Κατάλληλο για όλους

Tuesday, January 30, 2007



















































































































































































































----- Μια ταινία γεμάτη ανθρωπιά ----

-- και ανεκπλήρωτη αγάπη --

Monday, January 29, 2007

Μπορούμε να εναρμονιστούμε
με το περιεχόμενο μιας προσευχής;

Από καιρούς, μ’ ένα φόβο Θεού, όποτε το θυμάμαι –αν και προσπαθώ να το πράττω τακτικά, τουλάχιστον το πρωί, που το ξεχνώ- σκέφτομαι και λέω από μέσα μου, το Πάτερ Ημών.
Απευθυνόμενος στο Έλεος Του, περισσότερο, παρά ότι το αξίζω, όντας και ο ίδιος, αμαρτωλός. Προφέροντας τη προσευχή, μηχανικά, τις περισσότερες φορές. Προσπαθώντας να τονίζω, παράλληλα, να με προστατεύει ο Θεός, από τα νύχια, ορατών και αοράτων, κακών δυνάμεων. Προσθέτοντας μετά το Πάτερ Ημών, όποτε και όσο μπορώ, ειλικρινά, να έχει Εκείνος, καλά, τους ανθρώπους, και να μην πάθει κανένας, άλλα δεινά.
Κατόπιν προσθέτω το βράδυ, το Δι ευχών των αγίων κλπ. Συν: Σώσον Κύριε τον λαόν σου κλπ.
Πάντα όμως μπέρδευα στο Πάτερ Ημών, το σημείο με τα οφειλήματα και οφειλέταις. Παρομοίως τα ημών με τα υμών. Τα δικά μας, και τα δικά τους.
Έψαξα επομένως στο ίντερνετ, να βρω όλη την προσευχή, όπως είναι στη σωστή της μορφή. Προσπαθώντας τώρα, σημείο προς σημείο, να δω, αν μπορώ να εναρμονιστώ με το τι θέλει να μου πει η προσευχή. Αν ο ίδιος είμαι ικανός ν’ ανταποκριθώ στο ότι ζητάει εξίσου από μένα, αυτή η προσευχή.
Ξεκινώ να την ξεδιαλύνω, όπως μπορώ:
«Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς»
-παύση-
Αρχικά πρέπει να δεχτώ ότι ο Θεός είναι ένας. Ο Δημιουργός του σύμπαντος και, του ανθρώπινου γένους. Γι’ αυτό και όποτε αναφέρομαι στον Πατέρα μου, σ’ Εκείνον, χρησιμοποιώ κεφαλαίο γράμμα, επειδή θέλω να τον τιμάω. Αποδεχόμενος εγώ, την εξουσία Του.
Και, ο δικός μου Πατέρας, λοιπόν, ο οποίος είναι πανταχού παρών, όμως η κατοικία Του βρίσκεται στον έβδομο ουρανό, όπου ο άνθρωπος, με τη σαρκική του υπόσταση, δεν έχει την τεχνολογία, αλλά ούτε και θα προφτάσει, να φτάσει εκεί.
«Αγιασθήτω το Όνομα σου». Αποδέχομαι ότι ο Θεός είναι Άγιος. Ο Θεός είναι αγάπη, και, Δίκαιος. Ως ο μοναδικός εν τέλει, που νοιάζεται, και, για μένα, ισόποσα. Έχω τη νοημοσύνη να αποδέχομαι την παρουσία Του.
«Ελθέτω η Βασιλεία Σου». Ένα δύσκολο σημείο. Όπου αν μαζευτούν τακτικά, πολλές προσευχές, με ειλικρίνεια, είναι δυνατόν, μάλλον, να επισπευσθεί η Δευτέρα Παρουσία. Πρέπει όμως να δεχτείς, ως άνθρωπος, τότε, το τέλος του ανθρώπινου πολιτισμού. Ο ίδιος δυσκολεύομαι σ’ αυτό το σημείο της προσευχής, αφού ακόμη αγωνιώ για αναγνώριση. Μεταξύ των ανθρώπων.
«Γεννηθήτω το θέλημα Σου». Σ’ ένα κόσμο εξαρτημένο από την ύλη, όπου έχεις δικαίωμα στη ζωή, μόνο αν σου περισσεύουν, είναι αδύνατο πλέον, να αφήσουμε τον Θεό να οδηγήσει το βίο μας, όπως Εκείνος, μας Ζητά. Αφού από τη στιγμή που θα συλλογιστεί ο καθένας: δέχομαι, Κύριε, το θέλημα Σου, αυτόματα δεχόμαστε όλες τις παραινέσεις στις διδασκαλίες της Καινής Διαθήκης. Ξεκινώντας να έχουμε “υποχρεώσεις” απέναντι Του, από φιλότιμο όμως, σεβόμενοι την θυσία Του, στο Σταυρό. Για να σώσουμε την ψυχή μας. Που ως όνομα: ψυχή, οι περισσότεροι χρησιμοποιούν τον όρο, με κοροϊδευτικό σύστημα.
«Ως εν ουρανό και επί της γης, τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημιν σήμερον». Παρακαλούμε για τον επιούσιο, τίμια όμως, για να επιβιώνουμε. Σ’ ένα Κράτος, χωρίς νοσοκομεία, όπου άρρωστοι άνθρωποι, δημιουργούν ουρές έξω από τα υπάρχοντα, από πολύ νωρίς τα ξημερώματα. Αυτοί οι άνθρωποι που μπορούσαν να είναι, είτε δικοί μας άνθρωποι, είτε και εμείς οι ίδιοι.
«Και άφες ημιν τα οφειλήματα ημών», και συγχώρεσε τις αμαρτίες μας, και τα λάθη,
«Ως και ημεις αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών», όπως κι εμείς συγχωρούμε όσους μας έβλαψαν, προφανώς. Αναρωτιέμαι πόσοι το καταφέρνουμε αυτό. Σε μια Κοινωνία, όπου κυριαρχεί ο θυμός και η αντίδραση.
«Και μη εισενέγκης ημας εις πειρασμόν». Προφύλαξε μας από πειρασμούς: σε ίντερνετ, τηλεόραση, περιοδικά. Αφίσες στο δρόμο. Όπου πατάμε και όπου βρισκόμαστε. Από στρεβλά και προκλητικά ντυσίματα και βλέμματα, συνανθρώπων. Και από σκέψεις πονηρές, ή απιστίας.
«Αλλά ρύσαι ημάς από του Πονηρού». Και προφύλαξε μας από τον οξαποδώ.
«Ότι Σου εστί η Βασιλεία, η Δύναμις και η Δόξα»
Ότι σ’ Εσένα, Θεέ, ανήκει η σωτηρία της ψυχής μου, μέσω της αιωνίας οδού και Βασιλείας Σου. Σ’ Εσένα ανήκει η Δύναμη –και ευτυχώς που είναι ανώτερη η Αγάπη. Σ’ Εσένα ανήκει η Δόξα –εδώ κολλάω λίγο, αλλά τελικά, κανείς, μπορεί να είναι περήφανος που ακολουθεί το δίκαιο, το αγαθό, και την αγάπη.
«Εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν».
Ν’ ακολουθούμε τον Θεό για να ζήσουμε για πάντα. Και όχι να βασανιζόμαστε για πάντα, όπως όλοι εκείνοι οι είρωνες και οι κάθε είδους, μπαγαπόντηδες.

Το Πάτερ Ημών, είναι μια δύσκολη προσευχή. Δεν ξέρω το: Πιστεύω, παρά μόνο πολύ στην αρχή. Πιθανόν να ασχοληθώ και με αυτό, κάποια στιγμή. Όμως το Πάτερ Ημών, είναι μια προσευχή που πρέπει να πάρουμε πολύ σοβαρά, παρομοίως όπως θα πάμε να κοινωνήσουμε, Κυριακή, δυστυχώς αμετανόητοι. Μη γνωρίζοντας τι λέει για μια τέτοια κίνηση, το Άγιο Βιβλίο.
Εξακολουθώ όμως να απορώ, τι θεωρεί ο Θεός, ως μάταιο στη ζωή μου. Τη δική μου τη ζωή. Άλλο αν γύρω μου, οι άνθρωποι αγωνίζονται να διακριθούν όπου μπορεί ο καθένας. Τη δική μου ζωή πρέπει να κοιτάω πρώτα, να δω τι πρέπει να ακολουθήσω. Πάντα με τη σκέψη του Πατέρα μου, να με συνοδεύει. Μιλώ με αγάπη.

Μου πήρε πάρα πολύ καιρό να πιστέψω στον εαυτό μου, με μέσο το γράψιμο. Ώστε να αρνηθώ το δικό μου τάλαντο που είναι το γράψιμο –αν και ζωγράφιζα αρκετά καλά, με κάρβουνο, στη σχολή, νοσταλγώντας αυτή την ενασχόληση, πολύ ζεστά, φορές.
Ότι κι αν σημαίνουν ετούτα για την προσωπικότητα μου, για μένα, ή αν χρησιμοποιούμαι από Εκείνον, για κάποιο λόγο, με όσα κάνω ή λέω. Δεν ξέρω όμως, αν έχει και σημασία.
Γεράσιμος Μηνάς 2007

Thursday, January 25, 2007

Ο τρελός ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΟ,
Επειδή ο απλός λαός,
ΠΡΩΤΑ ΒΟΥΤΑΕΙ
το δάκτυλο στο νου, ΠΡΟΤΟΥ ΜΙΛΗΣΕΙ

Σήμερα, 25 Γενάρη 2007, αγόρασα για πρώτη φορά, την εφημερίδα Ποντίκι, για να διαβάσω την προκήρυξη-δικαιολογία-υπερηφάνια, εναντίον της ανθρώπινης ζωής, της τάδε οργάνωσης. Έτσι για να μη ζω στην άγνοια της ενημέρωσης των πολιτών.
Το αναφέρω, επειδή ζω στην Ευρώπη της τρομολαγνίας. Όπου αν θες να ενημερώνεσαι, σφαιρικά, όπως και για θέματα ασφάλειας, στοχοποιείσαι ποικιλοτρόπως. Θυμάστε τι έπαθε ο Νομάρχης Πειραιά, σε αεροδρόμιο του εξωτερικού, σ’ Ευρωπαϊκή πόλη, όταν διαμαρτυρήθηκε που αργούσε η πτώση του: Πέσανε πάνω του οι ασφαλίτες του αεροδρομίου! Χειροπέδες. Ξύλο. Κακό.
Στο θέμα μας: Η εφημερίδα Ποντίκι, θα μπορούσε να αρνηθεί να τυπώσει την προκήρυξη, αλλά φαίνεται ότι “θέλουν να τα έχουν καλά” με όλους, ότι κι αν ο τάδε ή οι τάδε, πρεσβεύουν. Δίνοντας βήμα σε τρελούς, έτοιμους να κόψουν το νήμα της ζωής του άλλου.
Διάβασα την προκήρυξη, που θα μπορούσε να ‘χε γράψει, οποιοσδήποτε φαντάζομαι, έχοντας λάβει κομμουνιστική πλύση εγκεφάλου. Εξού και το: ιμπεριαλισμός, που ακόμη δεν μου έχει εξηγήσει κανείς, τι σημαίνει.
Όσο για την εφημερίδα Ποντίκι, θα έλεγα ότι έχει χιούμορ και μια αποδεκτή κλίση προς την άμεση ενημέρωση, αλλά εκείνο το ΠΓΔΜ για τα Σκόπια, στο ένθετο τους, στο χάρτη, για νομούς Πέλλας και Πιερίας, πάει κόντρα στα όσα φαίνεται να πρεσβεύει η εφημερίδα. Την αλήθεια φαντάζομαι. Είναι δυνατόν να είναι όλοι οι Έλληνες τόσο κακοί πατριώτες, ώστε να χωνέψουν το ΠΓΔΜ, που το Μ το τελευταίο, εμπεριέχει την λέξη, Μακεδονία; Είστε σοβαροί;
Πάντως δεν έμαθα τίποτα νέο απ’ την προκήρυξη, όπως όσα θα άρεσαν σε όσους αγαπούν τις συνωμοσίες και θα ήθελαν να μάθουν τα σχέδια των ΗΠΑ, όπως το εννοεί ο καθένας. Έτσι, από αγάπη για τις συνωμοσίες. Τεχνολογίες περίεργες κλπ.
Πληροφορίες δηλαδή, που θα έδιναν στον απλό πολίτη, να πιστέψει, πως όντως μιλάμε εδώ, για προκήρυξη, τάδε οργάνωσης, που έχει και τα “κονέ”, γνωρίζοντας πρόσωπα και καταστάσεις. Σε συνεργασία με δικούς της πληροφοριοδότες, αλλά βέβαια τότε, θα μιλούσαμε για παρακλάδι ξένης τρομοκρατικής οργάνωσης.
Το λέω αυτό, γιατί αυτοί οι γιάπηδες της επανάστασης, κόπτονται ιδιαίτερα για τεκταινόμενα, της καταπίεσης των λαών στον διεθνή χώρο, μα για βάσανα του απλού πολίτη, εγχώρια, κουβέντα. Μιλιά για ανεργία. Ακρίβεια. Ότι κανείς δεν βοηθά τους νέους να προκόψουν. Να οργανώσουν ποιοτικά το βίο τους.
Ένας παράνομος όμως, ένας τρελός, δεν σκέφτεται έτσι. Ο παράνομος θα εξοντώσει τον νέο και τα όνειρα του, ως παράπλευρο θύμα, έκρηξης, τάδε μηχανισμού.
Ας μην συγχέουμε λοιπόν, τι σημαίνει επανάσταση.
Η Κοινωνική αδικία είναι εμφανής, όμως το σύστημα δεν θα αλλάξει, από κανένα απολύτως, κόμμα. Ούτε και από τα μικρά, που τώρα μόνο, κόπτονται για τα δίκαια και τα σωστά. Αν όμως τους έδινες βήμα στη Βουλή ή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, θα μιμούνταν τους μεγάλους, οι οποίοι ετοιμάζονται να χρησιμοποιήσουν μόνιμα, τον όρο ΠΓΔΜ, ως ονομασία για τα Σκόπια. Κανείς και από κανένα κόμμα, δεν θα πήγαινε να “στρατοπεδεύσει” στα ΙΜΙΑ. Όσο κι αν βγαίνουν στην τηλεόραση, ορισμένοι, που πουλάνε βιβλία διαφόρων τύπων και ύλης, και καυχιούνται πως είτε τα ξέρουν όλα, είτε πως εκείνοι είναι περισσότερο Πατριώτες από εμάς τους υπόλοιπους απλούς πολίτες.
Μάλλον μιλούν από θέση ασφαλείας, αφού αυτοί έχουν εξασφαλίσει τον επιούσιο, και ψάχνουν μόνο για πελάτες. Είτε για τον εκδοτικό τους οίκο, είτε για το όποιο κόμμα.
Κατ’ εμέ, κοινωνική τρομοκρατία είναι και η παρουσία ΜΑΤατζίδων, τρεις τρεις, τέσσερις τέσσερις, από αυτούς, εμπρός από βιβλιοπωλεία, σε συγκεκριμένη περιοχή της πόλης.
Οι τρελοί, τρέλες θα κάνουν.
Έτσι κι αλλιώς, βρίσκονται εκτός πραγματικότητας. Μη γνωρίζονταν τι σημαίνει να ‘σαι άνεργος, ή να μην έχεις πετρέλαιο θέρμανσης. Και μετά μου λένε ότι ο λαός χάρηκε με την επίθεση στην Αμερικάνικη Πρεσβεία, έστω και σιωπηλά.
Αυτά τα λένε οι παράνομοι που δεν πιστεύουν και σε τίποτα. Απλά πως θα τη βγάλουν καθημερινά. Πως θα γλεντάνε με ξένα χρήματα που βουτάνε από απλούς ανθρώπους. Από νέους ανθρώπους με τα μικρά όνειρα, που είναι οι μοναδικοί εν τέλει, που ξέρουν και ν’ αγαπούν. Τη ζωή.

Η φιλοσοφία των αναρχικών

Παρελθόν: «Αυτή τη στιγμή, είμαι ΠΟΛΥ θυμωμένος.
Προσπαθώ να βρω δουλειά. Οι εργοδότες δε με παίρνουν στη δουλειά, επειδή μένω μακριά. Μου φέρονται άσχημα στις συνεντεύξεις. Ζητώντας λεπτομέρειες, γιατί έφυγα από την προηγούμενη δουλειά. Δεν πιστεύουν καν, την ειλικρινή μου διάθεση, να εξωτερικεύσω ότι είμαι φιλότιμος. Εργατικός και συνεπής. Είμαι πολύ θυμωμένος. Με τα εξάωρα και τα τετράωρα και τον κάθε αμόρφωτο και αγενή διευθυντή, που μου φέρεται άσχημα, κατά τη συνέντευξη, χωρίς καν, να μ’ έχει προσλάβει!
Ώστε να έχουν το δικαίωμα!! Από νωρίς, να με προσβάλλουν.
Δεν φοβούνται μην πέσουν σε κανένα, που είτε θα αντιδράσει με βρισίδι, στην μείωση της αξιοπρέπειας εκείνου που παρακαλάει για δουλειά. Δεν φοβούνται καν, μη φάνε ξύλο από τον απελπισμένο άνεργο.
Είμαι, ναι, ΠΟΛΥ θυμωμένος.
Και άντε να σε κρατά στο τώρα, κάποιος άλλος.
Που να ‘μουν μόνος. Να μην έχω να πληρώσω ενοίκιο. Να θέλουν να με πετάξουν στο δρόμο, οι σπιτονοικοκύρηδες. Να μου κόψουν το ρεύμα. Άνεργος, να περνώ έξω από τα καταστήματα. Να έρχονται οι εκπτώσεις και να μην έχω να αγοράσω ούτε ένα πουκάμισο που μου αρέσει. Να σου ‘ρχεται τρέλα: κάπου, κάπως, με κάποιο τρόπο, να αλλάξεις χαρακτήρα. Αναζητώντας νέες, άγριες παρέες. Ζωηρές. Όπου σαχλαμαρίζεις και ξεχνιέσαι. Κι η συζήτηση περιστρέφεται αποκλειστικά, γύρω απ’ το πονηρό. Διεργάζεσαι συστήματα να κοροϊδέψεις το Κράτος. Όπως οι πάγκοι των μαύρων, που πουλάνε τα cd, στις λαϊκές. Ή οι πωλήσεις mp3, μέσω αγγελιών στις εφημερίδες. Άνθρωποι που βγαίνουν στο κλαρί, αφού η ζήτηση είναι μεγάλη.

Μετά από λίγο καιρό: Έχω μπλέξει με μια παρέα ρατσιστών, που φέρονται άσχημα στους αλλοδαπούς. Βρίζοντας τους στα λεωφορεία, τις πλατείες. Στο μετρό. Πόσο μ’ εξιλεώνει να βγάζω το άχτι μου στον απλό κόσμο, λυτρώνοντας με τούτο το φέρσιμο, από εργασιακές, οικογενειακές και κοινωνικές αδικίες.
Μια μέρα, δύο της συμμορίας, είχαν στριμώξει έναν αλλοδαπό, σ’ ένα βαγόνι, στον ηλεκτρικό, ο οποίος φαινόταν εργάτης σε οικοδομή. Του οποίου η κατασκευή των οστών στο πρόσωπο, έδειχνε φανερά το ξενόφερτο της παρουσίας του.
Ο τάδε της συμμορίας, με έσπρωξε, κατευθύνοντας με, με δυνατή φωνή, να χτυπήσω εκείνον τον άνθρωπο. Μόνο ένα δυνατό χαστούκι, του κατάφερα, και με την αδρεναλίνη στα ύψη, βγήκαμε απ’ το βαγόνι, βάζοντας το στα πόδια.
Άρχισα λοιπόν να μην κοιμάμαι στο σπίτι μου.
Η συμμορία, όπως αποκαλούσε ο ένας τον άλλο, βρίσκαμε κατάλυμα σε νοικιασμένα σπίτια, στα Εξάρχεια. Αλλάζαμε κάθε τόσο. Προσπαθούσαμε ν’ αποφύγουμε την πολυκοσμία.
Μια μέρα, κάποιος έφερε στο σπίτι, μερικές κοινές γυναίκες. Μεταξύ αστείου και σοβαρού, ένας άντρας απ’ την παρέα, ρώτησε μια από αυτές: πως θα μπούμε κι εμείς, στο κύκλωμα; Απάντηση όμως δεν έλαβε.
Μετά από λίγη ώρα, μια από αυτές, κοίταζε περίεργα γύρω της στα δωμάτια, σα να έψαχνε για κρυφή κάμερα. Μάλλον εξαιτίας της κοτσάνας του τάδε, εκείνες αποχώρησαν νωρίτερα.

Παρόν: Μια μέρα ήρθε στο σπίτι, εκεί, στα Εξάρχεια, ένας περίεργος τύπος, που έζευε (κοινώς, μύριζε). Ήπιαμε τα ποτά μας. Καπνίσαμε. Σαχλαμαρίσαμε. Εκείνος ο περίεργος, μια στιγμή, έβγαλε κάτι χαρτιά, τοποθετώντας τα στο τραπεζάκι του σαλονιού.
Από μακριά, μου φάνηκε στο τυπωμένο χαρτί, να είδα κάτι σαν διευθύνσεις. Διαγράμματα στο Excel. Κάτι ώρες σημειωμένες. Ορισμένες φωτογραφίες, ξεχώριζαν στο πλάι από τα χαρτιά. Σα κάτι να κρατούσαν εκείνα τα άτομα, κραδαίνοντας τα με περηφάνια. Σα μπουκάλια, μου φάνηκαν. Κάποιος παρίστανε τον Μπρους Λι, σε στάση μάχης, με δυο περίεργα μαχαίρια. Σα σπαθιά, δεν ξέρω. Δεν πρόλαβα να δω καλά. Ήμουν νέος σ’ αυτά που συνέβαιναν γύρω μου.
Ένας της συμμορίας, έβαλε μερικά χρήματα στο μπουφάν του τύπου που έζευε, ο οποίος στην κουζίνα, συνομιλούσε μ’ έναν δικό μας. Κάτι. δεν ξέρω τι. Φαινόταν σοβαρό όμως.
Αργότερα, μας άδειασε τη γωνιά.

Τη νύχτα που ξύπνησα, αφού κάνω ταραγμένο ύπνο, πήγα κρυφά να ψάξω το περιεχόμενο εκείνων των σελίδων. Προτιμώντας ένα φύλλο χαρτί, μ’ επικεφαλίδα: Εδώ πληρώνονται όλα.

Διαβάζω: Αρκετά ανεχτήκαμε τους μπάτσους. Πλησιάζει η μέρα να πληρώσει η Κοινωνία της αναξιοκρατίας, το βαρύ τίμημα της. Εμείς οι αναρχικοί, έχουμε φιλοσοφία, άξια των αρχαίων πολιτισμών, όπου ο δυνατός, ήταν μόνο οι συνασπισμοί ομάδων απ’ το λαό, που άρπαζαν ότι είχαν ανάγκη. Από τρόφιμα, πράγματα. Γη. Τι όμορφο που είναι το γκέτο μας, στα Εξάρχεια. Όπου κυκλοφορούν μικρά και όμορφα όνειρα. Φοιτητών και ανέργων, στις καφετέριες. Ανηφορίζοντας πεζοί. Κατηφορίζοντας πεζοί. Μην ανησυχείτε. Θα εκδικηθούμε εμείς, για σας.
Βεντέτα θέλουν οι μπάτσοι;
Βεντέτα θα έχουν.
Θα πεθάνετε, ρε1 θα σας κάψουμε.
Τώρα θα δουν, τι σημαίνει: αντεξουσιαστές!!!!!!

Μέλλον: Κανείς δεν μπορεί να επιστρέψει, όταν έχει πάρει τον κατήφορο. Επειδή το λογικό, δεν είναι συχνά, εκείνο που επικρατεί, παγκόσμια. Αν είναι δυνατόν να αλλάξουν ορισμένες ομάδες βίαιων πολιτών, με το στανιό, ένα καθεστώς κοινωνικής μη πρόνοιας, όπου η ψήφος του λαού, πάει στα σκουπίδια, αφού η διαπλοκή, κυβερνά.
Περνάς λοιπόν, από τον οικογενειακό εκβιασμό: αν θα σου αφήσουμε κάτι, θα εξαρτηθεί από την συμπεριφορά σου, στο γενικότερο σύστημα καταπίεσης, κάτσε καλά, βούλωσε το. Όπως εννοούμε εμείς της εξουσίας το συμβιβασμό και τη νομιμότητα.
Το κυνήγι της καλοπέρασης, χρεωμένος ως το λαιμό, στις τράπεζες. Η ψευδαίσθηση, ότι αν προσπαθήσεις στη ζωή, τα πάντα είναι εφικτά, και ευτυχία είναι, να είσαι αφελής.
Έρχεται λοιπόν η ημέρα της σφαλιάρας, όπου ξυπνάς, κι η πραγματικότητα σε καταθλίβει. Σα να ‘ναι οι όψεις των ανθρώπων, φθαρμένες προσόψεις κτιρίων, στο Μοναστηράκι. Που έχει μια γλύκα, μ’ ένα πόνο μαζί, ν’ ακολουθούν οι στενοχώριες, μόνο τους καλούς και απλούς ανθρώπους. Οι οποίοι, ίσως, έχοντας τα κατοχικό σύνδρομο ή τους συνοδεύει αυτή η αίσθηση από τους δικούς τους γονείς, πιέζουν τα παιδιά τους να πετύχουν. Σπουδάζοντας. Καταλήγοντας τα τέκνα να εργάζονται ως ασφαλιστές, ως τηλεφωνητές σε telemarketing. Σε πιτσαρίες. Ως σερβιτόροι. Καθαρίστριες. Πωλητές εμπορικών μαγαζιών.
Οι αδύναμοι χαρακτήρες πέφτουν σε παλιοπαρέες: να μου δώσει ο άλλος ότι μου στέρησε η Κοινωνία.
Μαζεύονται σε απομονωμένες κατοικίες. Οργανώνουν αντίσταση. Φτιάχνουν μολότωφ. Παίρνουν ναρκωτικά. Να ξεχαστούν. Εθίζονται. Ράβουν κουκούλες. Πάνε με εκδιδόμενες. Σπάνε τα σπίτια των γονιών τους. Παίζουν στοίχημα. Εμπορεύονται ότι και όπως, μπορούν. Μπλέκουν. Δεν τους ξεμπλέκει, πλέον, κανείς».


Δικό μου παρόν: Θα κοιτάξω λοιπόν, να βρω κάποια δουλειά. Θ’ ακολουθήσω τα όνειρα μου. Έστω κι αν μείνω μόνος. Δεν έχω φταίξει, εγώ, μόνο. Ούτε πιστεύω σε θαύματα, απ’ το πουθενά ή βοήθεια ξαφνική που σε στερεώνει στην κοινωνία της εργασιακής ανασφάλειας. Θα μείνω τίμιος όμως, και δεν θα στήσω, όπως κάνουν μερικοί, μια ψεύτικη επιχείρηση, για να δίνουν εισφορά στο ΤΕΒΕ, ώστε να πάρουν τελικά, κι άλλη σύνταξη.
Θα παρατηρήσω στην τηλεόραση, την κλιμάκωση των ταραχών, μεταξύ πλανεμένων, βίαιων ταραξιών, και σωμάτων επιβολής της τάξης. Αλήθεια, πως; Για ποια δικαιοσύνη μιλάμε, ποιοι θα παρηγορήσουν, θα επιστρέψουν στους ιδιοκτήτες, διαλυμένες περιουσίες, χρεωμένοι ως το λαιμό, στις τράπεζες;
Κανείς δεν πρέπει να χαίρεται με τη βία, κι όσοι το συλλογίζονται, ας βάλουν στο νου τους, δύο εικόνες: Στη μία κάθεσαι μια χαρά στο καθιστικό του σπιτιού σου, ή στο κρεβάτι, και σκάει μια ρουκέτα μες το σπίτι. Η άλλη εικόνα: να έχει σταματήσει το λεωφορείο στο φανάρι, και να δεις κάποιον απέξω, να πετά μες το όχημα, χειροβομβίδα ή μολότωφ. Στο λέω, για να σκεφτείς πως νιώσανε στην Αμερικάνικη πρεσβεία. Και να πάψεις να χαίρεσαι με τη βία.
Αν το συλλογιζόμασταν λίγο, θα αγωνιζόμασταν καθημερινά, για την ειρήνη, παγκόσμια. Όμως είμαστε ανίκανοι να εννοήσουμε τι συμβαίνει στην Παλαιστίνη, στο Ιράκ, και αλλού. Απλά γιατί δεν ακούμε εκρήξεις στην πόλη μας.
Δεν πρέπει, φυσικά. Ζούμε στην άγνοια, τι σημαίνει ειρήνη. Τι περάσανε στον Λίβανο και πως καταστράφηκε η όμορφη πρωτεύουσα τους. Αγνοούμε πόσο εύκολα παύει η ζωή. αναρωτιόμαστε, γιατί θα πρέπει άλλοι να ορίζουν, ποιος έχει το δικαίωμα στη ζωή.

Επειδή λοιπόν, η σημερινή Κοινωνία, είναι προσηλυτισμένοι στην εύκολη θέαση της τηλεόρασης, αναγκάστηκα να σκαρφιστώ την παραπάνω ιστορία.
Μια σύντομη ιστορία, για να εννοήσουν οι στενοκέφαλοι πολιτικοί, πόσο εύκολο είναι να πάρει κανείς, το στραβό δρόμο.
Μια ιστορία που γράφτηκε, απλά επειδή ο λαός ετούτος, προτιμά συνεχώς, αυτό το κάτι που τον διασκεδάζει, κι όχι να κάνει διάλογο, για σοβαρά θέματα. Ατομικά ή κοινωνικά.
Ελπίζω η προηγούμενη ιστορία, να σας ξύπνησε.
Γεράσιμος Μηνάς 2007

Κυριακή,
Μέρα για όνειρα

Όσοι αγαπάμε τις ταινίες, τα ταξίδια, τη μουσική και την εγκράτεια, φανταζόμαστε ότι η ζωή μπορεί να πάρει τη θαμπάδα ενός οράματος, μέσα στο οποίο θα βιώσουμε το όνειρο. Όχι πλέον μόνο, ως εντύπωση στους γύρω μας. Πως το μοναδικό μας ενδιαφέρον, μας ζει, κιόλας.
Κινούμενοι στη δική μας περιοχή, όπου συνήθως, ότι συναντούμε ή αφουγκραζόμαστε, αποτελεί έμπνευση και μόνο. Ένας άνετος βίος, που όμως δεν παρακολουθεί τελικά, την ελαττωματική κοινωνία, με σκοπό να δεις και ο ίδιος, πως κάνεις λάθη.
Μακάρι ο καθένας μας να ακολουθούσε το όνειρο του, μα τότε δεν θα υπήρχαν επαγγέλματα, ούτε ανάγκη προστασίας, θεσμών και φυσικού περιβάλλοντος. Ένα απόλυτο χάος, μη καταφέρνοντας τελικά να εκτιμήσουμε το: κόποις κτώνται. Που ούτε καν, “μυρίζουν”όσοι και όσες έχουν τα χρήματα, για ταξίδια, ψώνια. Μια άνετη διαβίωση από τον ένα τόπο στον άλλο. Μια ουτοπία δηλαδή. Έχοντας μεν χρόνο για ενασχόληση με κάποια μορφή τέχνης, έξω όμως απ’ οτιδήποτε ρεαλιστικό.
Η καθημερινότητα είναι πιο επίπεδη. Σε καλεί να γίνεις μέρος της.
Όχι ώστε να μη σε δείχνει ο άλλος με το δάκτυλο, επειδή απέχεις. Απλά γιατί το έχεις ανάγκη να ανήκεις στις κινήσεις του μόχθου των άλλων. Στην ουσιαστική συνειδητοποίηση. Εκτιμώντας πλέον, την ημέρα Κυριακή. Ημέρα ανάπαυσης, στο σπίτι. Ημέρα για επισκέψεις. Βόλτες. Μερίδια χρόνου, μοιρασμένα.
Ημέρα νοικοκυριού.
Ημέρα για όνειρα. Ημέρα ανάπαυσης. Ημέρα, γεμάτη μνήμες.
Μνήμες σε σελίδες βιβλίων. Μνήμες ως μυρουδιές αγαπημένων φαγητών. Άκουσμα πουλιών στα δέντρα. Απόλυτη χαλάρωση. Ποτίζοντας, γιατί όχι. Χαλαρώνοντας. Δίχως εικόνες που καταστρέφουν την ηθική, την αξιοπρέπεια, και την αισθητική μας.
Κυριακή πρωί. Μια χλιαρή ημέρα, από πλευράς θερμοκρασίας. Ακούς ήχους πουλιών. Σα να κινούνται μόνο εκείνα, έξω. Σα να υπάρχει, φύση μόνο. Να ‘χει δικαίωμα η φύση να υφίσταται, όπως κάθε τι στην πόλη, που σε προσανατολίζει, που βρίσκεσαι. Παρομοίως τα απονήρευτα πρόσωπα, αποπνέουν την ουσία της ζωής, ως δικαίωμα του καθενός.
Κυριακή γλυκιά. Ήρεμη.
Δίχως γκρίνιες, περιττούς ήχους.
Την κυριακή καλείς στο τηλέφωνο, όσους σε νοιάζονται. Κι είναι μόνο, μια ψυχή; Άντε τρεις, μαζί με τους γονείς σου. Πρέπει όμως, και ευτυχώς, να μένεις μόνος. Ενηλικιώθηκες, πια. Ξεκινάς στα 18. τι είναι η ζωή; αναρωτιέσαι. Τι μου φέρνει η μοίρα. Για τι πρέπει ν’ αγωνιστώ;
Να φροντίζω πάντα, το σώμα μου. Να το κρατώ αμόλυντο. Να τρέφομαι υγιεινά. Ν’ αγαπώ τον όρο ζωή. Ότι κατέχω να ‘ναι παρών, από δικό μου κόπο.
Αλήθεια, έχω όλη τη ζωή εμπρός μου.
Πριν, ήταν όλα, Κυριακή. Αφού οι άλλοι μ’ εξυπηρετούσαν.
Τώρα ο κόσμος δεν φαίνεται τόσο δίκαιος.
Τώρα η αγάπη είναι δυσεύρετη. Ο σεβασμός. Οι αξίες στην πράξη. Οι παραδόσεις. Η ανάγκη να σταθείς. Ν’ αγαπήσεις την Κυριακή. Χαμογελώ. Σα ν’ αγαπάς μια γυναίκα, μόνο.
Πόσοι αλήθεια, το πράττουν αυτό;
Ευτυχώς είμαι ένας από αυτούς.
Κυριακή και κάθε κυριακή.
Σα νεότητα.
Μια ημέρα βαπτισμένη Κυριακή.
Μια ακόμη περιστροφή της γης.
Γεράσιμος Μηνάς 2007

Μόνη στο παγκάκι

Μερικοί άνθρωποι είναι ανίκανοι να εννοήσουν, πως τη στιγμή που μια νέα γυναίκα, η οποία κάθεται σ’ ένα παγκάκι μόνη, και κλαίει, αν την πλησιάσει ένας άντρας, για να την “παρηγορήσει”, τούτη η κίνηση, αυτόματα, θεωρείται σεξουαλική παρενόχληση. Η οποία τιμωρείται πλέον και από τον νόμο.
Αλλά που να το καταλάβουν αυτό, άτομα, που κάθε τι που πράττουν, το θεωρούν επιτρεπτό, και προσβάσιμο. Παρόμοια η μέθοδος της γάτας, σε περίοδο αναπαραγωγής. Η μια γάτα, νιαουρίζει στο αντίθετο της φύλο. Η άλλη απαντά, νιαουρίζοντας πιο δυνατά. Ύστερα το νιαούρισμα δυναμώνει: κάτσε. Όχι. Κάτσε! ΌΧΙ. ΚΑΤΣΕ ΕΙΠΑ. Νιάου, ισχυρότερα, δυνατά. Ο καβγάς είναι μια υπαρκτή πιθανότητα. Αν έχετε ακούσει γάτες, σε παρόμοιο συμβάν, καταλαβαίνετε τι εννοώ.
Τουλάχιστον οι γάτες εκφράζουν τι θέλουν, τι εννοούν, και δεν είναι όπως οι άνθρωποι, που κρύβουν περίτεχνα, την ειρωνεία και την ελευθεριότητα τους. Ως παράγωγο, ότι μεγάλωσαν σε πλούσια οικογένεια. Και ότι αυτοί οι άνθρωποι :) έχουν την ικανότητα να εννοήσουν το απλό! Αντ’ αυτού, το κάνουν χάζι.
Δεν θα είμαι, εγώ, αυτός, που θα σας χαϊδέψει τα αυτιά, και όσες έχετε περίοδο, μη βγάζετε τα νεύρα σας, πάνω μου. (Κλείνετε και τα ντεκολτέ σας, αν δεν θέλετε να κοιτούν εκεί). Όσο προσβλητικό κι αν ακούγεται αυτό, με την κατάσταση: περίοδος, εξίσου προσβλητική είναι η προβολή της προσωπικής άποψης, σε πρωτοσέλιδο εφημερίδας, επειδή ο συντάκτης σου δίνει αυτή την ικανότητα, εσύ πλέον, κατονομάζεις τους άντρες, ως μπαμπουίνους. Δίνοντας παράλληλα οδηγίες στις γυναίκες, πώς να χειραγωγούν τους συντρόφους τους.
Είναι γνωστό ότι οι γυναίκες είναι, και, υποχείριο, της περιόδου τους.
Δυστυχώς μπαίνω στη διαδικασία να γράψω κάτι τέτοιο, αφού έχω πέσει σε πολλές περιπτώσεις επιθετικών γυναικών, οι οποίες μαγαρίζουν την μορφή και την έννοια του γυναικείου φύλου. Τώρα γιατί έχουν τόσο κακό χαρακτήρα, δεν ξέρω. Θα είναι το γνώρισμα αρκετά μεγάλου ποσοστού, Ελληνίδων, λόγω οποιουδήποτε πόνου τους, εσωτερικά ή εξωτερικά, του σώματος τους.
Και αν βγεις κι εξωτερικεύσεις, πως δεν τόλμησες να πεις ένα καλό λόγο σε μια νέα γυναίκα που υπέφερε, στήνουν ολόκληρα σενάρια: για ατολμία. Ότι οι γυναίκες επιλέγουν να είναι μόνες. Βέβαια, αν φοβούνται να κάνουν σεξ ή έρωτα –ότι προτιμάτε εσείς οι γυναίκες, αναλόγως πως το ονομάζετε, είτε σας πιάνει το φεμινιστικό σας ή ότι ο Θεός έφτιαξε πρώτα, ας πούμε, τη γυναίκα, αντί τον άντρα (σκεφτείτε μόνες σας τι εννοώ). Για να είναι κάποιος ενήλικος άνθρωπος μόνος του, σημαίνει ότι φοβάται το σεξ. Δεν εξηγείται διαφορετικά. Sorry.
Προσωπικά αποφεύγω όσες γυναίκες διαφημίζουν το άκρατο της προσωπικότητας τους, εμμέσως ή άμεσα, επειδή είναι κενές από θεό, μέσα τους. Τενεκές, όπως γράφει και στην Καινή Διαθήκη.
Κι εκεί που ως άντρας, έχεις ένα μικρό δισταγμό, να εμπιστευτείς ξανά, μια γυναίκα, για να γίνει ταίρι σου, πέφτεις ξανά σε ανήθικες και επιθετικές γυναίκες.
Το τι κάνεις μετά, είναι αυτονόητο.
Αναβάλλεις για άλλη μια φορά, ίσως πιο δυνατά από πριν, να τακτοποιηθείς.
Γεράσιμος Μηνάς 2007