Κατάλληλο για όλους

Wednesday, August 29, 2007

Προσωπική στιγμή

ηρεμίας. Σαν πρόγραμμα μουσικό, με ορχηστική μουσική, κι άλλα με λόγια, να κορυφώνεται η ονειροπόληση, βραδυνό. Κοντεύει 11. Δεν θέλει να τελειώσει η πλήρωση. Οι στιγμές που αναπαύεσαι με γερμένο κεφάλι, στο τραπέζι, ακούγοντας θεσπέσιες μελωδίες, που σε στέλνουν στον τόπο της μόνιμης ευτυχίας. Λίγες νότες ακόμη. Η έμπνευση να μη στεγνώσει. Μια ακόμη γεώτρηση στις αισθήσεις, να χάνεσαι στον μουσικό πλούτο. Να φεύγει η σκέψη, να αλλάζει σε ανάσα, σε φράσεις που δηλώνουν: αγαπώ. Άδειασες απ’ το τώρα που έσερνε μία ακόμη, καλοκαιρινή ημέρα. Μες το άγχος πώς να συνεχίσεις κείνο το διήγημα, μη χάσει το χαρακτήρα του. Περιποιήθηκες το είναι σου με υγιεινή διατροφή: φασόλια κι αργότερα τσάι. Να βουτάς το ψωμί στο ζουμί. Να γεύεσαι. Αγαλλιάζεις. Οι νότες, οι στίχοι, σε φέρνουν χιλιόμετρα μακριά, σε θύμησες, δικές, πρώτα. Μια νύχτα συζητώντας, κοιτώντας το πρόσωπο της. Μια ιδιαίτερη νύχτα που οφείλει να μένει χαραγμένη, σε τόπους και χρόνους, έως ότου νέοι αγέρηδες φέρουν το: καλέ μου, από το στόμα εκείνης που ακόμη δε γνώρισα. Να βάζω μουσική, ν’ αγαλλιάζει παρομοίως. Ήσυχη να χάνεται στων ονείρων τα μονοπάτια, γαλήνια, σα περιστέρι που κούρνιασε, σαν μωρό π’ αργανασαίνει, ξέγνοιαστο. Στιγμή που σημάνει σπουδαία, μέσα στη νύχτα, θωρώντας τ’ αστέρια, κάνοντας τους παρέα οι ήχοι, οι νότες, η ονειροπόληση στο πεντάγραμμο, κάθε αξιόλογου δημιουργού, σύνθεση. Παραδίδοντας εν’ ακόμη όνειρο, στον κόσμο.
Τούτη τη στιγμή που η σκέψη αδειάζει, απαλύνεται, χαλαρώνοντας, μεθώντας με μουσική. Δίχως φόβο, δίχως πόνο, μόνο αφήνεσαι, απλώνεις στη νύχτα, τις εικόνες του νου. Χαρακτήρες από μια μελωδική όπερα, ένα ιρλανδέζικο ορχηστικό που σ’ εκτοξεύει σε απέραντες καταπράσινες εκτάσεις, να χάνεσαι νοσταλγικά στην ιστορία κάθε τραγουδιού που αναπνέει ανθρωπιάς κατανόηση. Διατηρείς σφαλιστά τα βλέφαρα, δε θέλεις να πάψει η στιγμή, η προσωπική, να μη κουραστείς. Δεν συλλογίζεσαι το αύριο. Στο θησαυροφυλάκιο της μνήμης, παραδίδεσαι άνευ όρων. Κουρνιάζεις σαν όπως θα κούρνιαζε κάποιος πλάι στην αγάπη, γαλήνια, εκστατικά. Ακούγοντας τα τζιτζίκια που χαμήλωσαν τον τόνο, το ρυθμό, λαχανιασμένα ή σε προετοιμασία προς ύπνο. Αν διατηρούσαμε συνεχώς, πλυμένα τα μάτια, τα παράθυρα που κοιτά έξω, η ψυχή. Αναμένοντας συντροφιά ευγενική, ηρεμία. Αντικρίζοντας διαφήμιση παθών, θυμού ή ότι άλλο στραβό σκαρφίζονται –γιατί δεν έσκασαν ακόμη, απ΄ τα πολλά θέλω, τα εκτεταμένα πάθη. Δεν πάτησαν τα κουμπιά, δεν σβήσανε τους δέκτες, διακοπής κάθε φασαρίας. Δεν χαμογελάσανε, μες την απλότητα μιας σκέψης που καθαρίζεται. Το νόημα της ύπαρξης, όταν έμπρακτα το όνειρο, αποκτά υφή, περιεχόμενο. Δημιουργία οικογένειας. Γιατί να μεγαλώνουν γρήγορα, τα παιδιά. Να θέλεις να παραμείνει νέο το πρόσωπο της. Να παραμείνετε νέοι, να ξεκινάτε απ’ την αρχή, νέα σχέδια, διάπλαση της χαράς. Της συμπόνοιας. Σα δροσερό, καλοκαιρινό, βραδυνό, Αυγουστιάτικο. Δεν σκέφτεσαι καν, το Φθινόπωρο. Πάντα μία σου αγάπη, ήταν τα χρώματα. Τα μοναδικά συναισθήματα, συνοδευμένα από ποιοτικά ακούσματα στα μεγάφωνα, να χτίζεις αναμνήσεις. Στο σπίτι, σε εκδρομή ή ταξίδι. Νυχτερινό πιθανόν, με φώτα αχνά στον ορίζοντα, διασχίζοντας την ηπειρωτική χώρα. Ή στην κουκέτα, με προορισμό τα Κύθηρα που θα σε πληγώσουν τελικά. Μεταγενέστερα, ένα δικό σου πρόσωπο, που έφτασες έως τη μακρινή περιοχή, που σπούδαζε. Μια άλλη φορά, στο ταξίδι προς τη Θεσσαλονίκη, θυμάσαι πως την κοίταξες, κατεβαίνοντας σε μια στάση, από το λεωφορείο; Σκέφτηκες: αυτή μου ταιριάζει. Η νεολαία που πήγαινε εκδρομή.
Ημέρα στιγμή, διαπλέοντας, τόσες και τόσες, φορές, οικογενειακά, με φεριμπόουτ, την απόσταση, Ρίο Αντίρριο. Το τοστ που προμηθεύτηκες, τραγανό και καυτό στα χέρια, παρόλη την πετσέτα που κάλυπτε τη μισή του επιφάνεια. Οι θύμησες ως παιδί, τα παιχνίδια σου, οι σχολικές αναμνήσεις που δήλωναν παρέα και συναδέλφωση. Κείνο το ένα, σχεδόν εφηβικό πάρτυ, με μουσική. Οι ώρες της ζωγραφικής, στη σχολή. Τα φιλιά της στα μάγουλα, που ξέχασες πως είναι. Οι χαμένες ευκαιρίες, η ξένη πίστη πως όλα αλλάζουν: παρέμεινε ξένη. Όχι χτίζεται ατομικά. Φροντίζεται γιατί πρέπει. Οι πλευρές της ανθρώπινης συμπεριφοράς, η έμπνευση. Να συνδυάζεις, φιλτραρισμένα εγκόσμια,, με καταφύγιο πνευματικό. Μαζεύοντας κουβάδες ονειροπόλησης, μες το μουσικό πλούτο μιας νύχτας που αποδείχτηκε προσωπική στιγμή. Παρασύρεται η γραφή. Ενθουσιάζεται. Όταν αργότερα, ξαναδιαβαστεί, δε θα ‘χει μείνει τίποτα.

Γεράσιμος Μηνάς 2007

0 Comments:

Post a Comment

<< Home