Κατάλληλο για όλους

Thursday, February 08, 2007

Η δημοπρασία

Έμενε στον τρίτο όροφο ενός νεοκλασικού, από εκείνα με τα βαριά μάρμαρα στα σκαλοπάτια, και την ξύλινη επένδυση που ακολουθούσε την πορεία, ανεβοκατεβαίνοντας, εκεί που πιανόσουν για να κρατηθείς, με το ανάλογο χέρι.
Είχε περάσει εδώ και καιρό τα εβδομήντα. Τα τελευταία χρόνια ανησυχούσε για την πίεση του. Η σημερινή ημέρα, θα ήταν πολύ δύσκολη. Έπρεπε να βγει. Έπρεπε να τελειώνει μ’ αυτό.
Για άλλη μια φορά, χάρηκε που δεν υπήρχε χώρος στο κτίριο, να κτιστεί ένα από εκείνα τα στενά ασανσέρ, που όταν σταμάταγαν, έμοιαζαν με φέρετρα. Και ποιος μπορούσε να σ’ ακούσει, όσο κι αν φώναζες.
Έκανε κρύο πολύ, σήμερα. Ο χειμώνας είχε αποφασίσει να κάνει τη χάρη στους ανθρώπους, φυσώντας κατά πάνω τους. Θυμήθηκε τη φράση ενός έξυπνου ανιψιού του –στο γυμνάσιο εκείνος- που του ‘χε εκμηστηρευτεί: «θείε, μου φαίνεται πως οι ακτίνες του ήλιου, πλησιάζοντας κοντά στους πόλους, δε βρίσκουν γη, χώμα, πως το λένε, και χάνονται. Διαφεύγουν. Πάνε χαμένες. Πως το λένε. Ενώ στον ισημερινό».
Τυχερά παιδιά, τα σημερινά, σκέφτηκε ο ηλικιωμένος. Τα έχουν όλα, εκτός από την αίγλη του να ζεις σ’ ένα σπίτι, περιτριγυρισμένος από όμορφα έπιπλα, που πλέον ονομάζουν αντίκες. Με τους νεόπλουτους να τρέχουν να τα ψωνίσουν. Να αγοράσουν, τι, άραγε. Γούστο; Προσωπικότητα; Αναμνήσεις; Ποιότητα;
Ο ηλικιωμένος άντρας, στην αποθήκη του Κοσμά, κάπου στο Μενίδι, άγγιζε ξανά, τώρα, τα έπιπλα των προγόνων του, που νέο τον είχαν εγκαταλείψει εκείνοι, σχεδόν μαζί, σαν από ξένο θέλω.
- Μη τα λυπάσαι, του είπε ο Κοσμάς. Εσύ είσαι λιοντάρι! Εσύ θα πας να ζήσεις τώρα, με την κόρη σου. Θα περάσεις καλά, εσύ. Άρχοντας!
Ο άλλος έσμιξε, τα γέρικα φρύδια, ενοχλημένος, όχι γιατί τον είχε αποκαλέσει άρχοντα, που από παλιά του το είχανε κολλήσει. Εννοώντας πιθανόν, ότι είχε ηγετική μορφή. Κουραφέξαλα. Στενοχωριόταν που θα αποχωριζόταν τούτα τα πολλά, όντως, έπιπλα, ανάμεσα στα οποία μεγάλωσε, μόνος. Αφού η μοίρα δεν του ‘χε κάνει το χατίρι, να του δώσει μια σύντροφο. Και ποια θα τον έπαιρνε, αφού δεν αισθανόταν καλά, αναμεταξύ των ανθρώπων. Τόσο ξεκομμένος από διασκεδάσεις και καταχρήσεις. Κουραφέξαλα.
- Είπες τίποτα; του φώναξε ο Κοσμάς απ’ το γραφείο, στην άλλη άκρη της αποθήκης.
- Όχι. Κάνε δουλειά σου.
Κοίταξε με λύπη τα έπιπλα. Σκόνη κατακάθισε, αρκετή. Σαν κρούστα ενοχλητική, που κολλά στο στόμα σαν λάστιχο. Σαν πλαστικό. Όπως εκείνη του γιαουρτιού.
Έσυρε τα κουρασμένη μέλη στο γραφείο του Κοσμά.
- Τι ώρα είναι η δημοπρασία; τον ρώτησε.
- Κατά τις επτά το απόγευμα. Άρχοντας είσαι! Θα έχεις καλά κέρδη. Τους ξέρω καλά, εγώ, τους λιγούρηδες ..φιλότεχνους..
- Ποιο θα είναι το ποσοστό μου, ρώτησε τον ολίγο, παχουλό, άντρα.
- Θα τα βρούμε. Δε χάνεσαι εσύ. Άρχοντας είσαι. Βασιλιάς.
- Προσπαθείς να με θυμώσεις, του κάνει.
- Ξέχασε τα παλιοέπιπλα. Ξύλο, σίδερο, ποιος δίνει σημασία. Εσύ να ‘σαι καλά και οι αναμνήσεις σου.
Ο ηλικιωμένος άντρας θυμήθηκε αυτόματα, τα τελευταία γεγονότα, με τις “οικοσυσκευές” του τέως βασιλιά, που πουλιόνταν στο εξωτερικό. Αλήθεια, σκέφτηκε πάλι, ο τέως βασιλιάς, από πού τα είχε αγοράσει; Δεν υπήρχαν εμπορικά κέντρα, τότε, τον καιρό που βασίλευε!
Λες να ήταν όντως αλήθεια, πως τα κοντέϊνερ, περιείχαν μέρος της περιουσίας του Ελληνικού λαού;
Ο ηλικιωμένος άντρας που έβλεπε πολύ τηλεόραση, θυμήθηκε ότι τα μάρμαρα της Ακρόπολης, που “φιλοξενούνταν” στην Αγλλία, είχαν όλα, κομμένα κεφάλια. Πιθανόν θα τα είχε στην κατοχή του, κάποιος πλούσιος. Παρομοίως όλα τα αυθεντικά έργα τέχνης ή τα σπανιότερα, από τα οποία, οι πλούσιοι τούτου του κόσμου, είναι ανίκανοι να αντλήσουν οτιδήποτε. Ούτε και συναισθήματα.
Γεράσιμος Μηνάς 2007

0 Comments:

Post a Comment

<< Home