Κατάλληλο για όλους

Wednesday, May 30, 2007

Η ιερότητα του χώρου

Η μικρή κάμαρη. Με το ντιβάνι και τα δυο μαξιλάρια, αφημένα ν’ ακουμπούν, στους πέτρινους τοίχους. Η τοξωτή γέφυρα της έμπνευσης, με όλα τα στοιχεία, γύρω, να συνομιλούν, με το πρόσωπο που γράφει, στο ταπεινό δωμάτιο, με τη κουρτίνα της γιαγιάς. Τη ντουλάπα με τα γυαλικά, και τα πιάτα, που κοσμούν το χώρο, στον οποίο τοποθετήθηκε. Η έννοια της περιουσίας, στα έργα μόνο, που παράγει το χέρι, κάθε τι, στην ώρα του. Της ηλικίας, καμώματα, στην ώρα τους. Μια ανάγκη να ζεις στο ύπαιθρο, σε κάποια κωμόπολη ή χωριό, όπου θα μοιράζεσαι με απλότητα, σκέψεις, ιστορίες, και συναισθήματα. Σα βοηθήματα, πέτρες πρόσβασης, στα οικοδομικά υλικά της ψυχής του άλλου, ενώνοντας εκείνη τη γέφυρα, με κοινά στοιχεία, χαρακτήρα –θα δει χειμώνες, καταιγίδες. Ημέρες ζεστές, ξηρασίας.
Να δίνεις όλο σου το είναι, με αφοσίωση στο χαρτί, ξεφλουδίζοντας ένα ακόμη δέντρο, το κυνικό εργοστάσιο, και κάθε άλλο, που πιστεύει πως ορίζει τις ανάγκες σου, σε υλικά αγαθά. Εσύ απλά επιθυμείς, μόνο ότι έχεις. Τίποτα περιττά, περισσότερο.
Το χώρο που θα καθίσεις να παιδέψεις το νου, για την επόμενη πρόταση. Πρόταση-ανάμνηση, σημαντική. Εντύπωση που χαράκτηκε, εκεί, όπου κανένα ξένο χέρι δεν εισβάλλει. Πρόταση-διάλογος, με το τώρα, το χτες, με πρόσωπα που αγάπησες, μες τη τριβή του χρόνου. Το κρίμα στο βλέμμα τους, μη συνάντησης σας, πια, εποπτεύοντας απ’ το κάδρο τους. Προσπαθώντας εσύ, ν’ αγαπήσεις το χώρο –χωρίς εκείνα τα πρόσωπα- επειδή ίσως, πρέπει, πια, αφού δε μπορείς, αλλού, πιο άνετα, να μεταφέρεις ότι σου ανήκει –δεν έχεις ανάγκη για κάτι τέτοιο. Καταβάλλεις προσπάθεια να ξεχάσεις τα χαμένα σου νειάτα. Επιστρέφεις. Αλλάζεις. Φοράς παντόφλες. Πλένεις τα πιάτα, τακτοποιείς το σπίτι, που θα το ‘θελες, λιγότερο φορτωμένο –μόνο με ότι χρησιμοποιείς. Όλοι οι όγκοι που μαζεύουν σκόνη.
Έπιπλα που δε φοράνε ξένο κόπο, αξιόλογης γραφής. Όλα ακρίβυναν. Μαζί και τα βιβλία. Ζώντας, αυτό που οι λογικοί, ονομάζουν, στερημένο βίο. Βρίσκοντας ακατανόητο να πρέπει να προφυλάξουν, τις λιγοστές επιθυμίες και αξίες, π.χ. του Παπαδιαμάντη, εκεί, στη Σκιάθο, στο σπίτι του, που το μετέβαλλαν σε μουσείο. Ήμαρτον. Να μπαίνουν μέσα, τουρίστριες, φορώντας μόνο, το μαγιό τους. Οι οποίες, προφανώς, δε ξέρουν να σεβαστούν το χώρο και το χρόνο, που εκείνος θυσίασε, για να συγγράψει τα έργα του. Λες και ο Παπαδιαμάντης θα επέτρεπε σε μια τουρίστρια, να τον επισκεφτεί, μόνο με το μαγιό της, ή, αχάριστα χέρια και βλέμματα –χαβαλετζήδες άνθρωποι, μια ζωή- ν’ αγγίζουν τα έπιπλα, να πατούν στο πνευματικό “κελί”, ενός αξιόλογου, αφοσιωμένου, ανθρώπου, στη τέχνη του. Αλήθεια, με ποιο δικαίωμα, ο δήμος, εκεί, έκανε το σπίτι του, μουσείο.
Ένα σπίτι άσυλο, στα πρέπει της δικής του εποχής.
Μια κατοικία με λυτά, παραδοσιακά, εύχρηστα, έπιπλα. Ν’ αρκείσαι σ’ ότι έχεις. Ν’ αντιστέκεσαι, σήμερα, απ’ το δικό σου, στερημένο, παρόν, τα μπουζουκοτράγουδα. Τη γύμνια, τους άρρωστους ανθρώπους που δε μιλάνε, μήτε αγαπάνε, κανένα, πόσο δε, το είναι τους. Την ίδια την Ελλάδα. Να βγουν από τα τυποποιημένα τους κουτιά, στην ύπαιθρο. Ν’ αγαπήσουν τα τοπία. Να ψάξουν πως στέκεται εκείνη η πέτρινη, τοξωτή, γέφυρα. Τι σημαίνει παράδοση. Γιατί να θέλεις να κλείνεις, αυτιά και καρδιά, στα πολύπλοκα, ξένα, θέλω. Που, η ψυχή σου, σε επιθυμεί. Μόνο προστάζει την αγάπη που εμπνέει, πολλά, όπως μιλούνε στην αγαπημένη μου Κύπρο, βλέποντας με χαρά και συγκίνηση, πάντα, τη σειρά: «Η πλατεία». Ατόφιοι Έλληνες. Ηθοποιοί που θα ‘θελα στα δικά μου έργα, αν κάποτε σπάσει το μπαλόνι, που συσσωρεύει τα παραγόμενα βιβλία, του κόπου, που ‘μεινε κομμένος χρόνος, στο τώρα και το πάντοτε.
Σα να ‘ναι η φύση, μια προσωπικότητα ξεχωριστή. Που συζητά, πότε πλένοντας τους δρόμους, με βροχή. Ίσως να κλαίει, θαρρώ, δε ξέρω. Ο άνεμος κουνά τα κλαδιά τα φύλλα. Μαζί με τη θύμηση, της όσφρησης ενός χειμωνιάτικου απογεύματος, ψηλά, στο βουνό, στο χωριό. Εκεί όπου συναντούσες τα αγαπημένα, δικά σου, μόνο ως ανάμνηση, πια, πρόσωπα. Η θύμηση τους, ήλιος, που κάνει ακόμη και τα πιο πυκνά σύννεφα, διάφανα.
Πίσω σ’ εκείνη τη κάμαρη.
Θα προκάμει ο χρόνος; Θα προλάβουμε; Ρωτάς.
Μια ζωή άφηνες μόνο εκείνους που αγαπάς, να περνούν το κατώφλι.
Αλήθεια, τότε, με ποιο δικαίωμα, ο βόθρος του Κράτους, απλώνει τα λερωμένα του, χέρια, στο σπίτι, τη κάμαρη τη ζεστή που αποπνέει φροντίδα; Ποδοπατώντας τα χνάρια της κούρασης και της χαράς σου, πελάτες-επισκέπτες, μόνο. Να κοκορεύονται: μπήκα στο σπίτι του Παπαδιαμάντη, του Ρίτσου, του Σεφέρη, του, της, του, της. Μετρημένοι στα δάκτυλα κάθε γνήσιας Ελληνικής, καρδιάς.
Γεράσιμος Μηνάς 2007

0 Comments:

Post a Comment

<< Home