Κατάλληλο για όλους

Thursday, July 12, 2007

Τα παιδιά που μεγάλωσαν

Αυτά τα παιδιά, που μάθανε να υπακούουν στους απλούς νόμους των γονιών, για αρμονία στην επαφή τους με τον εξωτερικό κόσμο, τον προγραμματισμένο να μεγαλώνει, μικρούς ανθρώπους. Άλλο αν δεν μάθουν ποτέ, την αληθινή ιστορία, του τόπου τους. Επειδή οι καλές γειτονικές σχέσεις, έχουν νέο όνομα: Ευρωπαϊκή ένωση. Εγώ πάλι απόρησα τότε, γιατί δεν βγάζουν νέο χάρτη, χωρίς γραμμές, που ορίζουν τα ..παλιά.. σύνορα. Που δημιούργησαν οι τοπικοί πόλεμοι, ως λαοί κατακτητές ή σε άμυνα. Προς συνέχιση της παρουσίας, μια συγκεκριμένης, γλωσσικής, διαλέκτου. Ώστε να συνεχίσεις να βλέπεις στο δρόμο, γιορτές που στηρίζουν μια παράδοση αιώνων, θαρρείς. Σαν τις μεταβολές, εικόνων και αισθήσεων, ανά εποχή στην φύση. Η χλωρίδα και η πανίδα που αγάπησαν τα περισσότερα παιδιά, επειδή απλά, βρισκόταν δίπλα τους. Ο μοναδικός τρόπος, για να έχεις ειρήνη, με τον εαυτό σου και τους γύρω. Μαθαίνοντας να είσαι υπεύθυνος, –όπως στο σχολείο- επιστρέφοντας με μια νέα ωριμότητα, κρατώντας την αθωότητα εκείνης της καρδιάς που έπρεπε να βλέπει τα πάντα γύρω, πολύ φυσικά. Εκπαιδεύοντας, το είναι, να υφίσταται αρχικά, σε μια γειτονιά, με άτομα ήρεμα, αν είναι τυχερό, όπου σέβονται αναμεταξύ τους, την καθαριότητα. Τις ώρες κοινής ησυχίας. Η όρεξη να συνυπάρχεις με τον όρο ανθρώπινη υπόσταση. Καλημέρα. Καλημέρα απαντάς. Έστω κι αν δεν επιθυμείς περαιτέρω σχέσεις. Τα παιδιά που δυστυχώς σήμερα, θα διδαχθούν απ’ τους γονείς, πως η καλή γειτονία, εξαρτάται από το πόσα χρήματα διαχειρίζεται, μια οικογένεια. Οι δύο –πλέον- κεφαλές: πατέρας, μάνα. Η αίσθηση δηλαδή, περαιτέρω, μόνο τα ίδια χούγια, να επικοινωνούν. Ως ένα σημείο, βαίνει υγιές. Γιατί δεν λερώνεται, ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος. Όσοι π.χ. θέλουν να μένουν ήρεμοι, μακριά απ’ το υπεροπτικό ύφος ορισμένων γειτόνων, οι οποίοι εκείνοι πιστεύουν, πως κατέχουν τα σκήπτρα της λογικής, της ωριμότητας, χάρη φυσικά στην οικονομική τους επιφάνεια. Η οποία, τους επιτρέπει συνεχώς να είναι χαμογελαστοί. Δεν επιθυμούν να σου πουν, καλημέρα. Κατέχουν τα σκήπτρα, είπαμε. Αλλά έτσι μεγάλωσαν. Μες το θράσος ενός χοντροκομμένου χαρτζιλικιού. Να που επέστρεψαν παντρεμένοι και υπερήφανοι. Όπως αναφέρει και ο σοφός λαός, για το αλαζονικό ζευγάρι: κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι. Αυτό είναι που έχω αναφέρει πάμπολλες φορές, ορισμένοι είναι μόνο το σώμα τους. Ανεγκέφαλοι παραμένουν και θα παραμείνουν έως τέλους. Κοίτα να δεις που οι γονείς τους, ισορροπούσαν τα ξεσπάσματα του παιδιού, με μια αμοιβή. Έπειτα εκείνο το αγενές, παιδί, μεγάλωσε. Μπλέκοντας στο δίχτυ μιας κουτσομπολίστικης γειτονιάς,, όπου η ευαισθησία μου και η αδυναμία, να είμαι άνθρωπος, κριτικάρονται. Γραμμένους, τους έχω. Που πιστεύουν πως είναι τέλειοι. Ούτε κι εγώ, τους λέω καλημέρα. Έστω κι αν μας χωρίζει μια πόρτα. Χαζό να λες: δείξε μεγαλοψυχία, απόδειξε πως είσαι ευαίσθητος. Όχι με κατακάθια, λερωμένης παιδικής ψυχής. Πλήρως προσγειωμένος πια. Μ’ ετούτο το τύπο κοινωνίας, που μου παρέδωσαν, αποφοιτώντας από το λύκειο. Της αδικίας. Έστω κι αν δεν μου έμαθαν πως εκεί έξω υπάρχει μια «κοινωνία», που δεν μοιάζει με την “ασφάλεια” της γειτονιάς, με την οποία, μεγάλωσα κι εγώ. Στην επαρχία ή στην Αθήνα. Η άγνοια για το τι βρίσκεται εκεί έξω, τελικά. Η στρεβλή άποψη μιας παιδικής καρδιάς, επειδή οι γονείς σου δουλεύουν, όλοι γύρω εργάζονται. Κινούνται στα πεζοδρόμια, έστω και πρωινές ώρες, για κάποιο, επαγγελματικής φύσης, λόγο. Εξαιρείς τους φανερά ηλικιωμένους. Μια ζωή αγνοούσες, το “καύσιμο” της πόλης. Το χρήμα. Αποφοιτώντας από το λύκειο, σου είπανε: τώρα πρέπει να εργαστείς. Σου βάλανε το μαχαίρι στο λαιμό. Δεν σου εξήγησαν πως χρειάζεται να το κάνεις για σένα. Ώστε να εννοήσεις τη χαρά της ανεξαρτησίας, όλης της υπευθυνότητας να νοιάζεσαι για την έννοια άνθρωπος. Είπες: θα προσπαθήσω. Σα να βαλθήκανε όλοι, να σε αφήσουν άνεργο. Γρήγορα, αν έχει ενδιαφέρον ο νους σου, αντιλαμβάνεσαι, πως δεν υπάρχουν τελικά, στ’ αλήθεια, καλοί γείτονες: ο εργοδότης σου, σε πρόσβαλλε. Σε ειρωνεύτηκε, με την κούραση σου. Επέστρεψες σπίτι. Στην τηλεόραση, οι σκηνές βίας, στις ταινίες, δεν ήταν πια, διασκεδαστικές. Αντικατόπτριζαν την τρέλα ορισμένων, που με κάποιο πρακτικό, πλέον, στην πόλη, τρόπο, έπρεπε να αποκτήσουν το διαφημιζόμενο σύστημα διαβίωσης των ενηλίκων. Οι υπόλοιποι, θα κοίταζαν, ορισμένοι, να ζήσουν με κομπίνες, ως συνέχεια εκείνης της φράσης: αφού ο πολιτικός μπορεί, γιατί όχι κι εμείς. Τα λαχεία δεν ωφέλησαν. Κάποιοι έφτιαξαν μια επιχείρηση. Έκλεβαν τους πελάτες. Σκέφτηκαν: κι εγώ θα χτίσω μια αυτοκρατορία. Κι εγώ θα ζήσω όσο έχω τα νιάτα μου. Ζώντας εκείνοι, αφομοιωμένοι στον θρασύ, γειτονικό, κόσμο, που έχτισαν. Ο οποίος αναγνωρίζει, μόνο, τους ύπουλους. Κείνους που συνθλίβουν το ήπιο, την ευαισθησία, όσων δεν ξέχασαν πως υπήρξαν παιδιά. Δε θα πω: τώρα θα σου δείξω: είμαι λογικός. Δεν σου κάνω ότι δεν θέλω να μου κάνεις. Τον εαυτό μου εξαπατώ. Απλά σκέφτομαι, όπου βρεθώ, τον εαυτό μου ως ήρεμο γείτονα. Αν θέλω, θα προσπεράσω, σκέψεις και όνειρα μου, για το λόγο, επειδή όλοι γύρω μου, αγνοούν να με γνωρίζουν με τ’ όνομα μου. Παρομοίως ο ίδιος, εκείνους. Η πόλη, ένα στρέμμα όπου ο διπλανός κόκκος χώματος, αγνοεί γιατί βρίσκεται πλάι με άλλον. Γιατί πρέπει να συμβαίνει τούτο, για να κρατιέται σταθερό, ένα σημείο. Παρόμοια η σκέψη: θέλω να φτιάξω τη ζωή μου. Αγνοώντας εκείνο που με προκαλεί. Τούτο σημαίνει δημοκρατία. Ελευθερία. Εξάλλου δεν ήσουν ο πρώτος, που ξεκίνησε το πόλεμο νεύρων, συλλογίζεσαι. Έτσι, για να μπαίνουν τα πράγματα στη θέση τους. Η δική τους ανοησία, γιατί πρέπει όλα να ελέγχονται. Τα παιδιά, λένε, τα ξέρουν όλα. Εν μέρει, ισχύει σήμερα. Αυτά τα παιδιά που μεγαλώνουν με ανορεξικά πρότυπα. Πονηρά. Ανθυγιεινά. Συντήρησης της αναισθησίας. Να υπομένεις τη δυστυχία. Αυτός είναι ο κόσμος των μεγάλων; Βγαίνει η απορία. Ο κόσμος της ηχορύπανσης, του καυσαερίου, της στενοχώριας. Του φόβου κλοπής περιουσιακών στοιχείων. Εποχή καταστολής κάθε είδους, ατομικών ελευθεριών. Απορείς γιατί μεγάλωσες. Σε μια πόλη που τα παιδιά έχουν δικαίωμα να κάνουν σέξ. Να μην είναι παιδιά. Ανήλικοι. Γιατί μεγάλωσες σε μια πόλη, όπου το συναίσθημα, αντικαταστάθηκε από το να στοιβάζεις πράγματα. Έπειτα επισκέφτονται στις διακοπές τους, ένα νησί. Απορούν οι ντόπιοι, γιατί τόση θρασύτητα; Θάρρος; Τι πάει στραβά μ’ ετούτα τα άτομα, που λερώνουν τις παραλίες, βάζουν δυνατά το ράδιο στο αυτοκίνητο, πετάνε το τσιγάρο από το παράθυρο. Δεν κάθισαν ποτέ, να μάθουν τον εαυτό τους; Να πάρει! Μόνο το χρήμα καταλαβαίνουν. Σαν τις ηλεκτρικές συσκευές, είναι οι ίδιοι, που ολοένα χρειάζονται, ρεύμα. Η ανθρωπιά διέφυγε με το αποχετευτικό σύστημα. Καμία θέληση για γνώση, τέχνη, άθληση. Πηγαίο, γνήσιο, σεβασμό.
Αγάπη για τον άνθρωπο, τη μορφή του. Ευτυχώς χωρίζεται σε δύο φύλα. Όσοι είναι ικανοί να το δουν αυτό.
Παιδική καρδιά, ζεστός ενήλικος άνθρωπος.
Ζώντας με ότι έχεις.
Τούτο, σε ενδιαφέρει.
Όχι ότι δεν μπορείς να αλλάξεις. Εκεί που τα όπλα, δημιουργούν τις δικές τους ταινίες.
Ζεις το τώρα.
Κι ας λένε: θα ζήσει η γενιά σου τα χειρότερα. Ποιος, τους δίνει σημασία.
Είναι απλά εκείνοι, που δεν αγάπησαν, ποτέ, την ανθρώπινη μορφή. Λόγω ορισμένου κόμπλεξ τους. Ψάχνουν αφορμή να αντλήσουν προσοχή. Να πουλήσουν το προϊόν τους. Κλέβοντας το τώρα, με ψευδείς ειδήσεις.
Λίγοι ζουν ήρεμοι. Λιγότεροι ζουν, χωρίς απαιτήσεις. Ελάχιστοι, χωρίς να ζηλεύουν.

Γεράσιμος Μηνάς 2007

0 Comments:

Post a Comment

<< Home