Κατάλληλο για όλους

Friday, November 02, 2007

Όπως σου αξίζει ν’ αγαπηθείς.
Ή μήπως όχι.


Ο κόσμος, μάτια μου,
δεν ξέρει,
δεν μπορεί, πια,
ν’ αγαπά.

Δεν βλέπει, έτσι όμορφα, όπως εσύ,
ποσότητες νερών, στην επιφάνεια της σελήνης,
Κει που φαίνεται -από δω, κάτω-
Σαν μεγάλο βαθούλωμα.

Δεν γνωρίζουν την ύπαρξη των αγγέλων.
Δεν ξέρουν, πως μπορούν να διακρίνουν,
την αγάπη.

Είναι όπως όταν παρακολουθείς,
μια ταινία που σε ελκύει, πάντοτε,
Μα χρειάζεται να προβληθεί, στο σπίτι σου,
φορές και φορές,
Ώστε να φανούν σ’ εσένα,
τα σημεία,
Στα οποία δεν έδωσες, σημασία.
-διάλογοι περισσότερο, παρά εικόνες.

Δεν μπορούν, μάτια μου,
Να αγαπήσουν, επιπλέον, οι μη ρομαντικοί.
Τους έχει φάει, βλέπεις,
η πολύ γνώση.
Πως θα μιλήσουν,
Συνεχώς,
Σα να ετοιμάζουν, διατριβή.

Δεν σηκώνει συναισθηματισμούς, μια διατριβή.
Ούτε εμπνέεσαι, από κάτι,
Επειδή είσαι πολύ εγωιστής,
Για να δεχθείς,
Πρώτα,
ότι ο άλλος, έχει εγκέφαλο,
Συνεχόμενα: πως ο κόσμος μας, προχώρησε,
Με διαφορετικές παραστάσεις.

Πώς να θυμώσεις, με κυνικούς ανθρώπους,
που ούτε ξέρουν, ούτε θέλουν, πια,
Να αγαπήσουν.

Σκουλήκια, είναι. Τα πατάς.
βρωμιά.
Ασχήμια.


Κόβω, κι εγώ, μάτια μου,
Λουλούδια.
Τα δένω σαν αναρριχόμενο κλήμα,
γύρω από ένα κοτσάνι, άλλου φυτού,

Απλόχερα, στα χαρίζω.
Σαφώς επειδή σέβομαι, τον χρόνο
που μου διαθέτει η ζωή,
Ώστε να υπάρξω,
να κινηθώ.

Να εξουσιάσω,
Ακόμη και το θυμό μου;

Μακάρι να ήμουν δελφίνι,
Να χαμογελούσα,
μόνο σε όσους μ’ αγαπούν.

Μ’ ακόμη και τα δελφίνια, γίνονται..
Βίαια,
όταν θέλουν να τα πιάσουν, στα δίχτυα τους,
οι αγενείς άνθρωποι,
οι οποίοι κοροϊδεύουν την αγάπη.
(άντε μην ανοίξω το στόμα μου).


Σ’ αγαπώ, μάτια μου.
Επειδή είμαι εγώ, εκείνος,
Που διαβάζει τα ποιήματα σου.

Σ΄ αγκαλιάζω, σα μωρό,
Π’ αξίζει αγάπη, ανιδιοτελή.
Αγαπούλες και φιλάκια.
Φιλάκι στο μαγουλάκι, στα χειλάκια.
Αγαπούλες και γλυκόλογα.
Όνειρα πολλά.

Σαν παιδιά,
που επικοινωνούν και μονιάζουν,
αναμεταξύ τους.
Γνωρίζουν πως συγχωρεί, κανείς,
Επειδή, τούτη η ιδιότητα, εκχέεται
από πρόσωπα, που επιθυμούν να είναι υπεύθυνοι
σε σημαντικές έννοιες.

Έτσι είναι μάτια μου.
Κάποιοι είναι ανίκανοι, να αγαπήσουν.
Να σταθούν.


Βλέπεις,
δεν πωλείται, σε κανένα κατάστημα,
να σπεύσουν οι πλούσιοι..
Να την αγοράσουν.

Χαίρομαι,
Που σ’ έκανα να γελάς,
Με χαρτόσημα, που κολλάνε,
όπου κι αν τα βάλεις.
Ακόμη και στη σκόνη,
Των μη συναισθημάτων.

Ναι, μάτια μου, απαλά,
Το ήρεμο πρόσωπο, είναι,
που φοβούνται.
(το καθαρό;)

Εκείνους,
Που “κοιμούνται”
Στη σταθερότητα,
Μιας ήρεμης αντιμετώπισης, των πραγμάτων,
Με τις ήδη, γνωστές, τους,
Γνώσεις.

Δεν έχουμε ανάγκη, να μάθουμε,
Περισσότερα,
Απ’ το να δίνουμε, όταν μπορούμε.

Στεκόμαστε.
Ακούμε,
Εννοούμε.

Την αύρα,
Μικρών πραγμάτων.
Όπως τα βότσαλα σε μια παραλία,
Το κορμό ενός δέντρου,
Κατά που, κοιτά.

Πως συνεργάζεται η θάλασσα,
Δίχως να την “καίει” –κατά το λαϊκό ρητό-
Να πατήσει στην παραλία.

Να πάψουν οι αναμνήσεις,
των ανθρώπων.
των ευαίσθητων, εννοείται.

φορές είσαι μόνος στην προκυμαία.
Με δυνατό άνεμο.
Η καλύτερη ώρα,
Μιας και κανείς άλλος,
δεν είναι τόσο τολμηρός,

Να εκφράσει:
Δεν έχω παραπάνω αντοχή.
Είμαι μόνο ένας άνθρωπος.
Τίποτα ανταγωνιστικό.
Τίποτα,
που να μιλήσουν, άγνωστοι, για μένα.
Τι ξέρουν αυτοί. Τι είναι ικανοί, να ξεχωρίσουν.
Δεν στέκονται.


Είναι σπάνιες οι στιγμές, που αναρωτήθηκα,
Πόσοι με συμπαθούν,
σε αυτό τον κόσμο,
όπως οι γυναίκες,
που επειδή δεν τους έκατσα,
με πολεμάνε, αιώνια!

Ποιοι είναι, εκείνοι, οι ελάχιστοι,
που δεν τους άφησα να ‘ρθούν,
στην εστία.

όπου δυστυχώς, δεν θα βρούν,
Φανταχτερά φαγητά,
Ούτε καν, τα απαραίτητα.

Βλέπεις, μαθαίνει κανείς,
Να ζει σα φτωχός, σα ζητιάνος.
Καθαρός ζητιάνος.
όχι όμως φτωχός σε αισθήματα.
Απλά κατσούφης,
Επειδή γερνάει.

Επειδή δεν έχει ένα θηλυκό, απέναντι,
Να της πει,
Πλησίασε:
Πόσο όμορφα και απλά, γράφεις.
όπως είσαι.
Εσύ είσαι στο γραπτό,
Σε καταλαβαίνω.
Σε βλέπω,
όπως μόνο,
Τα συναισθήματα, μεταμορφώνουν,

Μια αίσθηση,
Σε κάτι, εδώ, πραγματικό.
Φαντασία με φαντασία,
Πίστη στον άνθρωπο,
με πίστη στον άνθρωπο.

Μέχρι την ώρα του ύπνου.
Ώρα που παύεις να πράττεις.
Ν’ αποκτά, εκφράσεις, το πρόσωπο.
Αφού ακόμη και με το ύφος, πληγώνεις.

Πόσο δε, η θύμηση,
ενός άλλου στην πόλη,
που έχει τα κότσια και σ’ ειρωνεύεται,
δίχως να φοβάται, τι θα πάθει
Τώρα από ποιον.

Ακόμη κι από μένα.
Από τον γείτονα τον είρωνα.
Απ’ τον εχθρό του Θεού και των ανθρώπων.
Από άλλους, άγνωστους.

Μα ας μη θυμώνω, πια.
Είμαι καλά, κλεισμένος, εδώ μέσα.
Μόνος και ασφαλής.
Δίχως ρίσκα
ή την καθημερινότητα.

Μη συναντώντας, καθίκια,
Που θα θελήσουν,
να με θυμώσουν.

Έτσι είναι μάτια μου, απαλά,
Η αγάπη.
όπως τα μαργαριτάρια, βαθιά, στη θάλασσα,
που τόσες φορές, αναφέρεις.

όπως το πρόσωπο μου, που είναι ήρεμο και φυσικό,
Επειδή κυρίως, κοιτά, εσένα.
Επειδή ξέρω και αγαπώ.
Ξέρω την πηγή, την ανεξάντλητη,
Των ονειρο-παρμένων.

Κει όπου καταλήγουν οι ποιητές,
Να ξεδιψάσουν,
Να συζητήσουν τις εμπειρίες τους, τα θέλω,
τα πρέπει. Το τώρα και το μετά. Το πριν.
Να ερωτευτούν
ένα μέλος που “ζαλίστηκε”
-όπως με κορόιδευε ο πατέρας μου,
επειδή έχω προσωπικότητα. Δική μου.

Τι κρίμα, μάτια μου, απαλά,
Να μην αγαπούν την ποιότητα.
Πόσο χαμένοι, πάνε.

Ναι, μάτια μου.
Μες το σκοτάδι, πλέουν.
Το μυαλό τους, μπλοκαρισμένο,
Ακόμη και με δυνατό ήλιο.

Ακόμη, κι αν η φύση, γεννά,
θαύματα. Τρέφοντας την υγεία του πνεύματος.
Μα που να το δουν, αυτοί, οι χαμένοι,
Μες απ’ το παρμπρίζ -ολοένα όπως κι αν μετακινούνται-
Του αυτοκινήτου τους,
Ολοένα να έχουν τον έλεγχο.

Όταν βλέπουν ένα κτίριο,
Αντικρίζουν, μόνο, ένα, κτίριο.
όχι ένα ζώο, μπροστά.
Περιστέρι. Σκυλί, γάτα.
Ελέφαντα, φωλιές από σπουργίτια.

Μήπως, σήμερα, οι γυναίκες, δεν θέλουν,
Να τους προσφέρουν λουλούδια;
Υπάρχει ένα πουλί,
που φέρνει λουλούδια, στο ταίρι του,
πίσω στη φωλιά.

Όλοι οι ομορφότεροι έγχρωμοι, πίνακες,
που αναπαριστούν την αγάπη.
Στο βλέμμα, στο άγγιγμα.
στην αλληλοαποδοχή των χαρακτήρων.

Με καλό ή άσχημο καιρό.
Η δυσκολία του ζωγράφου
ν’ απεικονίσει το αληθινό,
Προσφέροντας του, φορές, αφαιρετική προοπτική,
Επειδή λίγη “ομίχλη” σ’ ένα τοπίο,
Προσφέρει χαλάρωση,
Τρέφει τα όνειρα και την ανθρωπιά.

Η φύση στα χέρια, εκείνου που κλαδεύει,
Αφαιρεί τις κλεισμένες διόδους,
που σταματούν την εξέλιξη του φυτού.
Παρόμοια κι εμείς,
Μα κάτι πάει στραβά, στη συνέχεια.

Κόβουμε ότι έχουμε, κυρίως, ανάγκη. Την αγάπη.
Τα περιττά υλικά δεν ξέρουν,
Πώς να σε συμπαθήσουν.
Απλά, τα χρησιμοποιούμε.

Τι συμπαθούμε, εμείς, οι λίγοι, καλοί,
(μία ακόμη κυρία, με αποκάλεσε γιο της)
Οι λίγοι, ρομαντικοί,
Οι λίγοι, άρα, με ανθρωπιά
Και ψήγματα σεβασμού,
Όταν, μας πάνε, όλα, στρωτά.


Κοιτώ έξω απ’ το παράθυρο,
Τον ήλιο στους τοίχους, απέναντι.
Το ψηλό, λιγνόκορμο δέντρο,
με σχηματισμούς φύλλων, ανά μεριές,
που χρωματίστηκαν, καφέ.
Μέσα Οκτώβρη.

Αγαπώντας τη φύση,
Που αγωνίζεται να μείνει όρθια.
Όλα τ’ αρχιτεκτονικά “θαύματα”
Να βλέπεις ως τέχνη, ότι σ’ αρέσει
Όχι όμως, ως τέχνη, τη γύμνια.

Αν είναι δυνατόν, μια γυναίκα, να προβάλλει
Καλλιτεχνικές... γυμνές φωτογραφίες,
Στην σελίδα της, στο ίντερνετ.
Μήπως είναι λεσβία;

Κάποιες, εκεί μέσα, λένε:
Εγώ ασχολούμαι με το μπάσκετ, ή το ποδόσφαιρο,
Ή κάτι ακραίο.. για γυναικεία απασχόληση.
Μήπως είναι άντρες;

Αμέσως, κάνω μεταβολή.
Τρέχω. Καλπάζω.
Εξαφανίζομαι –να προστατευτώ.

Μήπως ξεχάσω και τις είρωνες, γυναίκες,
Που είπαν πως με εκτιμούσαν,
Μέχρι να τα πάρουν κι εκείνες, στο κρανίο.

«προσπαθώ να σου φερθώ, με σεβασμό,
έτσι, για αλλαγή.
Επειδή δεν κατάφερα να κρατήσω, γυναίκα,
Στο πλάι μου.

Πες, βιαζόμουν.
Άραγε γιατί;
Επειδή ο ήλιος, στέγνωνε,
Και την αγάπη μου».

Τι όμορφο, να ξεχνάς τις αχάριστες γυναίκες,
Κείνες που όπως είπες «δεν ξέρω να παίρνω».
Να ‘ναι καλά, οι ταινίες,
Που μ’ έμαθαν, πως θέλουν οι γυναίκες,
Να τις αγαπούν.

Τι όμορφο να ξεχνάς εκείνες που σε είδαν,
Μα δεν σε θέλησαν.
Μα αποκτάς, ως πληρωμή, μέσα σου,
Σιγά σιγά,
λίγο έλεος.

Κατακρατώντας το στην αποθήκη του εγκεφάλου.
Άραγε και το να: θες να προκαλείς εντυπώσεις;

Ίσως έτσι δικαιολογείται η ανάγκη των ανθρώπων,
για τις πορσελάνες
για κάτι πολύτιμο στο σπίτι.
Τη συμπεριφορά, προερχόμενη
Και μολυσμένη,
από τα σύγχρονα πρότυπα, διασκέδασης,
συζητήσεων και ενασχόλησης με τα τηλεοπτικά.

Με τη φύση στα προάστια,
Η φύση στα χωριά, στις λίμνες, τις πεδιάδες,
Να περιμένουν το δίποδο,
Που κυριάρχησε στον πλανήτη.

Θέτοντας ψυχολογικές έννοιες, σε καθετί.
Ώστε να κρίνει, χωρίς να κρίνεται.
Να είσαι διαφορετικός, ποιοτικός,
Κι η γειτόνισσα, να σου λέει:
Έχεις ψυχολογικά προβλήματα.

Στο λέει, όταν είστε μόνοι.
-Φυσικά-

Στο λέει,
ο καθένας σας, βράδυ,
σε παράθυρα που δεν φαίνονται.
Να μην υπάρχουν μάρτυρες.

Δεν φοβάται καν, την μήνυση
Φυσικό,
Δεν υπήρξε μάρτυρας,
στην εμπόλεμη περιοχή.
(μάλλον θα έβγαλε το απωθημένο της,
για μια παλιά χυλόπιτα, που εκείνη έφαγε,
Από άντρα ευαίσθητο και με αρχές,
Βλέποντας εκείνος, τι σκατά ανήθικη γυναίκα,
είχε εμπρός του).

Την ξεχνάω κι αυτή.
Πέρασε ο σκουπιδιάρης, χτες.
Άρπαξε τους άχρηστους ανθρώπους.

Την προσοχή μου, έλκυσε,
η γέννηση ενός σαλιγκαριού,
στα εξωτερικά πατζούρια.

Γεράσιμος Μηνάς 2006

0 Comments:

Post a Comment

<< Home