Κατάλληλο για όλους

Wednesday, May 30, 2007

Η φωνή της

είναι η ανάσα της, εδώ που κοιμάται, τώρα, πλάι μου. Οι γραμμές του κορμιού της, που σμιλεύουν ένα κινούμενο γλυπτό. Ζεστό καλούπι, το σεντόνι.
Δίπλα της, έχω το πρόσωπο, βαθιά, στο χαρτί, σα ν’ αγκαλιάζω μαζί, κι εκείνη. Τις στιγμές που μου ψιθύριζε στο αυτί: σ’ αγαπώ, κι έπειτα σιγοτραγουδούσε, τα λίγα από τη Κυπριακή σειρά: «Η πλατεία». Πόσο αγαπώ ετούτες τις γραμμές. Τη χάρη, ενόσω αναπαύεται. Το άρωμα των μαλλιών της, ή όταν αλλάζει πλευρό, και χαμογελά, σα από τον ύπνο της, ν’ αχνοφέγγει ένα όμορφο όνειρο.
Στιγμές, με κλειστά βλέφαρα, ρίχνει το χέρι της, στη πλάτη μου, όπως είναι ελάχιστα εκατοστά, το βλέμμα μου, στο χαρτί, ή με τραβάει πάνω της, σα κουβέρτα. Απ’ ανάγκη για ασφάλεια και αγάπη. Σ’ αγαπάω, πολλά, αφήνομαι στη κίνηση της, γράφοντας τώρα δα, στο χαρτί, με τη σκέψη. Μ’ αγαπάς; Ρωτά σα να ‘μαστε ένα πνεύμα, πύλη φράγματος, καναλιού, ενόσω αδειάζει ή γεμίζει με νερό, σπρώχνοντας, μικρά ή μεγάλα σκαριά, κοντύτερα στο προορισμό τους. Σε λατρεύω, όπως η παλάμη σου, που αλλάζει σε γροθιά, να στηρίζει το πηγούνι, δίνοντας κάπου, προσοχή. Σ’ επιθυμώ, όπως η φωνή που περιμένει, αποθηκευμένη, υπομονετικά, στο σεντούκι της καρδιάς, παλλόμενη κι εκείνη, ήρεμη, προστακτική φωνή, φορές. Παρακαλώντας για περισσότερη τρυφερότητα, αν είναι δυνατόν.
Η φωνή της, σα ευθείες σε προέκταση, σε κάθε γωνία, του κορμιού της. Ρίχνοντας με στο θέλω της ζεστής επαφής, που επιφέρει η αγκαλιά, κι οι περαιτέρω φυσιολογικές λειτουργίες. Το άκουσμα των λέξεων στα μάτια της, ενόσω τρώμε μαζί, φορές απορροφημένη στα όνειρα της, ή σ’ ετούτο το τυποποιημένο φέρσιμο. Η ανάγκη για προσωπικό χρόνο, στίγμα στο μαυροπίνακα του χρόνου, καλοκαιρινούς μήνες, που σπάει τις υψηλές θερμοκρασίες, μια ξαφνική μπόρα. Χαλώντας τα σχέδια μιας εξόδου ή ενός μπάνιου. Την ακούω να γκρινιάζει. Να θυμώνει. Να επιθυμεί την ησυχία της. Ξεσπά που την παίρνει τηλέφωνο κάποιος γονιός της. Με κουράζει να γνωρίζουν το τηλέφωνο μας, πρόσωπα που θα ‘πρεπε να ξεχάσουμε.
Πότε θα βάλεις πλυντήριο; φωνάζει από μέσα. Πλησιάζω, απαντώ: ρίξε τα δικά σου. Εμένα, ας περιμένουν μια ημέρα. Ξεχνώ επίτηδες να τη ρωτώ για την ανατομία της, γιατί δεν θέλω άλλο ν’ απομυθοποιώ, τη ζωή. Την ακούω να σιγοτραγουδά, στο μπάνιο, ακούγοντας μουσική. Την αφήνω να μένει μόνη, όταν παθιάζεται με τη μοναξιά. Εκεί όπου αφήνεται με κλειστά βλέφαρα, στον κόσμο της σκέψης ή της νωχελικότητας.
Τώρα, τη τραβάω πάνω μου, απ’ ανάγκη, ν’ ανασαίνει το είναι μας, ως “ένα” το άλλο, που αποκαλέσαμε, άλλο μισό, ενόσω το αναζητούσαμε στις οδούς, σε διαδρόμους, πάρκα, παραλίες του νου και του ξύπνιου, για κείνο το ευχαριστώ, σε μια ευγενική χειρονομία. Ο χρόνος που διατίθεται, να ονειρευτείς. Να σφαλίσεις τα μάτια. Αναμένοντας την επόμενη φράση. Η φωνή της, που προκαλεί ρίγη στο κορμί μου.
Περίμενε.
Περίμενε τη.
Ευχαριστώ, τρυφερό, στου λουλουδιού, την κομμένη ζωή, που ξεψυχώντας, στέλνει το «βοήθεια», με μικρές δόσεις, αρώματος.
Η φωνή της, που πλησιάζει με θάρρος, χωρίς αναστολές, γιατί ή με πρόγραμμα. Θα πάμε διακοπές την άλλη εβδομάδα. Θα με κυριεύσει ο ούριος άνεμος του γέλιου της, μ’ ενθουσιασμό, παρασέρνοντας με στον κήπο της Εδέμ, που αποκαλούμε: κοινωνία των ερωτευμένων. Η φωνή της, οικοδομή, ενόσω τα δάκτυλα της αναστηλώνουν μες τη γνώση της ψηλάφησης, του προσώπου μου. Κάθε μας, παλάμης. Η φωνή της η ταυτότητα του ονόματος της. Της πορείας της ως εδώ. Κάθε μικρού ή μεγάλου θέλω.
Η φωνή, κάθε μια ανάσα.
Αλλάζει πλευρό.
Πλάτη εκείνη, μπρούμυτα εγώ, συνεχίζω να γράφω.
Σταμάτα για λίγο, μου απευθύνεται απ’ το όνειρο της.
Μ’ αγαπάς;
Σε λατρεύω.
Έλα πιο κοντά.
Υπακούω. Θα ερχόμουνα, καλή μου, όπως και να ‘ναι.
Το τώρα. Η αναπνοή. Η άνεση, η ηρεμία. Το μεσημέρι.
Όλα απ’ αγάπη.
Το πρόσωπο μου χωμένο στο χαρτί.
Έλα πιο κοντά.
Η φωνή σου.
Η φωνή μου.
Εμείς.

Γεράσιμος Μηνάς 2007

0 Comments:

Post a Comment

<< Home