουρανό.
Ύστερα ήταν ένας χωρισμένος χώρος, μες τον ευρύτερο, με τους απλησίαστους ανθρώπους, που αρνούνται να σου εμπιστευτούν καταστάσεις εκμεταλλευτών, σα να ανήκουν κι εκείνοι, σε ορισμένα καρτέλ.
Ο χώρος ήταν ένα παρτέρι με λουλούδια, όπου μια γυναίκα, μ’ ένα όμορφο καπέλο, φροντίζει κάτι ομορφότερο, επειδή κάθε χρονιά γεννιέται απ’ την αρχή. Σα νέο παιδί που ποτέ δε μεγαλώνει, όπως ο εσωτερικός μας εαυτός που αγαπάμε, φορές, περισσότερο, μόνοι.
Όλες οι σημαντικές στιγμές, σα περίπατοι μες τη φύση, που δε θα είναι, ποτέ, δική σου. Μόνο τα μάτια έχουν δικαίωμα σ’ ετούτο το θαύμα, που μεγαλώνει από ένα σπόρο, που το ηλιοβασίλεμα δεν μπορεί, καν, να δει. Παρά μόνο, όταν το πρώτο φύλλωμα, αφήνει σκιά.
Σα να ‘ναι ένα σύννεφο στο στερέωμα, που σαν πρόσωπο κοκκίνισε λόγω ενός βλέμματος.
Έπειτα ακούστηκαν βήματα στο διάδρομο, καλυμμένος μ’ ένα περίτεχνο χαλί, που τα λόγια δεν αναπαριστούν, καν, πτυχές της εικόνας. Της αύρας του συγγραφέα, που πλημμυρίζει το δωμάτιο, στην τελευταία πόρτα. Εκεί στο πλάι, στο αδιέξοδο στον διάδρομο, που θα έπρεπε να υπάρχει ένα παράθυρο.
Αμέσως ήρθε εκείνη να τον πειράξει με αγάπη. Του κρατούσε την αριστερή παλάμη, όντας εκείνος δεξιόχειρας. Με τη μουσική να καλύπτει τους ήχους της πόλης, δυστυχώς μαζί, μ’ εκείνους της φύσης.
Είχε βραδιάσει πια. Τα λουλούδια στο βάζο, έμοιαζαν σκοτεινά κι απλησίαστα. Δυστυχώς το βλέμμα, καταφέρνει, εξίσου, κι αυτό.
Γύρισε και την κοίταξε, κι ήταν το βλέμμα της, όλο αγάπη.
Γεράσιμος Μηνάς 2007

0 Comments:

Post a Comment

<< Home