Κατάλληλο για όλους

Thursday, July 12, 2007

Η λογοτεχνία της ζωής

Πρωί. Λίγο μόλις μετά τις οχτώ το πρωί, κάτω απ’ την Ακρόπολη, σ’ ένα στένωμα του δρόμου, στα σπίτια, περιφερειακά της Πλάκας, αποχαιρετίστηκαν οι ερωτευμένοι. Παρασκευή νωρίς, σήμανε η καμπάνα της ζωής. Με ποιες λέξεις να περιγράψεις το κάλεσμα δύο ανθρώπων, που ως ξεχωριστά φύλα, βρήκαν το νόημα σε όλα, πως μόνος, κανείς, δεν είναι φυσιολογικό, να διάγει. 15 Ιούνη ήτανε. Σε λίγα λεπτά ο ήλιος, θα έκαιγε δυνατά, όλο και νωρίτερα, τελευταία. Ως συνέχεια, θαρρείς, της νυχτερινής συνεύρεσης, με αγάπη, με νοητική ολοκλήρωση. Μόνοι τους, πίστεψαν πως άκουσαν, τι είχε να τους πει, η ζωή. Ένας όμως, περαστικός –θα ‘ταν για κείνον, φαίνεται, η καμπάνα- έπιασε επ’ αυτοφώρω, τα δευτερόλεπτα, θαρρείς τον πείραξε η εικόνα –ασώψεται επειδή εκείνος δεν το ‘χε αυτό. Ώρες μετά το ξανασκέφτηκε. Πως μόνο με προσπάθεια, απολαμβάνεις κάθε σημαντικό κάλεσμα, που στρώνει τη ζωή. Αρκεί να μη σου βάζει εμπόδια, ξέρεις ποιος. Που όλα τα θέλει τέλεια. Τις ανθρώπινες σχέσεις. Τη συμβίωση κακών με καλούς. Αν είναι δυνατόν κάτι τέτοιο.
Να σε αφήνουν οι συνάνθρωποι που σε ελέγχουν, να έχεις δική σου προσωπικότητα. Να αθλείσαι. Να ασχολείσαι με διάφορα ενδιαφέροντα. Για κείνη τη γλυκύτητα που ο καθημερινός κόπος, για το μεροκάματο, καταπίνει. Που ποτέ δε συνηθίζεις. Το χάσμα των γενεών που ποτέ δεν γεφυρώνεται –διαφορετικά δεν θα μεγαλώναμε ποτέ. Δεν θα νιώθαμε το κάλεσμα άλλου ζεύγους, ματιών, χεριών. Θέλω-λογικής, πάνω μας, τι άραγε να επιλέξεις. Να αισθάνεσαι θέλεις, σημαντική, κάθε στιγμή. Το πρωί, αποχαιρετώντας το λόγο για τον οποίο, ζεις. Ζωγραφισμένη, θαρρείς, η σκέψη, με πίνακες-στιγμιότυπα, από το χρόνο, που τώρα πια, είναι προσωπικό σας απόκτημα.
Δικαίωμα να εισέρχεται άνετα ο χρόνος, στο χώρο, εκεί που παλιά ήσουν μονάδα. Σε πλάκωνε το βάρος των πραγμάτων, γύρω. Τη λογική τους, αφοπλίζει, με όποια τερτίπια του καιρού, θολώνοντας την ορατότητα ή καταπονώντας τα κτίρια. Εν μέσω θορύβων διάφορων, εξοντωτικών.
Το πρωί, αποχαιρετάς προσωρινά, ως κάτι νέο, το χώρο. Προσωπικός σου ή κάτω απ’ το άλλο σπίτι, που αποτελεί χώρο δικό σου, γιατί η όποια θέα, είναι πλέον κοινή στο νου. Δημιουργώντας αναμνήσεις. Βρίσκοντας λίγες ακόμη φράσεις, μέσα σου, να γλυκάνεις τον κόπο στη δουλειά, χρόνος που έτσι κι αλλιώς θα περάσει. Εκτός από κείνα που έρχονται, ως κοινός στόχος. Όπου κι αν βρίσκεσαι. Χωρίς να εξηγείς, ολοένα. Σε ανθρώπους που δεν ξέρουν ή δεν νοιάζονται αν είσαι καλά. Αν τρέφεσαι σωστά. Αγνοούν τι αγαπάς. Τι επιθυμείς. Πεισμώνουν. Εκδικούνται. Καταδικάζουν εξίσου το χώρο, μες το δρασκέλισμα του χρόνου –ο οποίος δεν κάνει διακρίσεις. Όπως η λογική των ανθρώπων. Χωρίς αγάπη.
Να υπάρχεις.
Να υπάρχουν.
Να διακρίνεις πως επιθυμείς να αγαπάς την παρουσία των ανθρώπων, βιώνοντας εκείνοι, τις καθημερινές, απλές, στιγμές, σημαντικές όμως. Το ζεύγος των τουριστών, κάτω απ’ την Ακρόπολη. Η τρυφερότητα στο τηλέφωνο. Η έγνοια. Η αφοσίωση στο καθήκον του δικαιώματος να ανήκεις στη ζωή. Εννοώντας το χρόνο, ζωντανός όμως. Χρησιμοποιώντας τα γεγονότα, ως φυσική συνέχεια. Άραγε περιμένεις, ως πότε, για ποιο λόγο, το μοναδικό πρόσωπο, που θα φωτογραφίζει τις στιγμές, μ’ έναν φακό, κατευθείαν στον πυρήνα των αναμνήσεων. Φυσικά, χωρίς διαφήμιση.
Όπως εκείνο το ζευγάρι, λίγο μόλις μετά τις οκτώ το πρωί, στο στένωμα, περιφερειακά από τα σπίτια, στη Πλάκα, κάτω απ’ την Ακρόπολη, που η βόλτα σε έριξε στην αυλή της υπόστασης τους. Για ελάχιστα δευτερόλεπτα, προσπερνώντας.

Γεράσιμος Μηνάς 2007

0 Comments:

Post a Comment

<< Home