Κατάλληλο για όλους

Friday, October 12, 2007

Αν είχανε μιλιά

Πριν γράψει κάποιος, για μένα, υπήρξα; Ρώτησε η πόρτα της εισόδου, λες και το σπίτι ήταν ανοιχτό για κάθε λογής, επισκέψεις, σε ένα ανασφαλές περιβάλλον, αλλοπρόσαλλων συμπεριφορών, κυνηγώντας, είτε το χρήμα, είτε τις εύκολες, σωματικές, λείες.
Τώρα ανοίγω προς το πλάι, μίλησε το παράθυρο, κι είχε μια περηφάνια στη φωνή, λες και η θέα δεν έβλεπε πολυκατοικίες, μα καμένο δάσος. Ελπίζω να έκλεισε κάποιος την πόρτα, γιατί κάνει ρεύμα. Μη φύγει η μυρουδιά του φρέσκου φαγητού, ανοίγοντας άλλη μια φορά, το στόμα της, η κουζίνα: με τα μάτια της κοιτούσε τον άνθρωπο που έπλενε πιάτα και ποτήρια, ακούγοντας τον μονόλογο της τηλεόρασης. Ώ πάψε! Είπε στην T.V. το παράθυρο, γελώντας, γιατί εκεί έξω παιζόταν η αληθινή ζωή, άλλο αν όλα κατέληγαν στον υπόνομο. Λύματα, συμπεριφοράς, στο εβδομαδιαίο πρόγραμμα, της τηλεόρασης. Με τα ανήσυχα ντουλάπια, στην κουζίνα, να κλαίνε κάθε τόσο: τελειώνει το ρύζι, τα μακαρόνια. Ο ντοματοπολτός. Το αλεύρι. Η ζάχαρη. Ο καφές. Ένα ενοχλητικό κλαψούρισμα που άκουγαν μόνο, τα υπόλοιπα έπιπλα, ιδιαίτερα ο μαλακός καναπές, που η φασαρία δεν τον άφηνε, να ‘ναι ήρεμος, και αναπαυτικός. Είχε και την τηλεόραση που διαφήμιζε είδη, πρώτης ανάγκης. Εκεί να δεις, τότε, κλάμα, τα ντουλάπια. Το κρεβάτι μόνο, γελούσε, γιατί ο άνθρωπος δεν αναπαυόταν πάνω, πια. Δεν υπήρχε χρόνος, για χαλάρωση. Μόνο μια μανία για καθαριότητα. Τι περνούσε κι εκείνο το πλυντήριο. Έπινε νερό κι ύστερα το ξερνούσε. Θαρρώ, λίγο ακόμα και θα κόλλαγε ανορεξία, από το άτομο που κατοικούσε εκεί μέσα.
Τα ρούχα στη ντουλάπα, συζητούσαν τα πάθη τους: χρώμα και χρήση, μέρη και στιγμιότυπα, που ζήσανε. Πότε ντρέπονταν, πότε υπερείχαν… Ανάμεσα σε λευκούς τοίχους, τόσο ψυχρούς, όπως η απάθεια των νοικάρηδων, για το περιβάλλον. Τα σκουπίδια μαζεύτηκαν γρήγορα, ξανά. Τι βαρεμάρα να μην έχεις υπηρέτες: Είπε μια κόρη, στην T.V., που δεν έβγαινε όταν έβρεχε, μη χαλάσει τη πορσελάνινη επιδερμίδα της. Να, έπιασε πάλι, το ακουστικό, του τηλεφώνου. Η ακατάπαυστη συνομιλία, σχεδόν έπνιξε τους λυγμούς των ντουλαπιών, στην κουζίνα.
Άαααααα, ούρλιαξε το πορτοφόλι: λεφτά, λεφτά! Λεφτά!! Που ‘ναι τα λεφτά; Θέλω λεφτά!! Βρες δεύτερη δουλειά! Πάλι άνοιξε ο θερμοσίφωνας. Ξανά μπάνιο; Δεν το πιστεύω, ειρωνεύτηκε το χαλί, στον διάδρομο. Δε μου λέτε: θα με τινάξει, κανείς;
Ακούστηκε μια κραυγή, ενόσω απενεργοποιούνταν η τηλεόραση.
Ακόμα και το κλαψούρισμα σταμάτησε. Είναι κανείς εδώ; Θα φέρει κάποιος, την αλλαγή; Οι τοίχοι ξερνούσαν λόγια, κριτικές, επιθέσεις, επικριτές και βολεμένες διαθέσεις ατόμων χωρίς φαντασία. Ή διάθεση να διασκεδάσουν, απλά γράφοντας.
Από πού θα βγει ο “Χουντίνι” ενός σεισμού; Πότε θα επιστρέψουν οι πυρόπληκτοι, στην προηγούμενη, φυσιολογική τους, ζωή; Γιατί τα πράγματα εξυπηρετούνε, πράγματι, ενόσω τα χρησιμοποιείς, και όχι το αντίθετο. Πότε θα υπάρξει τάξη, στην τήρηση του Συντάγματος; Πότε θα πάψουν τα υλικά, να νουθετούν, τους ανθρώπους; Πότε θα αποκτήσουμε, κρίση; Πότε θα γίνουμε αντικειμενικοί; Πότε θα ξεχάσουμε τις εξαρτήσεις μας; Πότε θα αλλάξουμε ζωή; Πότε θα φύγουμε στην επαρχία, να γίνουμε άνθρωποι; Πότε θα αμειφθούμε, όπως αξίζουμε;
Το βούλωσαν τα έπιπλα, οι συσκευές, που απορροφούσαν ενέργεια, μόνο. Κάτι που παθαίνει, όποιος αγαπά τα υλικά. Εξαρτάται. Περισσότερο και πάνω, από τους συνανθρώπους, που όμως, εκείνοι είναι πολύπλοκες οντότητες. Που ελάχιστα όμως, σέβονται τον οργανισμό τους.
Τώρα άρχισε να φωνάζει η κύστη, το στομάχι. Τα πνευμόνια βήχανε. Η καρδιά κουραζόταν. Τα νεφρά υπέφεραν. Ο εγκέφαλος τεμπέλιαζε. Οι φωνητικές χορδές, εκστασιάζονταν. Μια νεφέλη μη σεβασμού. Σκόρπια ονόματα.
Προφήτες του τέλους. Στη πράξη, παγκοσμιοποίηση.
Χρόνος χωρίς ταυτότητα. Καμία σκέψη. Κανένα μέλλον. Καμία μνήμη.
Σκέψεις και φράσεις, ιστορίες με τέλος ή όχι. Αναφορά της πραγματικότητας. Ενδιαφέρον και αδιαφορία. Χρόνος δημιουργίας. Επιμελείς όροι. Στο τώρα πάντα, το παγκοσμιοποιημένο. Εξυπηρετώντας τις μεγάλες εταιρείες, μετόχους, το θέλω της εμπορικότητας. Η ζωή ως showbiz. Ταλέντα ατάλαντα. Ενημέρωση του χαβαλέ. Συσκευές που μόνο καίνε ενέργεια, να θησαυρίζει η ΔΕΗ. Να κερδίζει η ΕΥΔΑΠ, κάθε μέρα, γιατί πρέπει να ξεπλύνει τις καταχρήσεις, που οδηγούν σε στειρότητα. Σώμα με τεμπέλικο εγκέφαλο. Ψόφια σαρκική μάζα, από τη συνεχόμενη, πλύση, εγκεφάλου.
Θαρρώ θα θυμούνται, μόνο όσους αγαπήθηκαν αγνά και γνήσια, κι όσους παρήγαν πολιτισμό, με τροχισμένη σκέψη, Κοφτερή σαν ατσάλινο ξίφος, αφιερωμένου σαμουράι, να σχίζεται ο χρόνος, να επανασυναρμολογείται, αποκτώντας χρησιμότητα.

Ο σκύλος στο απέναντι μπαλκόνι, είναι ο μόνος αληθινός εκεί πέρα: η αλήθεια του είναι το κλάμα του, ενόσω του επιβάλλουν να μένει μόνος, στο ίδιο σημείο, ακόμα μια φορά. Αυτή είναι η λογική των κοινωνικών, όσων δηλαδή, τα έχουν χαμένα.

Γεράσιμος Μηνάς 2007