Κατάλληλο για όλους

Friday, April 20, 2007

Τα παιχνίδια μας

Τις προάλλες, περιμένοντας το λεωφορείο, παρατήρησα σ’ ένα πάρκο, έφτασε ως εμένα, η αύρα της ξεγνοιασιάς των μικρών παιδιών, τα οποία δεν προτίμησαν την καθιστική ζωή. Παρά βγήκαν να παίξουν λίγη ώρα. Τ’ αγόρια, ποδόσφαιρο, τρία κορίτσια, σκοινάκι.
Ειδικά η τελευταία εικόνα, πίστευα πως είχε εκλείψει. Να παίρνει, να δίνει χαρά, το παιδί, από την παρέα ενός συνομηλίκου του, και μόνο. Όχι καταφεύγοντας στην εύκολη λύση της τεχνολογίας: computer, παιχνιδομηχανές. Μια ας πούμε, μοναχική, παιδική, ηλικία. Κάτι που πλέον προάγει η ίδια η πόλη, με την έλλειψη ανοιχτών χώρων. Προκαλώντας στους γονείς, φόβο, για τα τέκνα τους. Δεν τα αφήνουν ούτε ποδήλατο, πάνω στο πεζοδρόμιο, γύρω στο στενό, να κάνουν.
Όχι τόσο βέβαια, μη κάνει ένα λάθος, πέσει, χτυπήσει, όσο λόγω φόβου, τι άνθρωποι –έτσι που έγινε η Κοινωνία- θα το πλησιάσουν. Σοβαρά ή στο αστείο –που είναι και το πιο επικίνδυνο. Είτε απαγάγοντας το, δίνοντας του να δοκιμάσει, αρχικά, ουσίες. Άρα η ευθύνη ως προς την προστασία των μικρότερων μελών, στην οικογένεια, φυσικά, πέφτει στους γονείς, οι οποίοι, πιθανόν, θα ψάξουν άλλες μορφές κοινωνικοποίησης, του παιδιού. Γράφοντας το σε μαθήματα ξένων γλωσσών, μπαλέτου, μουσικής, κολύμβησης. (Ελπίζω όχι για δική τους προβολή: Κοίτα, έγινα γονιός. Είμαι επιτυχημένος).
Γνήσιο το ενδιαφέρον, του πατέρα ή της μάνας, για την εξωσχολική απασχόληση, των προστατευόμενων, νεαρών, ζωών. Αρκεί να μη φτάνουμε σε υπερβολές, μη αφήνοντας το παιδί να είναι, παιδί, ως προς τη φύση του, ξέγνοιαστο και αθώο. Μη τοποθετώντας το, στο άγχος της διάκρισης, μέσω πιθανόν, της άθλησης, μέσω της γνώσης, κλπ.
Θεμιτή η γνώση. Το παιδί όμως οφείλει να ενεργεί, βάση της ηλικίας του. Δίχως πίεση. Χωρίς να το πιέζουν, τον ατομικό του ελεύθερο, χρόνο, να τον χρησιμοποιεί, πάση θυσία. Μακριά βέβαια, από την τηλεόραση της βίας στα καρτούν. Αφήστε τα να σας πουν τα ίδια, τι θέλουν. Δικαιούνται να έχουν ελεύθερο χρόνο. Μη τα ζηλεύετε γι’ αυτό. Θυμηθείτε τα δικά σας νειάτα. Κάθε ηλικία οφείλει να είναι διαφορετική.
Όταν ήμουν παιδί, παρόλο που ζούσα σε αντικοινωνική οικογένεια, είχα τουλάχιστον την αδελφή μου, να παίζουμε. Εμείς τότε, έως ευτυχώς που τελειώναμε το λύκειο, δεν ξέραμε από ιδιωτική τηλεόραση, ούτε δίναμε σημασία, στο πρόγραμμα της Κρατικής. Επομένως ήμασταν αγνοί και αθώοι χαρακτήρες, κυρίως γιατί είχαμε γονείς, που με χ ψ τρόπους, νοιάζονταν. Παράγοντας δύο ήρεμους χαρακτήρες, στην Κοινωνία. (Άλλο αν εγώ έτρωγα ξύλο απ’ τον πατέρα μου. Όχι γιατί ήμουν ζωηρός. Ούτε θυμάμαι γιατί, κι ούτε έχει σημασία). Η μάνα μας, δεν καλλιεργούσε μέσα μας, στο να κάνουμε παρέα με τα γειτονόπουλα. Μη λερωθούμε, περισσότερο, παρά μη χτυπήσουμε –μικρός παρατηρούσα, κάποια άχτιστα οικόπεδα, γύρω μας, ακόμη. Έβλεπα ορισμένα αγόρια, συνομήλικους μου να παίζουν ποδόσφαιρο, αλλά όπως προείπα, δεν πήγαινα να παίξω, μη θέλοντας το κι ο ίδιος, σύμφωνα με την πλύση εγκεφάλου που έλαβα απ’ το σπίτι.
Παρόλο που μετακομίσαμε μερικές φορές, λόγω μετάθεσης του πατέρα μας, παρέμενε το ίδιο σύστημα, απομόνωσης. Και με παιδιά συγγενών, αλήθεια τραγικό, κατά τη γνώμη μου.
Η αδελφή μου έπαιζε με τις μπάρμπι της, ή φτιάχνοντας λευκώματα, απλά όμως, με φωτογραφίες, από περιοδικά. Τα έχει κρατήσει έως τώρα, αυτά τα τετράδια. Μαζί παίζαμε μονόπολυ, απλά παιχνίδια με χαρτιά, κοντσίνα, ξερή, μικρότερο μεγαλύτερο :) Ή επιδιδόμαστε στον φανταστικό κόσμο των playmobil, έχοντας καθένας, τα δικά του. Πάνω στο κόντρα πλακέ, που ήταν κολλημένη, μόνιμα, η τσόχα του Σουμπούτεο, το ποδοσφαιράκι, τι θυμήθηκα τώρα :) έβγαζα προσωρινά το φράχτη, τοποθετούσα χαρτόνια, σχεδιάζοντας στάδια, με τετραγωνάκια. Όπου ρίχνοντας τα ζάρια, θα αγωνίζονταν τα μικρά, παιδιά, playmobil. 100 μέτρα, 400, μαραθώνιο. Είχαμε βγάλει και ονόματα, στα μικρά playmobil. Νομίζω κολλούσαμε με μικρά χαρτάκια, στην πλάτη τους, το όνομα του καθενός. (Πολύ αργότερα, ως ενήλικας, αποχωρίστηκα τα δικά μου, χαρίζοντας τα σε έναν παιδικό σταθμό. Δεν μου στοίχισε. Όχι).
Επιτραπέζια, ήταν η αγαπημένη μας ασχολία. Μια χρονιά θυμάμαι, μικρά, στο δημοτικό, τσακωνόμαστε για πόση ώρα θα κάνει, καθένας, ποδήλατο. Άλλα παιχνίδια, δικά μου, ήταν οι σαΐτες που έφτιαχνα. Ή έκοβα χαρτόνια, σχεδίαζα, ζελοτέηπ πολλά. Δημιουργίες για τα playmobil: σπίτια, πιστές απομιμήσεις, αυτοκινήτων. Επηρεασμός από τα αγωνιστικά χαρτονένια αυτοκίνητα, που έδινε ένα αγορίστικο περιοδικό, σε κάθε τεύχος του, για ένα διάστημα. Παίζαμε και με εκείνα τα ωραία στρουμφάκια, στις διαστάσεις των μικρών playmobil. Ένα ωραίο περιστατικό: στο χωριό μας, στην Κέρκυρα, στο ξύλινο πατάρι, η αδελφή μου –11 μήνες μεγαλύτερη- μικροί που ήμασταν, να έχει τοποθετήσει σε διάφορα σημεία, χαρακτήρες από τα στρουμφάκια, μ’ εμένα, κάθε φορά που ανακάλυπτα, ένα, να πετώ απ’ τη χαρά μου. Εκείνη χαμογελούσε.
Σ’ εκείνο το πατάρι, είχαμε αραδιάσει τα ντομινό μας, χτίζοντας διαδρομές. Που θα στρίβουν τα τουβλάκια, πέφτοντας το ένα πάνω στ’ άλλο. Σούπερ ντομινό, σούπερ ντομινό :) φωνάζαμε. Νομίζω πως εκείνο πάνω, ένας χώρος αποκλειστικά, δικός μας, παίζαμε και με LEGO.
Στο άλλο μας χωριό, της μητέρας μου, στο βουνό, παίζαμε στην μεγάλη αυλή του κτήματος της γιαγιούλας μας. (Λυπάμαι, γιαγιούλα μου, για την Κοινωνία τους). Βρίσκαμε μπάλες στον όροφο, στο παλιό σπίτι, μέσα σε χαρτόκουτα. Τρέχαμε γύρω απ’ το σπίτι. Ανεβαίναμε στους συγγενείς της μητέρας μου, που αγαπάμε περισσότερο από του πατέρα μου. Καθόμασταν. Ακούγαμε τις συζητήσεις των μεγάλων. Οι μυρουδιές από τη φύση και τα ζώα, ανεβαίνανε στα ρουθούνια. Περπατούσαμε ως έναν θείο μας, ψηλότερα. Μια φορά είχαμε ρίξει, καθένας, μια βολή μ’ ένα αεροβόλο. Φυσικά δεν πετύχαμε το στόχο: ένα κονσερβοκούτι. (Σχόλια για ότι συνέβη σε πανεπιστήμιο στην Βιρτζίνια των ΗΠΑ, με τους 33 δολοφονηθέντες σπουδαστές, από έναν τρελό, προφανώς, σε άλλο άρθρο).
Η καλύτερη μας, ο ίδιος κι η αδελφή μου, μικρά, του δημοτικού, ήταν, στο ίδιο χωριό, η παιδική χαρά, πίσω από την εκκλησία. Τα πανηγύρια στο χωριό, οι πάγκοι με τα παιχνίδια. Οι καραμέλες, τα γλειφιτζούρια, οι λιχουδιές που ανακαλύπταμε σε ένα πολύ ωραίο μαγαζί, με ξύλινο δάπεδο, που έτριζε χαρακτηριστικά. Τι ωραία που ξεκουραζόμαστε στο ημιυπόγειο. Με τα μεγάλα πεζούλια, στα παράθυρα, όπου απλώναμε τα παιχνίδια μας. Ωραίες εποχές. Τι νοσταλγία.
Μια από τις αγαπημένες μου ασχολίες, εκεί, ήταν όταν με έστελναν να πάρω ψωμί,, στο κάτω επίπεδο ύψωμα. Σταματούσα σ’ ένα μαγαζί, χαζεύοντας τα παιδικά περιοδικά. Εγώ αγόραζα το Μπλέϊκ και το αγόρι. Η αδελφή μου τη Μανίνα και την Κατερίνα. Πόσα Μίκυ Μάους, λιμπιζόμαστε, τότε. Τα οικονομικά μας ήταν στενεμένα, γι’ αυτό.
Εμείς δεν ξέραμε τότε, από τεχνολογία. Κομπιούτερ αγόρασα με τον ιδρώτα του προσώπου μου, 17 χρονών παιδί, τελειώνοντας το λύκειο, δουλεύοντας για λίγους μήνες σ’ ένα σούπερ μάρκετ. Το 1989, όταν ο μισθός ήταν 50 χιλιάδες δραχμές.
Το γυμνάσιο το τελειώσαμε στην Κέρκυρα. Μια αγαπημένη μας καθηγήτρια, μας ζητούσε μες την τάξη, τη γνώμη μας, τι να σημειώσει στο προπό. Θυμάμαι τη μικρή συνάντηση μας, ένας αριθμός συμμαθητών, μαζί με την ίδια καθηγήτρια, παραλιακά και δίπλα στην κεντρική μεγάλη πλατεία. Ως αποχαιρετιστήριο δώρο, σ’ εμάς, τα δύο αδέλφια, αφού θα επιστρέφαμε στην Αθήνα, για το λύκειο. Στο γυμνάσιο, κάναμε μάθημα μουσικής, στο πατάρι, δύο ορόφους ψηλά. Με κάτι σκάλες που έλεγες, τώρα θα καταρρεύσουν. Ο καθηγητής της μουσικής ήταν λίγο τρελός. Άναβε σπίρτα μες την αίθουσα. Ούτε που θυμάμαι γιατί. Σ’ εκείνο το σχολείο, ο γυμναστής μια φορά, προσπαθώντας να βρει ταλέντα, μας έβαλε να πηδάμε σκάμμα. Ο ίδιος, σταμάτησα όρθιος, μόλις, στην αρχή, στο χώμα. Ούτε στα εκατό μέτρα, εδώ, τα πήγα καλά: τελευταίος :) Τι θυμάται ο άνθρωπος.
Προτού περάσω στα χρόνια στο λύκειο, θέλω να καταγράψω, πως στο δημοτικό, η αδελφή μου έπαιζε σκοινάκι με δυο φίλες της. Η μία, λεγόταν Αλεξία. Ήταν ένα ξανθό κοριτσάκι, που είχα ερωτευτεί, τότε. Εκείνη είχε το νούμερο 31, στην τάξη. Ο ίδιος, το 10, νομίζω. Τώρα η Αλεξία, είναι αξιωματικός στις ένοπλες δυνάμεις. Επάγγελμα για γυναίκα.
Παρόλο που είχα μείνει σε πέντε μαθήματα, στην τρίτη γυμνασίου: Έκθεση, Γεωμετρία, Μαθηματικά, φυσική και χημεία –πολλά, έ;- το καλοκαίρι, με τη βοήθεια του πατέρα μου –να ‘ναι καλά, χε χε- τα πέρασα, αρχίζοντας το λύκειο στην Αθήνα.
Σύμφωνα με το αντικοινωνικό πρότυπο που καλλιεργούνταν ακόμη, στην οικογένεια, αφού δεν έρχονταν ξένοι, στο σπίτι, αρκετά σπάνια, γείτονες, η αδελφή μου έκανε παρέα με τις φίλες της, μόνο στο σχολικό συγκρότημα. Εγώ, είχα ένα φίλο, παρέα, που παίζαμε και εκτός σχολικών ωρών, μπάσκετ. Τον φώναζα Σούμποτιτς, γιατί ήταν σχεδόν άριστος, στα τρίποντα. Εγώ φανταζόμουν πως ήμουν καλός, στα δίποντα :)
Μετά το λύκειο, χαθήκαμε επειδή εκείνος μετακόμισε, μετά το θάνατο με καρκίνο, της μητέρας του, αλλάζοντας συνοικία. Αφήνοντας ένα σπίτι, με πολύ πόνο.
Μεγαλώνοντας, μπορώ να πω, πως παρέμεινα ως ένα ποσοστό, παιδί.
Παιδί: ο μη έχων εμπειρίες –ξέρετε τι εννοώ- με το αντίθετο του φύλο. Ακολουθώντας το οικογενειακό, πρότυπο, απομόνωσης, χωρίς καμία αναφορά απ’ το σπίτι, για μελλισούλες, πελαργούς, κλπ, είχα πλήρη άγνοια, δεν ήξερα, δεν ασχολούμουν να ψάξω να έχω σχέση. Η αδελφή μου, μετά το λύκειο έφυγε στην επαρχία, όπου ολοκλήρωσε επιτυχώς, τις τετράχρονες πανεπιστημιακές της, σπουδές. Όπως μας ανέφερε, μετά από χρόνια, κάποια στιγμή, αν έμενε ακόμη, μαζί μας, θα πάθαινε κατάθλιψη. Μου έλειπε όλα αυτά τα χρόνια. Κατόπιν ξεκίνησε η πτώση στις καλές μας σχέσεις, αφού με το πέρας του χρόνου, δημιουργούνταν ένα χάος, όσον αφορά τις εμπειρίες που είχαμε.
Ακόμη και στη σχολή γραφιστών που τελείωσα, παρόλο που μου άρεσε κάποια, ωσότου να τη δω ρατσιστικά, επειδή είχε ένα πρόβλημα σ’ ένα της χέρι. Γενικά εξακολουθούσα να μην ξέρω, ότι πρέπει να έχεις σχέση, πως συμβαίνει κάτι τέτοιο. 21 χρονών, άντρας. Λίγο πριν πάω στο Ναυτικό, αλληλογραφούσα με διάφορες κοπέλες, όταν στο Τηλέραμα, βάζανε αγγελίες. Η κοπέλα από την Κρήτη, κατάφερε τελικά, -στα 23 μου- να γεννήσει ζεστά αισθήματα, μέσα μου για το πρόσωπο της. Έλα μου όμως που ήταν τόσο μακριά, στο Ρέθυμνο. Όπου την περίοδο που έκανα τη θητεία μου, σταματήσαμε να επικοινωνούμε.
Στη μονάδα που υπηρετούσα, γνώρισα μια σημαιοφόρο, τη Μύριαμ, η πρώτη που αγάπησα σφόδρα, άλλο αν εκείνη τελικά, παρόλο που αισθανόμαστε οικειότητα, μεταξύ μας, προτίμησε τελικά, κάποιον με χρήματα. Όχι ότι ξεκινήσαμε σχέση. Μετά από το δώρο που της έκανα, τα Χριστούγεννα του 1994, την ίδια μέρα, στη βάρδια της, μου έδωσε να καταλάβω, πως δε θα συνέβαινε, ποτέ, κάτι, μεταξύ μας.
Το βράδυ εκείνο, συναντήθηκα με μια παρέα, για να γλεντήσουμε, ώστε να ξεγελάσω τον πόνο μου. Μετά είδα την ταινία Bodyguard, ξεκινώντας η βρύση, στα μάτια.
Το 1996, έφαγα την επόμενη μπούφλα από τη Δώρα, μια φίλη της αδελφής μου, που μου είπε εκείνο το απίστευτο: ήθελες απλά, να πιαστείς από κάπου. Έκανα 8 με 9 χρόνια, να την ξεπεράσω.
Στις νέες δουλειές, με τον καιρό, υπήρξαν γυναίκες που με προσέγγισαν φιλικά, μα είχα επιστρέψει, ήδη, σ’ εκείνο το αόριστο: πως κάνεις μια σχέση; Πρέπει να κάνεις μια σχέση; Τι σε ωφελεί;
Η τελευταία μου απόπειρα, να τα φτιάξω με κάποια, πριν 4 χρόνια, περίπου, έπεσε στο κενό. Τότε, ήμουν κατά των προγαμιαίων σχέσεων. Αυτό θα ήταν που την ξίνισε, κι αφού είδα πως κάναμε ενάμισι μήνα, χωρίς να βγούμε δεύτερη φορά, παρόλο που μου είπε να ξεκινήσουμε μια φιλία, της είπα: ως εδώ, κορίτσι μου. Τελειώσαμε. Ο ίδιος ήμουν έτοιμος να κάνω οικογένεια. Δουλειά είχα. Της έδινα σημειώματα, στη δουλειά: πάρε μια απόφαση. Τίποτα εκείνη. Θα μου πεις, σε είχε στο περίμενε, να δει μήπως είσαι λιγούρης. Δεν ξέρεις τι λες. Αφού ανέφερα πως ήμουν κατά των προγαμιαίων σχέσεων. Τέλος πάντων. Πέρασε. Απλά κρατάω κάτι που μου είπε, στην ίδια δουλειά, μια μέρα, η καθαρίστρια θεία –υπάλληλος στον ίδιο χώρο- μιας κοπέλας, ταμία: «Θα σου την έδινα, αλλά αρραβωνιάζεται». Καλή κοπέλα. Με τις καμπύλες της, ψέματα να πω; Και πιστή όπως φάνηκε αργότερα: Ούτε στα μάτια δε με κοιτούσε, μια μέρα, που πλήρωνα στο ταμείο. Σπάνια κοπέλα.
Με τον καιρό, πρόσφατα, τον προηγούμενο μήνα, επικυρώθηκε εκείνο που μου έλεγε μια πολύ καλή φίλη, αν και μεγαλύτερη μου, στην ίδια δουλειά, για μια κοπέλα που μου άρεσε: συναντώντας την, τώρα, παρόλο που φορούσε βέρα, έλεγε πως δεν είχε ακόμη, αρραβωνιαστεί. Ενώ ήξερα το αντίθετο. Παρόλη την οικειότητα που είχαμε μεταξύ μας, όσο δούλευα εκεί, δεν πίστευα πως είχε κάνει πολλές σχέσεις. Μου άρεσε, γι’ αυτό.
Τελικά, αυτό το post, βγήκε ως ημερολόγιο. Προσπαθώ να μη πέσω στη παγίδα να σκεφτώ, ξανά: αν δεν έγραφα αυτά τα 11 χρόνια, θα αισθανόμουν, ατομικά μιλάω, ένα τίποτα. Δεν έζησα, δηλαδή, αλλά παρήγα, βιβλία. Δεν ακούγεται ωραίο, ούτε και είναι.
Εξακολουθώ να μην θέλω επικοινωνία, με άτομα που υπάρχει μεταξύ μας, χάος εμπειριών. Εξάλλου, χάρη σε αυτό, με έβλεπαν πάντα, κατώτερο. Ακόμη με βλέπουν, έτσι.
Συγνώμη αν σας κούρασα.
Γεράσιμος Μηνάς 2007

0 Comments:

Post a Comment

<< Home