Κατάλληλο για όλους

Monday, December 03, 2007




Πριν και μετά
τον Νέο χρόνο

Έχει να κάνει με το πρώτο πρόσωπο που θέλουμε να δούμε ή να ακούσουμε, θα πω εγώ, καθημερινά, ξυπνώντας ή βγαίνοντας από το σπίτι. Όχι μόνο την πρώτη ημέρα, ενός νέου χρόνου. Γι’ αυτό μην ακούτε όλους αυτούς που προσπαθούν να σας συμφιλιώσουν με άτομα, οικογενειακού σας περιβάλλοντος. Ενόσω δεν επικοινωνείτε, μαζί τους. Ειδικά, τώρα, χρονιάρες μέρες: Δεν είναι δυνατόν να συζητήσεις, ξανά, με ανθρώπους που τα έχουν όλα.
Εκτός από εσάς.
Μα για τούτο, απαιτείται ανοιχτό μυαλό, και κατανόηση, που εκείνοι δεν διαθέτουν, οπότε, αποστρέψτε βλέμμα και ακοή, απ’ όποιες σειρήνες συμφιλίωσης.
Όχι, τούτο δεν είναι ζωδιακή ενημέρωση –Χαμογελώ.
Ξυπνάς λοιπόν, κι έχεις ανάγκη, μια ορισμένη συμπεριφορά. Ακόμη και να μη σ’ ενδιαφέρουν καταστάσεις. Αυτή η αίσθηση ομοιάζει με τις μέρες που έχω όρεξη να ακούσω κλασσική μουσική. Προτιμώντας τη απ’ το να με αποσπούν ατάλαντα όντα, σε T.V. ή γειτονιά.
Έχει να κάνει μ’ εκείνο που είχα γράψει κάπου: προτού κοιμηθώ, τη νύχτα, να επιλέγω μια στιγμιαία εικόνα, γυναίκας, στην τηλεόραση, που μου αρέσει, κι αυτόματα, κλικ, σβήνει η συσκευή. Αν είμαστε ικανοί ν’ αντιληφτούμε, πως τους ανθρώπους που επιλέγουμε να παρακολουθούμε στην T.V., πραγματικά θα τους καλούσαμε, σπίτι μας. Όσο ..βαθυστόχαστο.. κι αν ακούγεται. Π.χ. να προτιμάς να ζεις στη φαντασία σου, παρά στην παρουσία ανθρώπων, που αγνοείς και το πιο μηδαμινό, που τους εκφράζει. Η άγνωστη Κοινωνία. Μια πόλη διαρκώς σε κίνηση.
Έχει να κάνει με το τι, μας προκαλεί βαρεμάρα. Ξαφνικά! Χε χε.
Γέλιο. Ξαφνικά.
Ανάγκη να ρίξεις μια μπηχτή, με το καυτό σόρτς της άλλης, στην T.V. που η όψη της παρουσίας της ομοιάζει, με προετοιμασία ζευγαριού, προς συνουσία. Συγνώμη για τον …συντηρητισμό μου, που με απομονώνει από αυτούς που τα έχουν όλα: οι οποίοι θεωρούν κομπλεξικούς, όσους δεν είναι κρέας – πρόκληση – ζώο χωρίς ψυχή (ισχύει αυτό).
Η κρίση του ανθρώπου, είναι όπως οι φυσαλίδες οξυγόνου, που ανεβαίνουν στην επιφάνεια του νερού.
Έχει …να κάνει, με το να μεγαλώνεις σε ένα οικογενειακό περιβάλλον, όπου γονείς και παιδιά έχουν κοινά ενδιαφέροντα: η ζύμη κάθε νέας ζωής, ιστός που γεννά οξυδερκείς προσωπικότητες, ζωντανούς ανθρώπους, με αίσθηση του μέτρου. Ώστε πραγματικά, μεταξύ σας, να συγκρίνεστε για την προσφορά, παρά να είναι η ζωή, μόνο: με πόσα άτομα, ξάπλωσε ο χ και η δείνα. Σε συνεχή κίνηση, χωρίς παύσεις.
Έχει να κάνει με το τι θεωρώ, εγώ, σωστό, τι πέρασα ως τα τώρα. Πως κατάντησαν π.χ. σεξουαλικό παιχνίδι, οι γυναίκες.
Έχει να κάνει με το θρασύ θάρρος, στα μάτια, που βαπτίζουν ορισμένοι, ζωντάνια και κοινωνικότητα.
Καλή χρονιά. Ίδια μυαλά.
Το που σπαταλά, κανείς, το χρόνο, ομοιάζει με όλα αυτά τα χημικά που μακιγιάρονται τα θηλυκά.
Ο καθένας πουλάει κάτι, γιατί έχει έλλειμμα, αλλού. Αν είμαστε ικανοί να συνειδητοποιήσουμε πόσο σημαντική είναι να ζεις, να υπάρχεις, ζωντανός, ξέρεις; Αν το έχανες ξαφνικά. Όσο κι αν αγαπάς τους ανθρώπους, απορείς φορές τι τους λείπει. Μήπως μυαλό; Σα τους ψυχολόγους που βγάζουν πόρισμα, εν ριπή οφθαλμού. Το παίζουν θεοί. Αναρωτιέμαι ποιος θα τους κρίνει αυτούς, τελικά. Θα τους βάλει στη θέση τους. Όχι με μαχαίρωμα, όπως τον άλλο, πρόσφατα. Μια οικογενειακή παντούφλα, αρκεί –χαμογελώ ξανά. (Για όσους δεν έχουν εννοήσει πως έχω χιούμορ, ας διαβάσουν ορισμένα διηγήματα μου, από το τελευταίο μου βιβλίο, Ριάλιτι).
Ταπεινότητα δεν είναι να βγω και να βρίσω τον ευατό μου. Η περίφημη αυτογνωσία, ως μόνη απόδειξη…
Έχει να κάνει σ’ αυτή την Κοινωνία, με τον όρο ελευθερία, τι αφήνεις στον άλλο να γίνει, ή να είναι. Και ο νοών νοείτο.

Γεράσιμος Μηνάς 2007
Ομίχλη

Η νύχτα εκπνέει την ομίχλη της αύρας των φώτων, στους δρόμους, καλώντας σε να φύγεις.
Μακριά από τους ανθρώπους που θεωρούν την ντροπή στα μάτια, πρόβλημα, άτομο με ειδικές ανάγκες.
Μια γυναίκα με ντεκολτέ, μπορεί να χειριστεί άριστα, έναν τέτοιο χαρακτήρα, άντρα. Αυτός κατεβάζει το βλέμμα, προσπαθεί να το στρέψει αλλού, εμπρός στην διπρόσωπη που τον περιπαίζει ενώ πλάι της βρίσκονται τρίτοι. Αυτή δίνει ένα πάρτι. Έχει γενέθλια. Εδώ τα ζευγάρια είναι θαρραλέοι μόνο στο να ανταλλάσσουν φιλιά, να κρατούν ένα ποτό, καθισμένοι. Άπραγοι. Έχει φασαρία, εδώ –κάτι να δικαιολογήσει τον χρόνο που περνά. Αρκετά γκάπα γκούπα. Δεν ακούς μελωδίες. Κανείς έτσι κι αλλιώς, δεν χορεύει –θα τσαλακωθούν. Θα τους δείξεις με το δάχτυλο. Φορούν συνήθως μαύρα. Βγάζουν μια υποχρέωση. Η μορφή της κοινωνικότητας για την κοινωνικότητα. Που πρέπει να διαφημιστεί στη γειτονιά. Διαφορετικά κανείς δεν καταλαβαίνει τους διπρόσωπους. Μες την ομίχλη της ψευτιάς και της υποκρισίας τους.
Σώπασε τώρα –προτροπή.
Είναι η ντροπή στα μάτια σου μια επιγραφή κενοταφίου που αγόρασες από τα πέντε σου, χρόνια. Είναι η Κοινωνία που σε βίασε –βιασμός- γιατί τη τρυφερή καρδιά, την βαπτίζουν, αδυναμία. Σε περιπαίζουν. Τα ντεκολτέ. Τα πρότυπα των διαφημίσεων. Τα πρόσωπα στα οποία λείπει, παντελώς, η αίσθηση. Ο ορίζοντας, κοινής ησυχίας. Αλήθεια θέλουν να βρίσκεσαι εκεί; Δεν τους κάνεις την ..χάρη. Είσαι υπερβολικά, τολμηρός, ν’ ανεχτείς την έλλειψη μουσικής, παιδείας. Τολμηρός έγραψα;
Τολμηρός να εναντιωθώ στην υποκρισία. Ντροπαλός θα έλεγα.
Έλα, σώπασε τώρα.
Πλύσου από την παγερή τους αναισθησία. Παγερή έγραψα; Άκαρδη ήθελα να πω. Ή να κρατήσω το: παγερή. Σαφώς χαρακτήρας ανθρώπου, που δεν πίστεψε ποτέ, πως δεν μπορεί, ποτέ, να γλιτώσει από τα μειονεκτήματα του. Αν θεωρείς καλό μειονέκτημα, την ντροπαλότητα ή την επιθυμία να φύγεις μαζί με τους δρόμους, νύχτα, σε κάποιο μονοπάτι, πλησιάζοντας την υπέρτατη Δύναμη –τώρα, που Βρίσκεται εδώ, μήπως γλιτώσεις την ψυχή σου, αφού υπάρχει έτσι κι αλλιώς, ο Θεός. Αφού πρέπει να αποφύγεις τα καράβια, αυτόχειρες. Καλούς ή ψυγεία.
Δεν θέλω να είμαι εύθυμος.
Τώρα. παρασκευή βράδυ. Στο καμάκι που βοηθά ν’ αποφεύγεις την απογοήτευση. Ή την κοινοποίηση ενός πόνου. Ίσως η ζωή είναι αυτή η ομίχλη στο πάρτι. Τα ειδικά εφέ. Να σου λένε: μη κυκλοφορείς νύχτα, να φοβάσαι.
Αναρωτιέμαι, πως είναι δυνατόν το κενό, να τροφοδοτεί δύναμη, να καταναλώνει τέτοια ομίχλη. Μες την ξηρασία. Χωρίς συναισθήματα.
Σώπασε τώρα. Δες το ανθρώπινο πρόσωπο που δεν ντρέπεται να ‘χει ταυτότητα, παρόντος. Επικοινωνώντας μόνο με ντροπαλούς, ισάξιους σε καθετί.
Στο θέλω αλληλοσυγχώρεσης.
Αδύναμοι στην γκιλοτίνα της καθημερινότητας, που λεν, βαρετή είναι. γραφή που κουράζει. Χωρίς λόγο. Επιθυμεί η καρδιά τους, τα δήθεν, τα τυπικά, τα αυτοκόλλητα της κοινωνικότητας.
Τούτο το σπίτι, κάθε δωμάτιο, έχει φύγει ήδη. Σα φώτα του δρόμου, που απομακρύνονται με ταχύτητα. Ιδρώτας στην πλάτη από κόπο. Αγκαλιά που λείπει. Κουράζεται.
Καλόν ύπνο.
Ήταν ένα ακόμη, θέμα.
Σύντομα θα πάψεις να ταλαιπωρείσαι. Αιώνια θα κοιμηθείς. Δεν ντρέπεσαι να το κοιτάξεις αυτό. έτσι απλά.
Χωρίς καμία έκφραση.

Γεράσιμος Μηνάς 2007
Υλικό για άγαλμα

Μια φορά κι έναν καιρό, ένας περαστικός από το πιο δημοφιλές μουσείο, κέρινων ομοιωμάτων: σκέφτηκε να πει φωναχτά, ξαφνικά, την άποψη του:
- Πιστεύω πως τα παρόντα ..εκθέματα.. προσωπικοτήτων, είναι κενά, μέσα τους, και κανείς στ’ αλήθεια, δε δίνει σημασία. Πιστεύω πως ο άνθρωπος που θα άξιζε να τον θαυμάσει, κανείς, θα ‘πρεπε να αντιμετωπιστεί σα μοσχάρι. Ναι, σωστά ακούσατε. Κομμάτια μοσχαριού. Μην παρεξηγείτε τα λόγια μου. Εννοιολογικά κομμάτια, εννοώ. Να, στο δρόμο που ερχόμουν, συνάντησα άτομα, που μείνανε στήλη άλατος, γιατί δυστυχώς είχανε μόνο ένα καλό κομμάτι. Που όμως άρχισε να σαπίζει κι αυτό, καθώς το υπόλοιπο σώμα. Πιστέψτε με, τους είδα.
- Κοιτάξτε αυτά τα κέρινα ομοιώματα.
- Κανείς δεν ξέρει ποιο ήταν το κομμάτι που πρόσφερε ένα καλό τύπο, ανθρώπου.
- Πρόσφερε, είπα; Θα έβρισκα μια καλή καρδιά, εδώ μέσα; Θαρρώ, ήμουν ο πρώτος που διέκρινα στο δρόμο, εκείνα τα μαρμαρωμένα άτομα. Αυτό το ένα καλό, που κατείχαν, δεν ήταν ικανό να τους διατηρήσει ζωντανούς. Σήμερα πρέπει να έχεις όλα τα καλά, μέσα σου, για να μην γίνεις πέτρα! Αλήθεια, ξεκίνησε επιδημία. Δεν με πιστεύετε; Πάραυτα αναρωτιέμαι, αν έκοβα το καλό κομμάτι, καθενός από αυτούς: τις στήλες άλατος, τι αλλοπρόσαλλο πλάσμα, θα δημιουργούνταν. Γιατί κάθε άτομο είναι μοναδικό, στη σκέψη και το φέρσιμο, διατηρώντας το αποτύπωμα του, για όσο ζει. Αλήθεια, σας λέω.
- Ότι αντέχουμε, είναι μόνο θεωρία, θαρρώ θα δυσκολευόμουν να σμιλέψω ένα ανθρώπινο ον, αν ήταν τέλειο μέσα του. Και που να βρεθεί.
Κόσμος μαζεύεται γύρω. Αυτός ξύνει το κεφάλι.
- Άλλος κάνει εγκράτεια στο φαΐ, άλλος τρέφεται μόνο υγιεινά. Άλλος εργάζεται μόνο χειρωνακτικά: ίσως να προτιμά να ταλαιπωρείται. Αλήθεια δεν γνωρίζω γιατί ο ανιδιοτελής κόπος, βαπτίζεται ταλαιπωρία. Ορίστε. Πιθανόν εκείνος ο άνθρωπος, να ‘χε ανακαλύψει περιοχές του εγκεφάλου, που μπήκαν σε λειτουργία, ως χρήση, αφότου έπαψε να νοιάζεται για τον εαυτό του. Θαρρώ μαρμάρωσε, απ’ τα πολλά φτυσίματα.
Ακούγονται γέλια.
- Θαρρώ κάθε εσωτερικό όργανο, θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται με νέο όρο, και δεν θα λειτουργούσε, αν δεν κέρδιζε την ονομασία: Μεγάλη, καρδιά. Διακριτικοί μου, πνεύμονες. Υπομονετικά, μάτια. Στήριγμα, σπονδυλική μου, στήλη. Εύκαιρα πόδια. Ευφυή χέρια. Συκώτι λάστιχο. Κόψε μου, λίγο κρέας. Φρόντισε να ‘ναι υγιές. Όχι, δεν θα φτιάξω καινούριον Φρανκεστάϊν. Φοβούνται οι άνθρωποι την πολύ καλοσύνη και το αγαθό φέρσιμο. Νοιάζονται μόνο, ποιος ή ποια, είναι διάσημοι. Αγνοώντας, πως κατά βάθος, οι δημοφιλείς σ’ ετούτο το μοναδικό μουσείο, κορόιδευαν τον λαό, που τους συντηρούσε.
Ξύνει το κεφάλι του, πάλι. Διαλύεται το πλήθος των περίεργων. Πάνε να θαυμάσουν εκείνους που δεν αντιμιλάνε.
Τώρα μιλά από μέσα του:
«πρόσεχε τις σκέψεις σου. Μη σε μολύνουν, είπε ένα αθέατο σημείο, κομμάτι κρέατος (διαλέξτε εσείς). Αλήθεια αποδέχεσαι κάθε παρουσία, όσους δεν επιθύμησαν να διαφημιστούν για τα καλά τους στοιχεία. Να δεις που σκάλωσαν κι αυτοί, κάπου. Αφού ποιος παραδέχεται, πως έχει λόγο, και το καλό, σ’ ετούτο τον κόσμο;»
Κοιτά τα γυαλισμένα μάτια των εκθεμάτων. Φιλοσοφεί, γιατί πρέπει κι αυτός, να περάσει την ώρα του. Παρατηρεί τα ρούχα που μοσχοβολούνε καθαριότητα. Ευτυχώς, δεν αποβάλλουν σωματικά υγρά, κι όλοι οι υπεύθυνοι, φροντίζουν να μη στάξει το υλικό που ξαφνικά, τους έκανε αθάνατους.
- Θαρρώ, πρέπει τώρα να πάω στα σοκάκια κάποιας τοπικής φαβέλας. Να βρίσκεται μόνο, εκτός κέντρου, να μην θίγονται οι διάσημοι..
Θα πάω να δεχτώ την φιλοξενία αληθινών παραδειγμάτων, ανθρώπων. Με κείνο το χαμόγελο που γίνεται θυσία. Βοηθώντας ο ένας τον άλλο, τώρα, σήμερα.
Όχι αύριο.
Όχι υποσχέσεις. Όχι εμπαιγμός. Όχι βιτρίνα.
Θα πάω εκεί που τη βγάζεις, 4 μέρες, με τσάι και παξιμάδι. Επτά, με πατάτες, βραστές. Δύο, με γιαούρτια. Εννιά, με τρία είδη, όσπρια, ξαναζεσταμμένα. Τρεις τέσσερις, μέρες, νηστικός, το μήνα, και το υπόλοιπο διάστημα, με κανένα ζυμαρικό. Για θέρμανση, ούτε κουβέντα. Ηλεκτρικό, μόνο να δουλεύει το άδειο ψυγείο –τουλάχιστον να ‘χεις νερό, να δροσίζεται από κάπου. Κοιμάσαι με τις κότες, γιατί πρέπει να κάνεις οικονομία.
«Εκεί, βιβλία, είναι ο κάθε άνθρωπος, η χλομάδα στο πρόσωπο, τ’ αυλακωμένα μάτια, η αγνότητα τους. Ιστορίες ανθρωπιάς, καθαρότητας νου».
Αυτοί τιμούν καθημερινά, ο ένας τον άλλο, ούτε η αγάπη δεν χαρακτηρίζεται βραβείο. Φυσική αποπνέουσα επικοινωνία, χωρίς στολίδια ή οτιδήποτε περιττό. Τώρα. εδώ. Όσο κρατήσει.

Γεράσιμος Μηνάς 2007
Τρείς ευχές

Τις τρεις ευχές τις πήρα, με τον εξής τρόπο: την πρώτη μου την έδωσε ένα δέντρο, περνώντας κάτω από το πυκνό φύλλωμα, που έριχνε τη σκιά του, στο πεζοδρόμιο. Τη δεύτερη μου τη χάρισε μια υπέροχη οπτασία: μια ψηλή κοπέλα, σε στάση λεωφορείου, όπου το υπέροχο, γκρί, καπέλο της, συνόδευε ένα ανάλογης ποιότητας, ντύσιμο. Το βλέμμα της, επισήμαινε επίσης, παρουσία προς παρουσία, λόγω έλξης. Την τρίτη ευχή την είχε ένα αερικό που τριγυρνά εδώ και δυο μέρες, στο σπίτι, κρατώντας μια λέξη: «ευχαριστώ». Έπρεπε να κερδίσω αυτό το ευχαριστώ. Δεν ξέρω. Έτσι μου φάνηκε. Να μην είμαι ακόμη ένα βαθούλωμα στο χωροχρόνο.
Για να αξιολογήσω τις πρώτες ευχές, έπρεπε να τις ερμηνεύσει, το: ευχαριστώ.
«Πιστεύεις σ’ εμένα;»
Είσαι η ευγνωμοσύνη που πρέπει να δώσω, λόγω καθημερινής επιβίωσης.
«Πως θα συμβεί αυτό;»
Αν συμφωνήσω στην αδύναμη πάλη.
«Τα βάρη σε κάνουν πιο δυνατό».
Ανταγωνίσιμο;
«Απλά ήρεμο και αυτάρκη».
Θα λέω κάθε μέρα, ευχαριστώ;
«Αν πιστεύουν σ’ εσένα», το πρώτο κλειδί, να ερμηνεύσω, μία από τις άλλες δύο, ευχές.
Δεν θα κερδίσω τίποτα;

Αν πιστεύουν σ’ εσένα, σε επιλέγουν ως παρέα, στιγμές που ανιχνεύονται οι ψυχές, ως πνεύματα, μες το καλούπι που όρισε η φύση. Τονίζεται αυτό που λες: μου αρέσει. Δεν υπάρχει κατάλληλη κουβέντα για τη προσέγγιση. Μόνο μια κοντινή στάση. Έξυπνη η ζωή, ενόσω μπορεί, ευγενικά να εκμαιευτεί ένα χαμόγελο. Η αγάπη δεν σηκώνει απομυθοποίηση. Ίσως έτσι αισθάνονται, όποια άτομα, αληθινά, την συναντήσουν σε κάποιο πιθανό μοίρασμα, ευτυχίας.
«Νόμιζα ότι θα ‘μασταν ευγνώμονες».
Νόμιζα πως θα ζητούσε μια δεύτερη ευκαιρία.
«Τι έχεις για να προσφέρεις;»
Έναν κόσμο που σε δέχονται όπως είσαι. Μα ξεχωρίζουν πως δεν θα επιλέγουν μια ζωή, το φαινομενικά θετικό, γιατί τούτο διαφημίζουν όλοι. Μια αισιοδοξία, σε κάθε επόμενη αναπνοή, για τα μάτια του κόσμου.
«Μια σύγχυση, μεταξύ παρόντος και θέλω, απραγματοποίητων».
Κάποτε ξεφορτώνεσαι την περιποιημένη αναμονή. Απλά ζεις το τώρα. Ευχαριστείς για ότι κοντινό σε νοιάζεται. Ίσως επαναπαύεσαι σε υποκατάστατα. Κρατώντας μια ανθοδέσμη υγείας, που είτε ομοιάζει θελκτική, είτε πιστεύεις πως τίποτα δεν είναι ικανό, να τη συμπληρώσει, οπότε βρίσκεις κάτι που σου μοιάζει.
Ίσως ένα δέντρο με πυκνό φύλλωμα που απαιτεί μόνο, σεβασμό. Όχι προσοχή.
Δεν θα κερδίσεις τίποτα, αν δεν κόβεις τους καρπούς, κάθε σημασίας. Αυτό σου δώσαν κείνες οι ευχές. Η συναναστροφή ανά πάσα ημέρα. Η ξεχωριστή αύρα. Η παρέα που σου δίνει η έμπνευση, γιατί είναι ότι έχεις ανάγκη, μες σε τόση μοναξιά.
Η ικανότητα να πεις: μια γυναίκα δύναται να αισθάνεται μόνη. Να το συνηθίζει. Ν’ ανάβει κεριά, μόνη. Να τρώει, βλέποντας κάποια ταινία. Ίσως γιατί δεν έδωσε σε κάποιον, δεύτερη ευκαιρία. Κι ας την πρόσφεραν υπόσταση σ’ ένα γραπτό, μόνο και μόνο για να την τιμήσουν ως θηλυκό; το υπέρτατο, σαρκικό ον, στο σύμπαν το ίδιο, γεννώντας μες απ’ το σώμα της, ένα σύμπαν νέο, που η ίδια θα διαμορφώσει.
Αρκεί ν’ ανάψει τη σπίθα αυτή, ένας άντρας.
Η φωνή του στο ακουστικό της, σπίτι της.
Η ευγνωμοσύνη να σε νοιάζονται. Να εκπληρώνεται κάθε ευχή. Το δέντρο θα βρίσκεται εκεί που το αφήσαμε. Το ευχαριστώ το ανασύραμε σπάνια. Η ζεστή καλοσύνη που αποδιώχνεις, ίσως ξεχάσεις πως είναι, προσπεράσεις. Ίσως τη νοσταλγήσεις. Ίσως σου φανεί άδεια, γιατί και αύριο θα σταθείς στο εξωτερικό παρουσιαστικό. Θα νιώσεις τυχερή που αναπνέεις, που ζεις, που απέχεις από άτομα που είναι ολόκληροι-λέξεις. Μόνο αυτό. λέξεις που μιλάνε ή άλλο χέρι, τις οδηγεί σε ένα ακόμη άκακο παρόν που επαναλαμβάνεται, μα εσύ, είτε δεν είσαι, “εδώ”, είτε κατέβασες ρολά, στο δικό σου σύμπαν, που μυρίζει κλεισούρα.
Αυτές είναι οι μεγάλες προσδοκίες.

Γεράσιμος Μηνάς 2007
Μια φορά την εβδομάδα

Ζώντας στην εποχή της ασυδοσίας, ως προς την τιμή σε πωλούμενα αγαθά, θα ‘πρεπε εμείς οι απλοί πολίτες, ανά γειτονιές, να δραστηριοποιηθούμε, αναβιώνοντας σε πλατείες ή σε πυλωτές, εκείνο το παλιό σύστημα συναλλαγής: ενόσω δεν υπήρχε νόμισμα. Ο ένας παρήγε π.χ. γάλα, το αντάλλασσε με λάδι ή κάποιο αντικείμενο, που δεν έβρισκες εύκολα, σε χ ψ τόπο. Σε σύγχρονη εκδοχή, ανταλλαγής προϊόντων, εμένα μου φαίνεται, ως η πλέον άμεση λύση σε όποιες ελλείψεις μας. Θα το δούμε, πιστεύω, να ανταλλάσσουν οι άνθρωποι, τα προικιά τους, για χ ψ ποσότητα πετρελαίου θέρμανσης, αν έχουν περισσέψει ή το διαθέτει ο γείτονας. Δε θα το δούμε σε λαϊκές, γιατί εκεί, η επιθυμία κέρδους, είναι τρομακτικά ενθουσιώδης: πιότερη η πώληση: τι μου λες, τώρα; να μου δώσεις κάτι, να πάρεις κάτι άλλο, ως αντάλλαγμα; Που ζεις; Σε κοιτά το στρυφνό πρόσωπο του πωλητή που ο πάγκος του παρίστανε τη βιτρίνα καταστήματος.
Ως γνωστό, διαφορετικά υπολογίζει ο αγοραστής, την αξία ενός πράγματος, και αλλιώς ο πωλητής, που το πιθανότερο, συχνά, να διαθέτει κακή ποιότητα, αγαθών.
Οπότε καλό είναι, ας πούμε κάθε κυριακή ή κάθε δέκα, ημέρες, ξεκινώντας ανά γειτονιά, λίγες ώρες, να μαζεύονται οι περίοικοι, ανταλλάσσοντας γι’ αρχή, είδη ίδιας χρησιμότητας. Π.χ. μια μαμά δίνει τα μωρουδιακά που φύλασσε για 3, 4, χρόνια, λαβαίνοντας δυο παντελόνια για τον άντρα της και κάποιο άλλο ρούχο, για την ίδια. Λέμε τώρα. Η τάδε δίνει 15 από 23 ζευγάρια, παπούτσια, που έκρυβε σε κάποια αλουμινένια ντουλάπα, το πιθανότερο, στο μπαλκόνι, παίρνοντας ως ανταλλαγή, κάτι που συμφωνούν επί τόπου, οι δυο άνθρωποι. Σου λείπει μια κουβέρτα κι ένα ζευγάρι σεντόνια, προσφέρεις το λοιπόν, δυο ή τρία, δίλιτρα μπουκάλια, κρασί, παραγωγής σου. Ας δούμε το δίνω και το παίρνω, φορές, ως πρόσκαιρη κάλυψη μιας ανάγκης, παρά να μας μείνει ως κέρδος, κάτι. Με το συλλογισμό, κατά τη συναλλαγή, πως δεν αποχωριζόμαστε κάτι πολύτιμο. Όλοι εμείς που καλύπτουμε πρόσκαιρες, αγοραστικές, ανάγκες, ψωνίζοντας από τοπικά ψιλικατζίδικα όπου έχουμε πιθανόν, αναπτύξει σχέσεις φιλίας, ας ρίξουμε αυτή τη πρόταση. Άλλοι συμφωνούν με τον/την, ψιλικατζή, να κολλήσουν μια ανακοίνωση στο τζάμι, ας ρίξουν οι πιο τολμηροί, που δεν είναι ρατσιστές, την πρόταση ενός ανιδιοτελούς παζαριού, ως παρουσία, μια φορά την εβδομάδα, στη γειτονιά. Πόσοι άνθρωποι θα επικοινωνήσουν, φιλίες θα δημιουργηθούν, πόσο απλή είναι ή ενδέχεται να είναι, η ζωή και η κοινωνικότητα. Ας φέρουμε στα μέτρα της απλότητας, την κοινωνικότητα. Ας δώσουμε ένα μήνυμα στους φαύλους του κεφαλαίου, πως τα πράγματα, φυσικά, θα οδηγηθούν σε δωρεάν λύσεις. Όλου αυτού που αναλύω, τόση ώρα.
Ως το μόνο ελεύθερο, πλέον, χώρο, κίνησης των πολιτών: οι πυλωτές, ας γίνουν σταγόνες ζωής και προσφοράς, κυρίως συναισθημάτων, που είναι κάτι που κανείς δεν παραδέχεται. Όχι γιατί περιμένουμε να μας φερθούν όπως φανταζόμαστε! αλλά γιατί δεν το εκφράζουμε. Δεν ξέρω. Πολύ σιγουριά έχει πέσει εκεί έξω. Κι είναι αλήθεια, ανησυχητικό.
Πόσα πράγματα έχουμε σπίτι μας, που δεν χρειαζόμαστε. Πόσο καλύτερο θα ήτανε να τα ανταλλάξουμε, παρά να φορτωθεί η χωματερή, ή να ταλαιπωρήσουμε τους εργάτες που μαζεύουν τα σκουπίδια μας, για άλλη μια φορά, με όγκο και βάρος, που καταπονεί την αντοχή της χειρωνακτικής τους, εργασίας. Άλλος δίνει κάποιο πίνακα. Αποχωρίζεσαι μια εγκυκλοπαίδεια. Ορισμένα χειροτεχνήματα σου. Ανακαλύπτεις χαρούμενες συναλλαγές, ανταλλαγές. Κοίτα να δεις που βρήκα ότι χρειαζόμουν: δυο τρία, καλά, βιβλία: προσφέρεις εσύ, κάτι άλλο. Ίσως λίγες ώρες απασχόλησης, φροντίζοντας ένα ηλικιωμένο πρόσωπο που έχει ανάγκη. Άλλος δανείζει για ένα μήνα, το εξοχικό του, και εκτός περιόδου διακοπών. Ίσως απλά το διαθέτει, χωρίς αντάλλαγμα, επικοινωνώντας με πρόσωπο που πιθανόν μπορεί να εμπιστευτεί, κοιτάζοντας τα μάτια, ή λαβαίνοντας περαιτέρω πληροφορίες από το ..κέντρο ενημέρωσης.. τον/την, ψιλικατζή, που όπως και να το κάνουμε, είναι ένας/μία, εξομολογητής/τρια. Θέλεις να δανείσεις την τηλεόραση σου σε πρόσωπο που νοσηλεύεται σε κάποιο νοσοκομείο. Όχι όχι, δεν θέλω αντάλλαγμα. Απλά ευγένεια. Μια κυρία ανακαλύπτει μια ραπτομηχανή που χρειάζεται: είτε διαθέτει ώρες για να καθαρίζει για λίγο καιρό, σκάλες στου ατόμου που επικοινώνησε, ή προσφέρει, μόνη της, κάτι άλλο. Πιθανόν μια αντίκα, έπιπλο.
Ας ξεφύγουμε από τα στενά, εγωιστικά, πλαίσια, του εαυτού μας, κι ας δώσουμε έναν νέο χαρακτήρα σε μια άσχημη πόλη, όπου ο πόνος είναι φανερός. Με τους περισσότερους να κρύβουν την ανησυχία τους, για το ίδιο τους το μέλλον. Ας υπερβούμε το επιφανειακό, παράλληλα με την πλύση εγκεφάλου που χαρίζει αφειδώς, η τηλεόραση και τα πρότυπα τελειότητας, των Μ.Μ.Ε. Ας ξεκινήσει ένα τέτοιο παζάρι, από λίγους. Σιγά σιγά, θα πάρουν θάρρος και άλλοι. Ας ξεχάσουμε για λίγο, πως θα μας εκμεταλλευτούν ή θα μας πλησιάσει κανένας παλιατζής, ας πούμε, κείνη τη στιγμή. Ας αποχαρακτηρίσουμε την αρνητική μας σκέψη, κι ας βαπτιστούμε επιτέλους, άνθρωποι. Δεν νομίζετε πως είναι καιρός;

Γεράσιμος Μηνάς 2007


Ένα ακόμη ραντεβού

- Πονάς;
- Επιμέρους, ανά σημεία.

- Όχι σ’ αυτό το χέρι!
- Γκρινιαρούλη.
- Είμαι.
- Αγόρι μου εσύ.
- Λατρεμένη.
- Με πειράζεις;
- Αστειεύομαι.
- Θα μείνουμε μέσα; Ρωτά εκείνη.
- Δεν χάρηκες που ήρθες; Ρωτώ με τη σειρά μου.
- Πάντα.
- Κοίτα η τσαχπινογαργαλιάρα! Γελώ με αυτή στην T.V. (τέλος στη μοναξιά).
- Ξεγνοιασιά.
- Ναι. Έλα να σε πάρω αγκαλιά –χαμογελώ.
Πλησιάζει.
- Μπορείς;
- Δεν πονώ τόσο.
Γελώ.
- Πλάκα έχει.
- Τρελά κέφια, χαμογελά η παρούσα.
- Ναι, γλυκιά μου. Κανάκεμα, κανάκεμα.
Βαρά παλαμάκια.
- Πεινάς;
- Όχι τώρα, αποκρίνεται.
Μ’ αρέσει όταν είναι τρυφερή.
Είναι ωραίο να έχεις την παρέα που επιθυμείς.
«επιθυμώ να σας γνωρίσω»
«θα με συναντήσετε το συντομότερο»
«ευχαριστώ»
«φιλάκια»
Ξεσπώ σε τσιριχτά γέλια.
Ώχ, το χεράκι μου.
Κάποιου η γραμμή, κόπηκε.
Τον έφαγε η μαύρη τρύπα του ΟΤΕ.
Κάτι πρέπει να ‘χει κάνει, αυτή, σήμερα. Τι σκέρτσο. Τι νάζι. Ωραία περνάμε, εμείς οι τηλεθεατές.
- Διασκεδάζεις;
- Ναι, απαντώ. Χαρούμενη αυτή –δείχνω.
- Όντως.
Χαιδεύω τα μαλλιά της γυναίκας-σχέσης μου.
- Πονά το ποδαράκι;
- Λίγο.
Ξανά ξεσπώ σε γέλια.
- Δώσε.
«Μη μου θυμώνεις μάτια», συνοδεύω με την ιδιαίτερη χροιά-φωνή, τους παρουσιαστές. Ανατριχιάζω.
«Και με γλυκό χαμόγελο, μια καληνύχτα πες μου».
Καινούριοι άνθρωποι –μεσήλικοι- καλούν, ζητούν, σύντροφο.
- Να κοιμηθώ εδώ;
- Ναι, καρδιά μου –συγκαταβαίνω.
Μια ψυχολόγος ζητά άντρα.
Γελώ δυνατά.
- Πεινάς; Ρωτώ.
- Όχι, απαντά μαλακά, μαλακά.
Κάποιος παίρνει απ’ τις …Μπαχάμες. Ξεκαρδίζομαι.
Δεύτερη φορά.
«Γαρύφαλλο στ’ αυτί», ερμηνεύεται στο συνθεσάιζερ.
Γελώ δυνατά, πάλι.
- Δεν αναφέρουν ενδιαφέροντα.
- Ναι, συμφωνώ. Μόνο διαστάσεις (εδώ δεν ζητάνε …γουρούνι στο σακί).
Κάτι λέει αυτή, στην T.V.
- Εγώ είμαι νόστιμος;
- Μιαμ μιαμ, με πειράζει.
«όλοι οι αριθμοί τηλεφώνων, στον αέρα!».
«είσαστε και άδωνις;»
Ξεκαρδίζομαι.
Που καταντά ο άνθρωπος (λένε οι ειδήμονες).
Τι ωραία που είναι, η απλή παρέα από το ταίρι σου, (γελώ σιγανά, τώρα), έστω ως επίσκεψη στον προσωρινά άτυχο.
«θα σε πάρω να φύγουμε»
- Θα με πάρεις; Ρωτά, η μελαχρινούλα μου.
Ξεροβήχω.
- Αποφεύγεις;
- Σε πειράζω, μιλώ.
- Και βέβαια θα σε πάρω. Την γλυκύτητα δεν την αφήνεις.
Τα μάτια της. Η φροντίδα. Η αγάπη η ολοκληρωτική.
(πάει, 23:02).
- Νυστάζεις; Ρωτά.
- Σε λίγο.
Κλείνω τελείως, τη φωνή. Πρέπει να κλείσουμε το καλοριφέρ.
Το ψυγείο συζητά με τον εαυτό του.
- Θα σηκωθείς;
Σηκώνεται.
- Μην αργήσεις.
Όχι, κάνει νόημα με τα μάτια.
Μάτια μου.
Ήρθε. Κλειδώνει. Σβήνει το φως. Κλείνει την τηλεόραση.
Αλλάζει. Έρχεται κάτω από την κουβέρτα. Με ζεσταίνει με το σώμα της.
Μ’ ακούει που ανασαίνω.

Γεράσιμος Μηνάς 2007







Νέα
Χούντα,
Νέοι,
ΑΓΩΝΕΣ

Μπορείτε να τραγουδήσετε αγωνιστικά, τον τίτλο. Δεν σας παρακολουθεί καμιά κάμερα. Μην ανησυχείτε. Παραιτήσεις εδώ, παραιτήσεις παραπέρα. Ποιος κάνει τη δουλειά του, ποιος δεν την κάνει. Η πλύση εγκεφάλου, πως όποιος διαδηλώνει, παρανομεί! Αναρωτιέμαι πόσα λεφτά ακόμη, θα κλέψουν οι κρατούντες. Τέτοιο σκορπιοχόρι στον εγκέφαλο των πολιτικών, αλήθεια είναι αξιοτρέλαείναι και γυρίζει. Με αυτούς τους παντελώς προδότες, που έχουμε μπλέξει. Ας ξεκινήσουμε από το εξής: επέτειος Πολυτεχνείου. Λίγο πριν το μεσημέρι, η ΝΕΤ, από υποχρέωση και μόνο, δείχνει ένα βίντεο από εκείνη τη συγκλονιστική ημέρα, ως τη στιγμή που το τάνκ ρίχνει την πύλη, βάφοντας τη με αίμα αθώων φοιτητών. Η μουσική επένδυση είναι δύο ξεφούσκωτα από μεταδιδόμενη αγωνιστική κίνηση, Ελληνικά τραγούδια, στην αρχή και το τέλος. Ενδιάμεσα ακούμε αμερικάνικα της ..εποχής, τραγούδια, 6 ή 7, χαρούμενα! Ώστε ότι βλέπεις, να σου γίνεται πλύση εγκεφάλου, προφανώς, αλλοίωσης κάθε αγωνιστικού πνεύματος, ώστε να αποδεχτεί ο λαός, τελικά, το νόθευμα της ιστορίας μας, στα σχολικά βιβλία. Αβγαταίνοντας η απαξίωση για το τι συνέβη στο ..παρελθόν. Ενώ ήταν ισχυρός ο αντιαμερικανισμός των φοιτητών, μες στο Πολυτεχνείο, η ΝΕΤ, μας κάνει πλύση εγκεφάλου, προβάλλοντας ακριβώς το αντίθετο! Φυσικά το Κράτος, με όργανο το κανάλι της Βουλής, απαξίωσε να δημιουργήσει μια εκδήλωση μέσα στο Κοινοβούλιο. Αφού δεν πρέπει να μαθαίνουμε να είμαστε θετικοί, ούτε να διδασκόμαστε από κάτι που μπορεί διαχρονικά, να είναι επίκαιρο.
Πότε θα ξεσπάσει ο λαός, σήμερα, και θα πάρει αμπάριζα, κοινοτάρχες και βολευτές, που θα μειώσουν τις συντάξεις της γιαγιάς και του παππού. Μήπως και καταφέρουν να δώσουν εκείνη τη ποταπή! Αύξηση των 1000 ευρώ, στους συνταξιούχους βουλευτές, που οι κακομοίρηδες τώρα πληρώνονται με 4300 ευρώ. Και πως θα πάει η γυναίκα του τάδε και του δείνα, σε γκλάμουρ ρεστωράν, εκεί που φτάσανε οι τιμές. Μπουχού. Καλά κάνει και τους τα χώνει ο Λαζόπουλος.
Σε αυτή τη χώρα δεν ξέρεις ποιος είναι το καλό κόμμα, το κόμμα του λαού.. και ποιος λέει ψέματα: παρακολουθούσα τη φαγωμάρα, από την προηγούμενη επέτειο, της 28ης Οκτωβρίου, πως πολέμησαν μόνο οι κομμουνιστές, τον εχθρό. Έως το γενικά –και μόνο- αντιαμερικάνικο πρόσωπο, πολιτικής, που πουλά το ΚΚΕ, και ο Σύριζα, αφού κάθε αγώνας και διαδήλωση, πρέπει να συνοδεύεται από σημαία κόμματος. Κάπως έτσι ψηφίζουν οι περισσότεροι, άλλους, που διατηρούν αθόρυβα, ένα προφίλ: υπέρ του λαού. Εκείνοι τα έχουνε μπλέξει, ορισμένοι δημοσιογράφοι, πάλι, δεν είναι σταθεροί στις πεποιθήσεις τους. Πότε υποστηρίζουν την Νέα Δημοκρατία, πότε, της επιτίθενται. Πότε ακούω απόψεις του τύπου: ας υποχωρήσουμε π.χ. στην εκμετάλλευση του ορυκτού μας πλούτου, από ξένα κεφάλαια, αν είναι να κερδίσουμε κάτι, μετά από 30 χρόνια! Μια ασάφεια για το ποιος έχει δίκιο, αν ακούγεται μια φωνή αλήθειας, εκεί έξω, ως επαγγελματίες της ενημέρωσης. Αν υποστηρίζουν την λαϊκή ειρήνη και καλή γειτονία. Κατόπιν ακούς τον Μακεδόνα! Πρωθυπουργό, να λέει τα Σκόπια, πρώην γιουγκοσλαβική δημοκρατία, της μακεδονίας! (Μακεδονίας σου λέει!!!). Σ’ εσένα το λέει, να το χωνέψεις πως τελείωσε το πράγμα. Εδώ χρησιμοποιούν αυτόν τον όρο, στο κανάλι των κομμουνιστών –που βγαίνουν τόσο χαρούμενοι, στο γυαλί.
Σε αυτή τη χώρα, κάποιος πρέπει να κατευθύνει, κάποιους. Δεν πρέπει ατομικά, ο καθένας, να σκέπτεται, διαφορετικά ξεαραχνιάζει τη μνήμη του, αποκτώντας αγάπη για την Πατρίδα. Ποιος; Πολιτικά κόματα, περιοδικά. Η γενιά του κλαψουροτράγουδου: αλήθεια περιμένει κανείς από μια τέτοια γενιά, ν’ αφιερώσει χρόνο και σθένος, βγαίνοντας μαζικά, στους δρόμους, να διαδηλώσει; Εμένα, η σιωπηρή αντίδραση των μαυροφορεμένων Bloggers, εμπρός στην Βουλή, για τα καμένα δάση, δεν με έπεισε. (Εννόησες το αόριστο της αναφοράς ή επισήμανσης;). Είναι η τακτική: ρίξε τα συνθήματα σου, με ηρεμιστικό όμως, στόχο. Εντάξει, πες ότι έχεις να πεις, μα απαγορεύεται στα Μ.Μ.Ε. να θίγουν ορισμένα, συγκεκριμένα, πρόσωπα –συνήθως ιδιώτες επιχειρηματίες. Από εκείνους προφανώς, που συνεργάζονται με τους ξεφούσκωτους συνδικαλιστές, εργαζόμενους, για λεγόμενα δίκαια, του λαού. Αλήθεια ποιον κοροιδεύουν;
Ετούτη η γενιά, παρακολουθούν χαζοσειρές –με πλούσια, ειδικότερα, πρότυπα- στην τηλεόραση. Με γενικά, αόριστα, συναισθήματα. Αναρωτιέσαι αν συμβαίνουν στ’ αλήθεια, ανάλογες περιπτώσεις. Μια γενιά που καπνίζουν, πίνουν, ξενυχτάνε. Η γενιά που θησαυρίζει χ ψ εταιρεία, κινητής τηλεφωνίας, με αποστολή sms, αλλά κατά τ’ άλλα, όσον αφορά τις κεραίες τους σε ταράτσες πολυκατοικιών, μέσα σε κατοικήσιμες περιοχές, κανείς δεν αντιδρά. Η γενιά που έχει ως δεκανίκι τους γονείς, αρκεί να βοηθιούνται οικονομικά. Γενιά επαναπαυμένη. Νευρασθενική. Βρίσκουν το καλό και αποχωρούν. Το στομάχι ουρλιάζει: πρόχειρη τροφή, επιθυμία για νέου είδους γεύματα, διασκεδάσεις, ταξίδια κλπ. Όλοι χρεωμένοι. Απαθής, ανενημέρωτη, γενιά. Αγοράζει πακέτα κινητής τηλεφωνίας, από χ ψ εταιρεία, που παρακολουθούσε το κινητό του Πρωθυπουργού. Ξεχνάμε οι Έλληνες. Τα έχουμε όλα, γραμμένα, πιο ουσιαστικά. Θεαματικά, ίσως είναι μια πιο ..ωραία.. λέξη. Για την κατάντια του νεοΈλληνα, που δεν διαβάζει. Δεν σκέπτεται. Δεν ελέγχεται. Γενιά των ορμονών και της καλοπέρασης.
Τίποτα δεν μετέδωσαν οι άλλοτε αγωνιστές, του Πολυτεχνείου, ως γονείς, στα νέα ενήλικα τέκνα που απλά τα κλώτσησαν στον κόσμο, και τίποτα περισσότερο.
Απλά χαρακτηρίζουμε γραφικούς, τους ενεργούς πολίτες: «Να πάω εγώ, να καθαρίσω το τάδε ρέμα, ή τη τάδε, παραλία; Αυτό είναι δουλειά του δήμου;». Κι εγώ το έχω πει, το παραδέχομαι.
«Εγώ να διαδηλώσω; Εξουσία είμαι;»
«Χούντα; Αυτό συνέβη στο παρελθόν! Σήμερα είναι ..όλα.. δίκαια και δημοκρατικά». Όπως δήλωσε και μια πολίτης, σε γρήγορη συνέντευξη, στο δρόμο: να ‘ναι καλά ο τάδε που σατιρίζει, γιατί αν τα πούμε εμείς, θα βρούμε και τον μπελά μας!!
Τάχιστα, η σημερινή… γενιά, πλησιάζει σαράντα. Αρχίζει ν’ ανησυχεί, αν βρήκε την ευτυχία, αν καταφέρνουν, μόνοι τους!! να προστατεύουν την οικογένεια τους. Εφόσον φυσικά πάνε όλα, ρολόι, διαφορετικά, χωρίζουμε. Πέτυχαν επαγγελματικά. Πρόλαβαν να ξεχειλώσουν τις διασκεδάσεις τους; Έζησαν εμπειρίες; Μη φανούν σε μειονεκτική θέση, απέναντι σε γείτονες τους, ειδικά.
Γραφικοί όσοι ενημερώνονται, ψυλλιάζονται καταστάσεις. Ενοχλούν με τις ιδέες τους. Αφιερώνονται, εκτός μιμητισμού.
Ενοχλούνται τα παχύδερμα με τις μίζες και το προδοτικό, παρελθόν.
Το ΠΑΣΟΚ περνά, υποτίθεται, κρίση.
Θυμάσαι;
Η τακτική της αόριστης αναταραχής.
Έτσι, να αποσπάται η κρίση του λαού. Πρόβατο να μένεις. Μη γκρινιάζεις. Μην ενοχλείς. Μην οργανώνεσαι σε μαζικούς αγώνες. Που πας, καραμήτρο, με τέτοια ακρίβεια. Θες και απεργίες!!
Ξαφνικά γέμισε η Αθήνα από ζητιάνους. Εννοείται, μακριά από το Δημαρχείο της πόλης, αρχαιολογικούς, χώρους και άλλα τουριστικά ..ιδεώδη. Εννοείται, επιτρέπονται, μες τον κλοιό, διμοιριών των ΜΑΤ, που τεμπελιάζουν, σε δρόμους π.χ. γύρω από το Μουσείο (Πατησίων). Κάνουν κι αυτοί τον αγώνα τους! Ο εκφοβιστικός τους, ρόλος, που συνήθως τους παρακολουθούμε, σε σειρά πίσω ο ένας ΜΑΤατζής, απ’ τον άλλο, ..συνοδεύοντας.. διαδηλωτές. …Προστατεύοντας τους. Όπως εκείνη η σκηνή, να διαδηλώνουν παιδιά με γονείς, στο δρόμο, να σταματά ένα περιπολικό, στην πορεία τους, πάνω. Ως εκφοβισμό, στα ανήλικα! Να εκπαιδεύονται να φοβούνται να παλέψουν να έχουν αξιοπρέπεια. Π.χ. μη κάνοντας μάθημα σε κοντέϊνερ ή σε άθλιες, σχολικές, αίθουσες.

Γεράσιμος Μηνάς 2007













Ανακεφαλαίωση

Το ξέρεις ότι έζησες μια όμορφη ζωή. Αυτό τουλάχιστον χρειάζεται να το παραδεχτείς. Απέφυγες το τσιγάρο, τα ξενύχτια, το ποτό, τις κακές παρέες, τις ουσίες, τις κολλητικές αρρώστιες. Είχες και έχεις ανθρώπους που σε ανέχονται και σε στηρίζουν. Πρόλαβες ξέγνοιαστα, παιδικά, χρόνια, κι ας μην σου έμεινε τίποτα από τότε. Επειδή υπήρχε ασφάλεια. Έζησες τη χαρά της επαρχιώτικης διαβίωσης. Γνώρισες δυό τόπους. Βουνό και θάλασσα. Τα παιχνίδια που είχες, ήταν αρκετά, γιατί με πρόχειρα μέσα, έφτιαχνες δικά σου: η φαντασία σου, πλούτιζε εκείνες τις ώρες. Το μόνο σου λάθος, ήταν η ενασχόληση σου με τους υπολογιστές, αφού σου αυξήθηκε η μυωπία, αποξενώνοντας σε απ’ τους ανθρώπους. Όχι βέβαια πως το ίντερνετ τελικά, σε βοήθησε κάπου, αφού δεν ήσουν ποτέ, από τα άτομα, που θα συναντιόσουν έξω, σε μπάρ και κλάμπ, για ατέλειωτες ανταλλαγές, εμπειριών… Είδες πόσα προβλήματα, κατά τη χρήση του ίντερνετ, σου δημιούργησαν, κοινοποιημένα ονόματα και γνωστοί άγνωστοι, δειλοί, κρυμμένοι πίσω από εταιρίες και ιδιότητες. (Ανίκανοι να δημιουργήσουν οτιδήποτε). Αλλά εδώ κυνήγησαν τον Λαζόπουλο, στα πρώτα του βήματα στην Κρατική τηλεόραση, σατιρίζοντας το τότε ΠΑΣΟΚ. Πίστευες πως τώρα, οι γνωστοί άγνωστοι της κυβέρνησης, θα σε άφηναν να λες τη γνώμη σου; Δε βλέπεις τι διαφθορά κυριαρχεί …στην Ελλάδα; Τα Κρατικά σκάνδαλα μπαίνουν στο αρχείο: ομόλογα, χρηματιστήριο κλπ. Οι κακοποιοί των Ζωνιανών, είχαν ειδοποιηθεί από διεφθαρμένους αστυνομικούς, και την κάνανε, πριν κάνει έφοδο… η τίμια… αστυνομία. Τα ..τίμια Μ.Μ.Ε. αγνοούν τι σημαίνει ενημέρωση. Καλά κάνει το STAR, που οι ειδήσεις του είναι μόνο, show biz και αερολογίες. Αυτοί είναι οι Έλληνες τηλεθεατές και πολίτες. Γι’ αυτό και ξαναψηφίζουν τους γνωστούς άγνωστους, ξενόδουλους.
Τελικά μου φαίνεται, γενικότερα η συγγραφή, σε έκλεισε αναμεταξύ τοιχίων και εμμονών: Πόσες φορές έγινες ρεζίλι, όχι τόσο γιατί είσαι άνθρωπος (μη το πεις παραπέρα, χο χο), παρά γιατί δεν κοιτούσες καθαρά, καταστάσεις. Αλλά είπαμε, ο καθένας θερίζει ότι σπέρνει. Οι μεν και οι δε. Εσύ απλά φερόσουν, σύμφωνα με αυτό που σε έφτιαξαν: οι μεν και οι δε.
Κανένα ενδιαφέρον σου ή πεποίθηση, δεν κατέληξε σε κάτι σίγουρο, αφού σε κορόιδευαν για την ηθική ή την εμμονή… σου να έχεις δική σου προσωπικότητα. Θού κύριε…
Τα χρόνια περνούσαν. Ούτε εννοούσες, πως ζούσες. Ξέχασες τι σημαίνει εργασία. Βολεύτηκες. Τα απλά τα διαστρέβλωνες. Είδε και η τάδε, τη μοναξιά σου, και φοβήθηκε (σαν ορισμένες που παρεξήγησαν το δημιουργικό σου στυλ). Έπηξες στις θεωρίες, σε κουτάκια συμπεριφορών. Πότε σου δεν είχες δίκιο, διαφορετικά θα σε υποστήριζαν. Ίσως κάποτε, πρακτικά, εννοήσεις τα λάθη σου.
Δεν σε θλίβει αυτό. Πήξαμε στους σωστούς.
Είναι απλά η στιγμή να συζητήσεις με το παιδί, μέσα σου, που πίστεψε σε έναν, ευρύτερα, υπερπροστατευμένο, κόσμο. Τα παραδέχεσαι τώρα, που μπορείς. Που δεν πέφτουν, διαφημίσεις. Όχι. Δεν απολογείσαι για τίποτα. Βρίθεις από λόγια. Ο Θεός προτιμά, πράξεις. Κράτα για σένα, ορισμένες σκέψεις. Μη τις δίνεις σε δυνατούς, κάθε λογής. Τι ξέρουν αυτοί, από στέρηση. Οι γυναίκες, από ειλικρίνεια.
Θαύμασε τις από μακριά, αφού μια ζωή, τούτο επέλεγες. Από μόνος σου, είτε επειδή σε φτύσανε τόσες φορές, γιατί δεν τις κυνήγησες, να αποκτήσουν ορισμένες, εμπειρία με κάτι που μόνιμα, δε θα έχουν, ποτέ. Έτσι να λένε: με πρόσεξε ένας ποιητής. Αν είναι ικανές να εννοήσουν τι σημαίνει αυτό, πέρα από την εξωτερική εμφάνιση. Πόση φαντασία, αλήθεια, τους λείπει. Μα μη πικραίνεσαι, το ξέρω πως όχι. Τούτη είναι η μοίρα σου, ο σταυρός που κουβαλάς, γιατί δεν είναι γραφτό για όλους, να κάνουν οικογένεια. Να είναι άνθρωποι. Θυμήσου κάθε φορά, που επαληθευόσουν. Στιγμές που πίστεψες πως θα σε παίρνανε σε κάποια δουλειά, λόγω φιλοτίμου σου. Βαπτίσανε την τιμιότητα σου, μια ακόμη εμμονή. Τόσο καιρό, μόνος. Δεν πήγες κι εσύ, να πουλήσεις το παρουσιαστικό σου, να αποκτήσεις …εμπειρίες. Μόνο έτσι θεωρούν ίσο, τον δίπλα τους, σήμερα. Όπως το λέει ο τάδε… (που έχει κόντρα με τον Λαζόπουλο), στο ..τραγούδι του. Ή όπως το λέει η τάδε κοπελίτσα: «όλα είναι τα λεφτά. Έτσι μου είπε η μαμά, κλπ». Μα μη νοιάζεσαι. Το ποτάμι έχει ήδη πάρει, πολλούς. Όσοι έβρισαν και όσους πρόσβαλλες. Κάθε τι που αγνοείς και σε στοιχειώνει στον ύπνο σου. Γελάς όμως. Ναι. Μη δίνεις σημασία. Η πορεία σου ως εδώ, ήταν μόνο παρηγοριά, τρίτων. Επιμέρους αχαριστίας σου. Παρεξηγήσεων. Τους εχθρούς σου, να τους πολεμάς με κάθε μέσο. Σταθερό ή ξαφνικό. Όσους –γκρεμιστεί κανένας φούρνος- σε βοηθούν, να τους σκέπτεσαι ως άξιους. Να υπάρχουν. Οι υπόλοιποι απλά, θα θερίσουν, στην πιο εριστική ώρα, ότι σπέρνουνε. Δράση και αντίδραση είναι η ζωή. Αφού οι γνωστοί άγνωστοι, σιγοντάρουν τις ταξικές διαφορές. Η ώρα εν προκειμένω, καθενός, πρέπει να περάσει, ο καθένας, στην εμμονή του. Ναι, σωστά εμίλησες. Για σένα μόνο. Πρόσεξε το. Οι γυναίκες επιλέγουν μόνο όσους, δεν θα επιβληθούν στις ίδιες. Τις αγαπάς, το ξέρω –είναι αδύνατο να εννοήσουν, πόσο. Μα δεν είδες προκοπή, τόσο καιρό. Αλήθεια χάρηκες τίποτα; Δεν είσαι σίγουρα, από αυτούς που έχουν χρόνο, μέλλον, να θυμηθούν κάποτε, άξιες εμπειρίες. Αλήθεια σε φοβίζει τόσο πολύ, ο έρωτας; Δεν χάρηκες, καημένε, τίποτα.
Έναν χορό για δύο, μια εκδρομή, κάτι ανέμελο. Πότε πήγες τελευταία, σινεμά; Θέατρο; Σε έκθεση βιβλίου, στον πεζόδρομο κάτω από την Ακρόπολη. Τι είναι η ζωή, πέρα από το ποσό που πληρώνεται κάποιος. Πόσες φορές εκτέθηκες ή είπες: θ’ αλλάξω: ίσως γίνω ότι θέλουν οι γύρω μου: είτε 1) ένα κοιμισμένο ανθρωπάκι, που ανέχεται την ακρίβεια, και τους γνωστούς άγνωστους, είτε 2) ένας ακόμη ξενύχτης, που ανέχεται τον καπνό των καπνιστών, τη φασαρία γύρω ως φυσιολογική. Τις εμμονές των αχόρταγων (θού κύριε).

Γεράσιμος Μηνάς 2007
Στάσου

Σου γράφω με το πληγωμένο μου χέρι, αν μπορούσες, μόλις, γλυκιά μου, να το αγγίξεις, ή το λείο δέρμα της πλάτης, να μου πεις: είσαι νέος. Θα με δεις ως ολότητα, ή ως ράφια σε κάποιο σημείο, να φτάνεις, να επιλέγεις, αναλόγως τη διάθεση σου. Λίγη νεότητα. Λίγο θάρρος από τα παιδικά μου χρόνια, που η ζωή ήταν αυτό που φαινόταν. Ενθουσιασμός για μάθηση. Τι είναι αυτό που γίνεται δεύτερο δέρμα, στους ενήλικες, συγκρατώντας πλέον, υπό πίεση, κάθε πίδακα πηγαίου αυθορμητισμού. Όπως εκείνος ο ξαφνικός άνεμος, πριν τη βροχή, η λεία ζωντάνια της φύσης, να διαβάζεις πίσω από τις γραμμές. Τις ώρες που αποκαλυπτόμαστε, ενόσω άλλοι ταλαιπωρούνται με φριχτούς πόνους στο σώμα, στα κρεβάτια τους. Ελεύθερα τους αποκαλείς: αδέλφια μου. Αν ζούμε μόνο για να δίνει η παρουσία μας, χαρά, σε άλλο άτομο. Παραμερίζοντας τα βαθύτερα θέλω μας, σα να τα αποβάλλουμε με τον ίδιο μας τον οργανισμό.
Στάσου και κοίτα με για μια στιγμή.
Χωρίς υπερβολές.
Γιατί δεν μου φαίνεται περίεργο, μόνο από μέρους μου, να θέλω να σε τυλίγω με ότι μπορώ, μα να εκπλήσσομαι και στη παραμικρή, κίνηση σου, αγάπης;
Γιατί δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό.
Αν για σένα είναι όλα φυσικά, ή δίνεις γιατί σε γεμίζει.
Κάτι να προσθέσεις, προσωπικό σου, σε ράφι που έχει χώρο ή που φαινομενικά μοιάζει καταλυμένο. Πιθανόν η μαγειρική μιας νέας γυναίκας. Οι πινελιές στο νοικοκυριό, οι ευωδίες, ο ερωτισμός της. Η ζωντάνια σου. Η παρέα. Η ανάγκη μου να φτιάχνω ένα ποίημα, απαγγέλνοντας το σου, κατευθείαν, σε στιγμές μας, προσωπικές. Αν ήταν όλος ο κατανοητός κόσμος, οι χώροι ενός διαμερίσματος. Ακούγοντας τις τελευταίες βρύσες της βροχής να αδειάζουν. Διοχετεύοντας μόνοι μας, σύμφωνα με τη ρομαντική μας χροιά, τόνο στο φυσικό φως. 3: 39 μεσημέρι. Σα ένα διαρκές ηλιοβασίλεμα. Έχεις δει, ηλιοβασίλεμα;
Στάσου να το δεις. Χωρίς υπερβολές.
Πόσες φορές θα το απολαύσεις.
Ξεσκόνισε μόνο, κείνα τα ράφια
Κάθε αντικείμενο είναι ότι είναι, ως πιθανόν, να επιχειρήσουμε να το αντιγράψουμε.
Ένα από τα χαρακτηριστικά που μας κέντησαν μαζί. Παραστάσεις στον πίνακα και σε κάθε πίνακα της ζωής, που λέμε: ταιριάζει εκεί. Συμφωνώντας με επιμέρους συμμαχίες, αν η ζωή είναι συμβιβασμός, εκτός από το ν’ ανακατεύονται, οι άλλοι. Ή όχι;
Πιθανόν τα νέα ποιήματα, που παρατώ κάπου, μη καθαρογράφοντας τα. Συ τα αρπάζεις, συ τα κρατάς σα σε κασελάκι, στοργικά, και μ’ αυτά σε βλέπω να μετακινείσαι, ως το μόνο ζεστό σημείο, στο οίκημα. Μια ευγενική μορφή που δίνει ονομασίες σε καθετί, γύρω. Ότι , μας εξυπηρετεί. Ονομάζοντας εσύ, το τώρα, το παρόν, ότι είναι διατεθειμένο να φύγει. Χωρίς υπερβολές (το πληγωμένο μου χέρι). Ένας μονόλογος. Το ξεραμένο του αίμα. Στο λείο δέρμα που αναμένει το ξαφνικό ενδιαφέρον. Σαν άνεμος ξεσπά ένα γέλιο. Για το γόνατο που δε λυγίζει. Τις μέρες τις γιορτινές που πλησιάζουν. Ότι ωραίο που πρέπει χωρίς υπερβολές, να εκθειάζεται. Να ακούσω πως γελάς. Η ηρωίδα σε κάθε μου γραπτό. Σα φωτοσκιάσεις ανά χρονική στιγμή. Χρώμα νέο ή εμπειρία. Γέλα να σ’ ακούσω πως χαίρεσαι. Με ένα γύρω από μένα, όπως το φαντάζεσαι, με οτιδήποτε σταθερό, γύρω. Ο χρόνος έχει την ίδια ηλικία μ’ εσένα.
Όχι, δεν με πονά, τώρα, η παλάμη.
Δεν θα άλλαζα τίποτα, στην πορεία μου έως τώρα.
Αν βρεις όλα μου τα κομμάτια, συνθέτοντας τα, σωστά. Σε κασελάκια, ράφια, κρύπτες, αληθινές, υλικές, νοητές, περάσματα του νου που συζητούν, γιατί η στιγμή, πρέπει, ναι, πρέπει να είναι ξεχωριστή. Γράφοντας. Ως το αντίδοτο σε κάθε στυφό, γύρω. Που ολοένα εντείνει ένα έλκος. Η ζωή χωρίς τέχνη. Χωρίς ζωή; ρώτησες.
Η ηρεμία, χωρίς την αγάπη σου, μεσημέρι, πλάι, στο στρώμα.
Με ζεστό, αχνιστό, καφέ, δημιουργώντας όνειρα, ή απολαμβάνοντας κείνο το τώρα, παρακολουθώντας μια ανθρώπινη ταινία. Ξεκουράζοντας τα κουρασμένα μέλη. Τα νέα ακόμα.
Θα είμαστε πάντοτε, νέοι;
Η παρουσία σου απάλυνε τον σωματικό πόνο.
Ο ανθρώπινος σκελετός, τούτου του γραπτού.
Να σε θέλουνε.
Σαν αχνιστό, βρασμένο μόλις, αβγό. Χαμογελάς;
Εγώ φιλώ το εσωτερικό της παλάμης σου.
Με υπερβολή.
Στιγμή και ανάσα.
Ειλικρινά. Δίχως ψέματα.
Θα σταθείς;

Γεράσιμος Μηνάς 2007

Η λογική στη ζωή

Φαντάζομαι αρχίζεις να σκέπτεσαι λογικά, από τη στιγμή που η παραμικρή παράκληση, χ ψ ατόμου, δεν ξυπνά μέσα σου, μία κατάρα. Δεν έχεις καν, τέτοια επιθυμία. Πλέον.
Πάντοτε αηδίαζα με το ρεαλισμό. Ναι. Θα το πω. διαφορετικά παύω ολόκληρος. Δεν μπορώ ούτε να γράψω. Λογικά; Ρωτάς. Εκ πρώτης, αυτά τα μικρά αρθράκια αγάπης και στοργής που έχετε πιθανόν διαβάσει, σε προηγούμενους μήνες. Άντε να γράψεις π.χ. παραμύθι για παιδιά, αν χρησιμοποιήσεις την αηδία της αύρας του ρεαλισμού. Θα μου πεις: χοντρά και άσχημα λόγια χρησιμοποιείς για την πραγματικότητα, γύρω μας. Όχι, δεν ζω σε καμιά φουσκάλα ονείρου (χαμογελώ), ούτε όμως θα πέσω στα νύχια της ρεαλιστικής σας διαβίωσης, γιατί τότε θα θελήσω να ζήσω τη ζωή, παρά να ..γράφω γι’ αυτή, χε χε. Τι να ζήσω άραγε; Τα μπουζουκοτράγουδα που έχουν γίνει, ένα, με την Κοινωνία; Ή να αρχίσω να σκέφτομαι λογικά… ώστε να τηρώ..τις..ώρες κοινής ησυχίας; Γιατί μόνο εγώ, στη γειτονιά; Σκέφτονται όλοι.
Θα ήταν πολύ ωραίο παραμύθι για ενήλικες, να αρχίζαμε να συμφιλιωνόμαστε μεταξύ μας, επιστρέφοντας σε παλαιές συναντήσεις, έτσι, για την επίσκεψη. Ή για να πουλήσουμε πως είμαστε λογικοί-συμμορφωνόμαστε με το τώρα, ενώ μας χωρίζουν ένα σωρό ..κομπλεξικές.. διαφορές. Δεν ξέρω αλήθεια, πως την έχεις δει.
Επιθυμητή η λογική να κινείσαι στην πόλη, σύμφωνα με την αγοραστική δύναμη του δικού σου πορτοφολιού, ναι, συμφωνώ, θεμιτό μου ακούγεται. Να δεις πως βγαίνουν τα ρημάδια τα ευρώ ή ότι πλέον πρέπει να κάνεις οικονομία, γιατί διαφορετικά..
Η λογική είναι σήμερα, μια παρεξηγημένη έννοια. Άλλοι θεωρούν λογικό ενώ πρέπει να ξυπνήσουν στις 5 το πρωί, να πηγαίνουν για ύπνο, μετά τα μεσάνυχτα. Βάλτο αυτό ως καθημερινό πρόγραμμα κι αν δεν τρελαθεί το βιολογικό σου ρολόι…
Θα ήταν αλήθεια μια πολύ ωραία ουτοπία, ή θα ζούσαμε πράγματι! στην ονειροφαντασία, αν αποφασίζαμε να φερόμαστε όλοι, λογικά. Όχι γιατί κάποιος άλλος, εκ των άνω, θα έπρεπε να βγει ψεύτης, απλά γιατί θα ήμασταν όλοι ίδιοι και ίσως δεν θα ξέραμε να προφυλαχτούμε, αν …ένας… δεν φερόταν λογικά. Π.χ. κάποια εταιρεία κινητής τηλεφωνίας, που πουλάει σταθερό νούμερο, τι έκανε λέει;!… Να σκεφτεί να βάλει μέσα στο hardware της συσκευής, και για γρήγορο ίντερνετ, τσιπ που θα καταγράφει συνομιλίες ή θα στέλνει πληροφορίες σε κρυφά αφεντικά. Φαντάζομαι κανείς έως τώρα, δεν έχει παραπονεθεί, ενώ έχει στείλει 50 sms, πως στον κόρακα, του ήρθε λογαριασμός για 80. Φαντάζομαι.. γιατί μερικά μηνύματα σας ήταν εκθέσεις! Όπως παρατηρείς, αναγνώστη, κυριαρχεί η γενική λογική, του λαού, και οι κρυφές τακτικές, ..λογικής, ιδιωτών ή θεσμών του Κράτους. Θα μου πεις, ας χρησιμοποιούμε εκείνες του λαού, εφόσον φυσικά δεν μας χρεώνουν κρυφά, άτομα που θέλουνε, λογικά, να πλουτίσουν. Όπως πράττει το Κράτος με τα πάγια στους σταθερούς λογαριασμούς. Αλήθεια με ποιο δικαίωμα. Η γιαγιά που παίρνει σύνταξη, 350 ευρώ, το μήνα, να δίνει τα πάγια για ρεύμα, νερό, και τηλέφωνο; Πόσο είναι αυτά; 100 ευρώ; Έχουμε τρελαθεί εντελώς; !!
Ούπς, εδώ μιλάμε λογικά. Συγνώμη.
Το δίκιο του δυνατού. Ούπς, του δυνάστη ήθελα να πω. Ούπς, εκείνων που καλύπτει το Κράτος. Ώχ ώχ ώχ, του τίμιου επιχειρηματία… (μάζεψε τα, τώρα, χ αχα χα).
Να μην λέω πολλά και κουράζω με την προσωπικότητα μου, sorry… (χαμογελώ). Θα ξαναπώ πως αισθάνομαι αποτροπιασμό και αηδία για το ρεαλισμό, μόνο που θα έρθουν εκείνα τα λεπτά να με τυλίξουν, με την αποφορά τους! Για τους υπόλοιπους που έχουν αντίθετη γνώμη, καλή περαιτέρω μείωση της πνευματικότητας, εύχομαι. Οξυδέρκεια είπες;
Φαντάζομαι… λογικό είναι, να ακούς στην τηλεόραση, το χ ψ άτομο να κλαίει, και να μην κάνεις τίποτα, ενεργά, για αυτό. Αλλά είπαμε, πήξαμε σε λογικούς και κοινωνικά δραστηριοποιημένους…

Γεράσιμος Μηνάς 2007
Γράφει στο ημερολόγιο της

«Από ποιον να πιαστώ;
Σε ποιον ώμο να κλάψω; Ποιος θα με καταλάβει;
Ποιανού το βλέμμα δε θα λυγίσει, δε θ’ αποστραφεί, εμπρός στον ψυχικό μου πόνο; Ψελλίζοντας το όνομα μου: Αννούλα. Αν καταφέρω να ξεφύγω από το μένος του πατριού, που υποστηρίζει η μάνα μου. Με ποιο δικαίωμα όταν μπαίνει στο σπίτι, κάνει μια χειρονομία σα να θέλει να με χτυπήσει, ο αγροίκος, χαμογελώντας σαρδόνια. Προσπαθεί να επιβληθεί στην ίδια μου την ψυχή, μες σ’ ετούτο το σώμα, που σπαρταρά από τρόμο, τι επιθυμεί κάθε στιγμή, ο τύραννος, να προβλέψεις τι θέλει, να μην αντιδράσει. Να μη σηκώσει το χέρι. Τις αρπάξω.
Τα δάκρυα μου, πόσες φορές πότισαν τούτο το χαρτί, μα δε φύτρωσε κανένα κλαδί, σα μαγική φασολιά, να βγεί ένας κορμός από τούτο το παραθύρι, μακριά ν’ απομακρυνθεί, να ξεφύγω. Θεέ μου, δεν με ακούς. Με κλείδωσε, μόλις, στο δωμάτιο μου. Τον ακούω κάθε τόσο που πλησιάζει την πόρτα και μουγκρίζει. Σπαρταρώ. Σε χιλιάδες κομμάτια θα διαλυθώ από το φόβο.
Δεν έχω μάνα. Κανένα να με υπερασπιστεί. Δεν ξέρω, πως την κρατάει. Αν έχω κάποιο γονίδιο αδυναμίας. Είκοσι χρόνια, τρόμος!! 22 χρονώ κοπέλα να μην ξέρω τι είναι ζωή. Υπάρχει εκεί έξω; Υπάρχει εκεί έξω, κάτι; Τούτα τα πράγματα μες σε αυτό το στενό, κλειδωμένο, χώρο, είτε είναι σύμμαχος μου, είτε αντικείμενα κελιού, που οι δεσμοφύλακες επιτρέπουν. Γιατί, ναι, δύο είναι οι τύραννοι. Η μάνα μου σιγοντάρει το καθεστώς. Γιατί; Γιατί; Κάθε τόσο, μηχανικά, με πιάνουν σπασμοί, ανατριχίλες από το απρόσμενο ξέσπασμα, βίας. Πότε θα μπει εδώ μέσα, τι θα μου κάνει; Τι θα μου κάνει; Τι θα μου κάνει; Παρακαλώ, απευθύνομαι σε αόρατα αερικά, να με προφυλάσσουν, αφού οι ζωντανοί είναι όλοι δεμένοι σε έναν ιστό, σκληρό, παγερό, θεέ μου η ζωή μου καταστρέφεται. Ξεσπώ σε λυγμούς. Βοήθεια φωνάζω μέσα μου τόσο δυνατά, που σκέφτομαι πως θα τρομάξει η ψυχή, και θα βγει να πάει να βρει ανάπαυση. Αφήνοντας πίσω ένα νεκρό, σώμα. Φορές, παρακαλώ για κάτι τέτοιο.
Βοήθεια.
Βοήθεια. Τρέμω. Τρέμω.
Ποιος θα βοηθήσει την Αννούλα. Θα ανεχτεί ένα ατέλειωτο, σαν αρπαγή λείας, από αετό, να με σύρει έξω από εδώ. Να γλιτώσω. Να αναπνεύσω. Βοήθεια. Βοήθεια. Δεν αντέχω. Φοβάμαι και να ουρλιάξω μες τη φυλακή, μήπως γίνω ρεζίλι στους γείτονες. Μήπως υποστηρίξουν κι αυτοί τον αγροίκο και την αδιάφορη μάνα μου: καλά κάνεις, αφού έχεις μια κόρη τρελή!
Υπάρχει ζωή εκεί έξω.
Ποιος θα συγκινηθεί; Θα φτάσει η φωνή μου έξω από εδώ; Είμαι γυναίκα εγώ; Έχω ψυχή; Είναι η ψυχή σύμμαχος μου; Βοήθεια. Το χέρι μου τρέμει. Πάλι νηστική με αφήσανε. Κλαίω. Θεέ μου!! Μουγκρίζει ο αγροίκος, ξανά, έξω από την πόρτα. Θεέ μου! Όταν φεύγουν και με αφήνουν μόνη, κλειδωμένη πάραυτα, στο σπίτι. Κι εγώ χτυπώ την πόρτα με όλη μου τη δύναμη, σα να ‘ναι, θαρρείς, άκαμπτο χαρτί, κι εγώ μόνη μου, πρέπει να μεγαλώσω τραγικά, τα νύχια, να σκίσω το χαρτί, να περάσω από μέσα, να φύγω. Έστω κι αν αναγκαστώ να πηδήξω απ’ το μπαλκόνι. Αρκεί να φύγω, αλλά που θα πάω; Δεν αφήνουν κανέναν συγγενή, εδώ και χρόνια, να εισέλθει. Μη μάθουν ότι έχουν κόρη, τρελή. Τρέμω.
Κουλουριάζω στο στρώμα, και κλαίω. Τεντώνω το σεντόνι με τα νύχια να μου φύγει η ένταση. Ποιος θα ‘ρθει να με σώσει;
Κανείς.
Λιποθυμώ ξανά απ’ τον τρόμο».


Αννούλα μου, σα σε άκουσα, αμέσως βρέθηκα σιμά σου, σ’ αγκάλιασα με όλη μου την αγάπη, την ανθρώπινη, σε άφησα να κλάψεις ελεύθερα. Αλήθεια τι λύπη, να υφίστανται τέτοιες καταστάσεις. Αννούλα μου, υπομονή, καρδιά μου. Για όσο θα σε θυμάμαι, στιγμές που πραγματοποιώ μια προσευχή, μετά από κάθε μάθημα ανθρωπιάς, που φαίνεται πρέπει, να πάρω καλό βαθμό. Μη μείνω στην ίδια τάξη.
Αννούλα μου, 22χρονη ψυχή, καρδιά, και υπόσταση, να ‘ρχόσουν εδώ, να έβρισκες καταφύγιο. Όλη η αγάπη και φροντίδα, στοργή, να δεις ένα κερί, ελπίδας και ανθρωπιάς, πως καίει σε μια πόλη που νοιαζόμαστε μόνο όταν κάποιος κινδυνεύει. Στα γράφω αυτά, με χαμηλωμένο βλέμμα.
Αννούλα.


«Μόνο μαύρα φοράω.
Όχι, δεν πέθανε κανείς, ακόμα».

Γεράσιμος Μηνάς 2007
«Ζητείται άτομο με πείρα
από σχέσεις»

Λόγω ξαφνικής ανάγκης, αλλαγής γυαλιών μου μυωπίας, έπρεπε φυσικά να επισκεφτώ κάποιον οφθαλμίατρο. Παρόλο που άργησε ο γιατρός, εμείς οι τέσσερις που περιμέναμε στο σαλόνι, είχαμε τουλάχιστον μια δεκατεσσάρων ιντσών, τηλεόραση, για να περνά η ώρα. Μια ακόμα κατινίστικη, ψυχολογοαδιάκριτη εκπομπή, όπου συζητούσαν, γιατί δεν θέλουν οι γυναίκες, σύζυγοι, να πλησιάσουν, κρεβατικά, τους άντρες τους. Εκεί λοιπόν –και ευτυχώς ήταν χαμηλά η ένταση της φωνής- που πήρε κάποια τηλεθεάτρια, τηλέφωνο, και κοκορεύτηκε, πως απατά, σύζυγο και εραστή! χωρίς να νιώθει καθόλου ενοχές, μια κυρία στο σαλόνι είπε: ξύλο που χρειάζονται οι σημερινές γυναίκες. Μετά από λίγο, μίλησε ξανά: δεν ντρέπονται να βγαίνουν και να τα λένε αυτά; Εκεί είπα να πετάξω τη φραστική μου μπόμπα: η κατάντια του ΝέοΈλληνα, όπως τη λέω, εγώ. Κάτι άλλο δίκαιο ανέφερε η κυρία στο σαλόνι, κι αμέσως άνοιξα το στόμα μου, και είπα: όταν ο άνθρωπος δεν έχει ενδιαφέροντα, ο νους του πάει συνεχώς εκεί -στο κρεβάτι. Δυστυχώς, υπάρχουν και γυναίκες που είναι μανιακές, με το κρεβάτι, γενετήσιο χάρισμα, που θα ‘πρεπε, γενικά για τις γυναίκες, να μας εξηγήσει ο Δημιουργός, το γιατί. Εγώ θα το αποκαλέσω για τη συμπεριφορά τους: κουταμάρα. Γιατί φαντάσου π.χ. να ξεκίναγε μια καινούρια μόδα, επιλογής θηλυκών, από τον αντρικό πληθυσμό: να διαλέγουμε μόνο όσες έχουν οργασμό, ή μόνο όσες εργάζονται. Όσο για τσαχπινιά οι σημερινές γυναίκες, λόγω του ότι δεν ξέρεις με πόσους έχουν πάει και γιατί, κυριαρχεί αρκετή. Άλλο αν κανείς δεν συζητά θέματα που για πρώτη φορά έχετε διαβάσει σε αυτό το blog, για τις σχέσεις των δύο φύλων, και εν συνεχεία, στις ανθρώπινες σχέσεις. Σήμερα, θεωρείται ώριμο, να μη συζητάς τα προσωπικά σου, ούτε καν τι ψάχνεις να βρεις, με το άτομο που ξεκινάς μια σχέση. Όσο για την ιδιαίτερη σχέση με τον ίδιο μας τον εαυτό, την αφήνουμε μόνο ως κάτι αόριστο, που καταναλώνει, εκεί έξω, ότι υπάρχει, στα δέκα μέτρα, από κάθε επόμενο βήμα.
Σε αντίθεση με οτιδήποτε αόριστο, κείνοι που τελούν, σε αληθινές, ανθρώπινες, σχέσεις, είναι οι γιατροί που νοιάζονται πραγματικά, στα επείγοντα των νοσοκομείων. Αν συλλογιζόμαστε, πως επειδή είμαστε φιλήσυχοι άνθρωποι, πέφτουμε σε ώρα ανάγκης, σε άξιους γιατρούς. Άτομα που η κούραση του επαγγέλματος τους, δεν εξοντώνει, καν, τα συναισθήματα ανθρωπιάς. Είναι ένα πράγμα, όλη την ώρα. Αξιοπρεπείς. Όχι κοινωνικοί θρασείς, με δηλητηριασμένο θάρρος.
Ποιοι είναι αυτοί που στέκονται ένα πράγμα, στις σχέσεις τους με τους άλλους. Διατηρώντας ανάστημα. Αφοσιωμένοι καθένας σε αυτό που η μοίρα επέλεξε να είναι, με όποιες στερήσεις, γιατί τίποτα δεν είναι τυχαίο. Όλα σκορπίζονται όταν δεν αντιλαμβάνεσαι το δώρο της ζωής που δόθηκε παρομοίως σ’ εσένα.
Κυρίως, αν μπορούμε να επιμένουμε σε κάτι, είναι πως έχουμε δικαίωμα να βρίσκονται πλάι μας, μόνο όσοι δεν είναι υποκριτές, ή επειδή απλά, πρέπει, να υπάρχεις. Αόριστα.
Αλήθεια τι έχεις να συζητήσεις με ανθρώπους που μια ζωή τίποτα δεν σας έφερε κοντά.

Γεράσιμος Μηνάς 2007
Σε τρίτο πρόσωπο

Η παρουσία του είναι καταλυτική, σε μια παρέα, γιατί ο λόγος του κυρίως, φέρνει καίρια πλήγματα, σε όποια δείγματα υποκριτικής συμπεριφοράς, διαφημίζοντας ..αξιώματα.. ή πρότυπα ντυσίματος. Καταφέρνει με ευγενικό τρόπο να τους βάζει στη θέση τους, περισσότερο μάλλον για το καλό τους, επειδή η ειλικρίνεια ολοένα σπανίζει –πέρα από το δήθεν: υπάρχουν καλοί άνθρωποι, γύρω μας. Τουλάχιστον από τη συναναστροφή, μαζί του, διακρίνεις σημάδια καθαρότητας στη σκέψη, που τελικά, χρησιμοποιεί για λίγους, επειδή ελάχιστοι αφήνουν να κατακάθεται η καλοσύνη, στην αυθεντική της μορφή. Ακόμη λιγότεροι, αντέχουν να αξιοποιήσουν τον ήπιο χαρακτήρα, που πιθανόν κρύβεται πίσω από φράσεις που παρεξηγούνται, επειδή η συζήτηση πρέπει να περιστρέφεται πάντα, γύρω από πονηρά θέματα. Οπότε ονομάζεται κρετίνος, όποιος δεν αφήνεται ν’ ανακαλύψεις την ικανότητα του, να μιλήσει φιλοσοφημένα, εννοώντας με εκείνη τη ζεστασιά που εκπέμπει το πρόσωπο του Έλληνα, που υφίσταται εδώ. Ως συνομήλικος συχνότερα. Επειδή ότι συμβαίνει, αφορά όλους. Φορές η λέξη: λάθος, είναι απλά οι συνήθειες κάποιου: τη στοργή την φέρνεις σιμά, με διάφορους τρόπους. Που ίσως ζηλέψεις αν ανοιχτεί η συζήτηση, αφήσεις τον άλλο να σου χαρίσει τον ήπιο χαρακτήρα του. Όταν σου λείπει η στοργή της μάνας, κάνεις, άλλη, μάνα σου. Αν αντέξεις όλη την περιποίηση, μετά από ένα μικρο-ατύχημα, ως το μόνο πρόσωπο που τόσο καιρό δεν ήθελες ούτε κι εσύ, να αποδεσμευτείς από το κουκούλι σου. Είναι βαρύ το φορτίο, της φιλίας, της κοινωνικότητας, της αποδοχής εγκεφάλου και αξιοπρέπειας, πίσω απ’ όποιο φέρσιμο, στον άλλο. Βαρύ γιατί ξεβολεύεσαι. Δεν επιθυμείς τελικά, την αγάπη. Σε συγκινεί, και τούτο σε φέρνει θαρρετά εμπρός σε όποια σου σφάλματα, ή στην πραγματικότητα: πλημμυρίζεις από θέλω ν’ απομακρυνθείς. Γιατί πιότερη η αξιοπρέπεια, στο χαρτί ή τα φτηνά υποκατάστατα, παρακολουθώντας άλλους, να ζουν, παρά να αποκαλυφθεί η φθαρτότητα σου. Στην περιποίηση, απλά φάνηκε ο άνθρωπος. Το δικαίωμα καθενός, να υπάρχει. Ζηλεύοντας προσωπικότητες που ‘χουν το χάρισμα να μην υποκρίνονται. Ζώντας την κάθε στιγμή, όχι ως τελευταία, απλά αυτούσιοι. Μη δανειζόμενοι στόχους που δεν συμπνέουν με την καθημερινή επικοινωνία, γιατί τούτη η ζωή είναι για όσους θα προσπαθήσουν να την διατηρήσουν. Με όποια λάθη. Είναι στην ανεξάρτητη φύση του ανθρώπου. Που όμως καταδικάζει, εκείνο το: ναι, μ’ ότι έχουμε, πορευόμαστε, ξεχνώντας να ηρεμούμε, να αφηνόμαστε πέρα ως πέρα –κι ας γινόμαστε ρεζίλι…- στην αγάπη. Όποιο περιβάλλον, να έχει δίκιο η αγάπη. Φαίνεται περιοριζόμαστε (καθένας σας ξέρει, το λόγο). Δε θα πω, οφείλεται στην αύρα της εποχής. Απλά είναι πιο σίγουρο, να μιλάς σε τρίτο πρόσωπο, λειτουργώντας ως άνθρωπος, με επιδερμική σαφήνεια, παρά να ακολουθήσεις τους δείκτες της ζωής, τον μεγάλο και τον μικρό, σα ρολόι. Που θα σε φέρει κοντά, για σένα και το καλό των γύρω σου, στη συγκεκριμένη κατάσταση του χαρακτήρα που ξεκίνησα να αναφέρω, με την πρώτη φράση, σ’ ετούτο, εδώ. Η αλήθεια δεν πονά ούτε περνά αδιάφορη. Απλά είναι ευθύνη.

Γεράσιμος Μηνάς 2007
Η κοπέλα στο τρόλεϊ

Αμέσως ξεχώρισε.
Πως μπήκε.
Πως σχεδόν κούρνιασε όρθια, στο διάδρομο, ανάμεσα στις σειρές με τα καθίσματα. Όχι, δεν συνωστίζονταν κόσμος, στο διάδρομο. Δυο τρία, άτομα, με την ίδια. Σκουρόχρωμη η περιβολή της. Περιποιημένη, μ’ έναν πανέμορφο μαύρο κότσο, τα μαλλιά της, καταλήγοντας σε μια περίτεχνη ουρά.
Μόνο εγώ την διέκρινα. Τη συστολή του σώματος της, την απέραντη γλυκύτητα της έκφρασης της, έστω και από πλάγια, στο πρόσωπο. Ανάδυε αξία. Αμέσως σκέφτηκα: τούτη είναι ποιήτρια. Ζωγράφος; Θα ‘τανε κάτι παραπάνω από 1.70 στο ύψος. Σα να φώτισε κάτι δυνατά, στη θέα των ματιών μου. Κοίτα να δεις που την πάτησα ξανά. Στην επόμενη στάση, κατέβαινα. Κοίτα να δεις που δεν είχα κάποιο βιβλίο μου, πάνω μου, να της το χαρίσω με το πιο απλό βλέμμα μου, λέγοντας της: το αξίζεις. Κι ύστερα να φύγω, να χαθώ. Χάρη στην τόση ευγένεια της, που μόνο σεβασμό, επιδεχόταν.
Γιατί ‘ναι, ναι, σπάνιες εκείνες οι ενήλικες, νέες κοπέλες, που αναδύουν, αξία. Μια αύρα, σα άρωμα λουλουδιού, τις καλύπτει. Προχτέ, τα μάτια μου συνάντησαν, ανάλογης περίπου, απλότητας, μάτια, μιας οδηγού που περίμενε στο φανάρι, προκειμένου να στρίψει σε μια διασταύρωση. Ήταν μια συνάντηση, στιγμιαία, ψυχών. Κείνη στο τιμόνι, με κοίταξε απλά και όμορφα, με σεβασμό –μου άρεσε- ενόσω ο ίδιος θα διέσχιζα την διάβαση των πεζών. Στιγμιαία επικοινωνία. Επαφή. Μια στιγμή στην αιωνιότητα. Ενόσω δεν τυχαίνουν οι συγκυρίες για περαιτέρω ανάπτυξη, μιας τόσο πολύτιμης απλότητας.
Έλα μου όμως, που εκείνη η κοπέλα στο τρόλεϊ ήταν ακόμα πιο ιδιαίτερη.
Τόση ευαισθησία. Όλη, μια ευαισθησία.
Ύστερα σκέπτομαι, κάθε κλικ, κοιτώντας κάποια, που είτε η ψυχή της ήταν ο πιο ισχυρός μαγνήτης, μια αύρα κοινής έλξης, η ενημέρωση ότι υπάρχουμε στη γη, έστω και ανώνυμοι. Η αίσθηση πως δεν συναντάς το άξιο, ψάχνοντας το, ή ότι δεν θα παντρευτείς ανάλογα πρότυπα ευαισθησίας.
Όχι, δεν έδειχνε ερωτευμένη.
Ευτυχισμένη πιότερο, επειδή ανάδυε αγάπη και τρυφερότητα. Ολόκληρη. Εκεί, σχεδόν κολλημένη με το εμπρός μέρος του σώματος της, στον λεπτό κορμό ενός καθίσματος. Ελάχιστα ελαφρά, χαμηλωμένο το κεφάλι. Κοίτα να δεις, που μου έφυγες. Για τέτοιες στιγμές, αξίζει η ζωή (το θέμα είναι να έχεις κάτι τέτοιο, στα του βίου σου). Πολύτιμη, μου φάνηκε. Έπρεπε να μιλήσω για τα χρώματα της που εισέβαλαν στον καμβά μιας καθημερινότητας, με ανυποχώρητες στάσεις ζωής, που μας δηλητηριάζουν, σκεπτόμενοι: πως επειδή δεν έχουμε κάτι, και μας λείπει, ως συντροφιά, ..καταλήγουμε να το μισούμε στους άλλους, που το ‘χουν.
Πόσο χρονώ ήτανε;
Έ, μάλλον, 23, 21, 24. Συνήθως δεν συμβαδίζει η όψη με την ηλικία.
Έπρεπε να την τιμήσω με ένα άρθρο. Γιατί ‘μαι ρομαντικός, και πιστεύω πως θα βρει τρόπο η αγάπη, να ‘ρθει σ’ εμένα. Γιατί έχει αποθηκευτεί, πολύ φροντίδα, στοργή, προστασία, για κείνη τη μία. Αν υποχωρήσουν λίγο οι συμπτώσεις, να συναντώ κάποια, ενόσω οι δρόμοι μας, αναγκαστικά, στην πόλη, χωρίζουν.
Δεν ξέρω τι κάνουν οι γυναίκες, ενόσω διασταυρώνονται με κάποιον, που τους αρέσει. Κι είναι εκείνα τα 2, τα πιο κρίσιμα δευτερόλεπτα, που είτε πρέπει να σκαρφιστείς κάτι, να γνωριστείτε, είτε απλά να κρατήσεις την ανάμνηση, γλυκά, μες την καρδιά, σα φωτοστέφανο που φυλάσσεις από γουρούνια.
Αν αντέχεις άλλο ένα προσπέρασμα.
(Γλυκά κρατώ στη θύμηση μου, κι εκείνες που με πλήγωσαν ή δεν με συγχώρεσαν. Ορισμένες ελάχιστες, στην προηγούμενη δουλειά, που δεν συντονίστηκα με την αμοιβαία συμπάθεια ή οικειότητα, επειδή δεν ήξερα πως δημιουργείς, σχέση. Συγχωρέστε με, αλλά τέτοια ήταν η διαπαιδαγώγηση μου).
Γλυκά σκέπτομαι κάθε μια που αξίζει λεπτούς τρόπους. Κάπου εκεί έξω πάντα. Είναι κι αυτό μια ευλογία να συναντάς ανάλογες φιγούρες, γυναικών.
Αν αποφασίσουμε να είμαστε ο εαυτός μας.

Γεράσιμος Μηνάς 2007
Το σ’ αγαπώ

«Το σ’ αγαπώ το περίμενες, μια βραδιά, δυνατή, Νοέμβρης θάτανε. Η ατμόσφαιρα, άκρως ρομαντική. Μια εσύ τραγούδαγες, τα Ελληνικά που αγαπάμε, μια εγώ, μια μαζί, και χαμογελούσαμε. Έπλενα τα πιάτα, κι εσύ ερχόσουν και με αγκάλιαζες. Με πείραζες. Μες το αυτί μου, μια μελωδία: αγάπη μου. Τι χαρωπό που είναι το σπίτι. Τι σθένος έχει τούτη η ευγνωμοσύνη. Άραγε δύναται κανείς να μας χαλάσει τη διάθεση; Έβγαλες το λοιπόν, το καλώδιο του τηλεφώνου από την πρίζα. Σε παρατηρώ, στην πολυθρόνα, γερμένη, ν’ απολαμβάνεις τη μελωδία: έλα για λίγο, μόνο για λίγο. Ξεκουράζονται καθοδικά, τα βλέφαρα. Μια αύρα αγάπης, σε τυλίγει. Κάθομαι κοντά σου. Γρήγορα θέλω να κρατώ την παλάμη. «όλη μου η ζωή, στα χέρια σου, κλεισμένη». Μια από τις πιο σημαντικές στιγμές, τις πιο απλές, του προσωπικού μας χώρου και αιώνα. «καρδιά μου», ναι, όντως, «σ’ ανταμώνω». Παίρνουμε ανάσα. Το σ’ αγαπώ στο φύλαγα στα πέταλα κάθε λουλουδιού. Στις φτερούγες κάθε περιστεριού, σε κάθε σκέψη ρομαντική, να διαφεύγει ο νους, κοιτώντας έξω, από το τζάμι του αστικού λεωφορείου. Διέσχισα κάθε πεζόδρομο, να συναντήσω ανθρώπους: ναι, με πλούτισαν μέσα μου, μόνο που τους κοιτούσα. Διέσχισα με τον νου, τα μονοπάτια που μας χαρακτηρίζουν ως Έλληνες. Πόσο σ’ αγαπώ, γλυκιά και αέναη, όπως είσαι, ευτυχώς κανείς δεν ξέρει. Μες τη μελαγχολία της βραδιάς. Κοίτα πως καταφέραμε να βρεθούμε σε ένα από αυτά τα μονοπάτια. Ευτυχώς μιλούσες Ελληνικά. Μεγάλη που ‘ναι η ανάγκη σου να ‘ρθεις να με αγκαλιάσεις. Κουρνιάζεις, σα να κουρνιάζει όλο το τώρα. Γλυκά, σιγανά, ψιθυρίζω, σ’ αγαπώ.
Πως συνδυάζεται δεν ξέρω, το παλιό, καλό, Ελληνικό ρεπερτόριο, παρακολουθώντας με σβηστό τον ήχο, σπασμωδικές σκηνές από παραστάσεις μπαλέτου. Μα είναι υπέροχες οι αγκαλιές κάθε ζευγαριού. Πως την αγκαλιάζει στον αέρα. Τη φιλά. Ναι! Κι εκείνη πετά θαρρείς, στον αέρα. Εγώ κρατούσα για σένα, το σ’ αγαπώ. Κάθε λεπτό είναι ένα αγαπώ από μένα. Συ μου χαϊδεύεις το πρόσωπο με ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Σταλάζει από τα χειλάκια σου, αγάπη μου, αγάπη μου. Κάθε που μου αγγίζεις τη παλάμη, μου ‘ρχεται να κλάψω από συγκίνηση. «Θα μας πάρει η νύχτα», μας κάνει παρέα η Μελίνα. Που θα μας πάει, αγάπη μου; Θεέ μου, ναι! Ζω μέσα σε κάθε τραγούδι. Μόνο τότε, ζω. Λύνομαι σ’ εκατομμύρια κομμάτια, το σύμπαν, τ’ αστέρια με υποδέχονται. Η αγάπη με εξουθενώνει. Τόση αγάπη. Αγάπη. Αγάπη.
Αγάπη μου.
Μου χαμογελάς, κι εγώ θαυμάζω, μόνο εσένα.
Είσαι η ζωή η ίδια. Η συμπόνια σου πανανθρώπινη.
Σε διαλύει η αγάπη. Χάνομαι στα μάτια σου. Συ είσαι η ηρωίδα μου. Απλή. Ανθρώπινη. Τωρινή. Σε εξερευνώ με το βλέμμα. Πως ποτίζεις με ζωτικότητα, κάθε τι. Ησυχάζεις τώρα. Με ακούς που σφυρίζω έναν σκοπό αγαπητό. Μας μαγνητίζει στην αγάπη, η ποιοτική μουσική. Ώ ναι.
Πως φωτίζεται το πρόσωπο που ‘ναι δικό σου, όταν το αγαπάς. Μοναδική είσαι καρδιά μου.
Να που σφραγίζω απαλά, τώρα, κι εγώ, τα βλέφαρα. Αφήνουμε τους στίχους να συζητούν το θέλω μας. χαλαρώνουμε. Πετώ με το νου. Γαληνεύω. Αγαπώ όλη την ανθρωπότητα. Είναι μια βραδινή πτήση πάνω από την πόλη. Είναι μια μυστική πτήση, η αγάπη. Η αγάπη δεν πρέπει να περηφανεύεται. Αφήνεται στα στοργικά χέρια του στιχουργού, που τη σέβονται. Γιατί έτσι αποδέχονται την ανθρωπότητα.
«Εσύ κι εγώ», ναι γλυκιά, πλάσμα μου, να της αγάπης το μυστικό.
Να φεύγαμε. Ναι. Στον τόπο της αγάπης. Να καλλιεργήσουμε ότι περιμένει να καλλιεργηθεί. Μη ρίχνεις τα διαμάντια στα γουρούνια. Κράτα τα για όλα τα πρόσωπα που με τη σκέψη φροντίζεις. Η μάνα η κουρασμένη απ’ τις δουλειές. Η αλλοδαπή οικιακή βοηθός, του γείτονα. Η συμπαθητική κοπέλα που έρχεται στο ψιλικατζίδικο να ψωνίσει. Η έγκυος που περιμένει παιδί. Το όνειρο κάποιας να είναι ανεξάρτητη, μα αγαπά τους γονείς της. Η γυναικεία φιγούρα που πουλά χαρτομάντιλα στο φανάρι. Μόνο οι ρομαντικές ψυχές, αγαπούν το συνάνθρωπο.
Ήρθε η στιγμή να σ’ αγκαλιάσω, πλάσμα μου, που αποτελεί τη μοναδική στιγμή την προσωπική μας ανθρώπινη ιστορία, που αξίζει να μιλήσεις σ’ αυτή τη ζωή.
Ευτυχώς που υπάρχεις κι εσύ. Σ’ αγαπώ.
Η μουσική με φροντίζει, εμένα.

Γεράσιμος Μηνάς 2007




Επίκαιρα