Κατάλληλο για όλους

Wednesday, June 04, 2008

Εμείς οι άλλοι



Το σαράκι, που καταναλώνει με αργούς

-στο ξεκίνημα- ρυθμούς του εξάωρου

τοπικού –για μας- ραντεβού

Ή συνάντησης, αν προτιμάς.

Να βολευόμαστε. Να ‘μαστε ξεκούραστοι.

Επειδή, τα έγχρωμα όνειρα, κουράζουν,

αφού δεν προλαβαίνεις τις εναλλαγές

κινήσεων ή θύμισες ξένων περιπατητών

Σαν εισχωρούν στο δικό μας πλαίσιο,

που όλο υπενθυμίζεις –δίχως να τονίζεις ιδιαίτερα-

Πως, για μια στιγμή ωριαία,

θα διεκδικούσες ν’ αφήνονταν κι εκείνοι, σ’ ότι.

Ανώνυμοι. Με μόνη σφραγίδα, φανερή,

το καλούπι –που έτσι κι αλλιώς δεν διαφέρει.

Άντρας, να σφίγγει στ’ ασφαλή μπράτσα του

εσένα. Απλή, τοπική ανώνυμη επισκέπτρια.

Αρκούν αυτά, παραδέχομαι.

Χαμένοι βαθύτερα στα διαφυγόντα λεπτά

Ενόσω αφήνουμε πίσω μας, όμορφα ασπρόμαυρα τοπία

Παραλιακά. Κι ο άνεμος να φυσά, αλατισμένος, στο πρόσωπο σου.

Μιλούσες με τις κόρες σου –στεφανωμένες

απ’ ένα καθαρό στρώμα οξυγόνου.

Πότε επίγειου. Πότε με τη σκέψη,

βαθμιαία, στην ελευθερία του βυθού

Να ‘ναι πολύτιμες, ως μαργαριτάρια.

Προσωπικά. Τοπικά. Αφαιρούμενο θέλγητρο για τους άλλους

Παρά, για εκείνον τον άγνωστο

που συνάντησες, γνωρίζοντας –θαρρώ- από πάντοτε.

Διαβαίνοντας ετούτη την εξάωρη παρένθεση

Γραμμένη, πρόσεξες, σ’ ένα ανιδιοτελές σύγγραμμα.

Κι ήταν, ότι πιότερο, είχα ανάγκη.

Ν’ αφεθούμε στην νεανική απλότητα

Στο σφρίγος, που μεν, δεν καλύφθηκε, τρέχοντας

Μα με τον αέρα στα μαλλιά.

Ν’ αναζωογονεί την αγάπη, με τις γραμμές

Της καταχωρημένης ζωής μας.

Σταματήσαμε. Σε ένα άδειο ταβερνάκι. Να φάμε

-κι είχε μια γλύκα. Όση φύλαξες τόσο διάστημα

για μένα. Πάλι γελούσες, ευτυχισμένη –ξεγνοιασμένη.

Σκεφτόμενη, τώρα δα, μια μακρινή προοπτική.

Ανταλλάζουμε, καθένας, την επιστολή του

Λες και τις λαβαίνουμε στο απώτερο παρελθόν

-σα, με το νου, τοπικά, να χωρίσαμε, μόνο.

Σου διηγήθηκα, κείνο τ’ αγαπημένο μυστικό –εσύ.

Μου μίλησες για την σημαντικότητα μας.

Τη στράγγιξα, να δω τι θα μείνει.

Τόσα πολλά, προσωπικά, τοπικά κέρδη καρδιάς.

Όλο γελούσες –εύθυμη, μ’ όλο σου το φωτεινό είναι.

Ξανά σε κυνηγούσα. Επειδή σ’ άρεσε.

Ο αγνός παλιμπαιδισμός των λέξεων-ψυχών μας.

Ανώνυμες. Μη ένοχες.

Εγωιστικά λεπτά, τοπικής διαλέκτου.

Γνώριμης, σαφώς. Σάμπως, όπου πατήσαμε

-το κατέχαμε ανέκαθεν, μα δε το μεταφέραμε.

Έστω, χαιρόμαστε την ασπρόμαυρη φύση.

Είπες θα τη ζωγραφίσεις

Μα δε πρόλαβες¢

Έφερα ένα πρόσωπο –ως λεπτού σιγαλιά-

Κοντύτερα, στο χαλαρό, δικό σου.

Ήσουν νέα – ή τ’ άφηνες να φθίνει;

Σε κάλεσα στη φλυαρία μου.

Στο καμάκι της μοίρας

που ποτέ δεν αστοχεί.

Μοιράσου την αναπνοή μου

Να συγκρατήσω αυτό που παντοτινά, αποτελούσε κρυφό πρότυπο.

Για μια στιγμή, λυπήθηκες.

Θυμήθηκες το τέρμα της εξάωρης παρένθεσης

Όταν θα οδηγηθείς αλλού. Στον αιώνιο αιώνα.

Παρέλαβα αυτό το δάκρυ, και γέμισα μια λίμνη

Όλο, απλούς, τοπικούς, ανθώνες, αγάπης.

Να σου εκπέμπω κάθε ξημέρωμα –σα μεγαλώνω-

Όσα κι ότι, εκκόλαψε το δόσιμο μας.

Απλό. Παιδικά αυθόρμητο –ξεγνοιασμένα ξεχασμένο.

Θα ‘ναι στρωμένο το χιόνι, σα ξανάρθεις.

Σα βρεις την επιγραφή στο σταθμό.

Που προμηνύει την φυγή

Το ανεκπλήρωτο κενό, που αραχνιάζει –μοναχικά-

τις γωνίες της καθημερινότητας μας.

Δεν δηλώσαμε –είπες..- δημόσια,

ότι ενώσαμε το καθαρό υπόστρωμα

των σωμάτων μας (Ή όχι;).

σφριγηλό κι ακυβέρνητο από άνοστες γεύσεις.

Δεν κατάλαβαν, ποτέ, οι υπόλοιποι, τα θέλω τους.

Έμοιαζες έκπληκτη. Χαμογέλασες

Κι η στιγμή, βημάτισε, ως μαγνήτης, προς τα πίσω.

Σ’ αγαπώ που αγάπησες το σ’ αγαπώ σου.


Γεράσιμος Μηνάς 2000

0 Comments:

Post a Comment

<< Home