Κατάλληλο για όλους

Wednesday, May 30, 2007


Συναισθήματα και πράγματα

Λίγο πριν την έναρξη του Grand prix, Formula 1, στο Μονακό, στην Ιταλία, κλείνοντας προσωρινά, ένα μικρό ρεπορτάζ, ο γνωστός παρουσιαστής αυτού του είδους, αγώνων, αναφέρει, πως η χτεσινή νύχτα, Σαββατόβραδο, μες τη χλιδή, εννοούσε, και τη μέθη του χρήματος, είναι κάτι που αξίζει να ζήσει, κανείς.
Εμένα μου αρκεί μία ώρα, ποδήλατο. Ένα πιάτο φαγητό, το μεσημέρι. Καφές ή τσάι με μέλι, λίγο μετά. Κατά τις εννιά το βράδυ, όταν έχω όρεξη, κοιλιακοί και βάρη. Εμένα αυτά που φτιάχνουν τη διάθεση. Με τονώνουν γενικότερα, μέσα μου. Όχι οι άψυχες Ferrari, το όλο ακριβό σούπερ μάρκετ, της χλιδής και της απρόσωπης, πλούσιας, ζωής. Εξάλλου, ελάχιστοι από τους πλούσιους, πιστεύουν πως απολαμβάνουν, να βρίσκεται ανά πάσα στιγμή, στη διάθεση τους, η εκτέλεση οποιασδήποτε επιθυμίας τους.
Αλήθεια τι πιστεύουν, ότι χαίρονται, μες τη παράλογη και μπουκωμένη από αστραφτερά χαμόγελα, υπάρξεις, και είδη προς κατανάλωση. Δίχως τη στάλα της μοναδικότητας, κάθς πρώτης, απλής εμπειρίας, των κοινών θνητών, έστω κι αν βασανιζόμαστε, τουλάχιστον απολαμβάνουμε το αποτέλεσμα του κόπου, στον επιούσιο, καταλήγοντας, στις ημέρες των περίφημων, καλοκαιρινών, διακοπών. Όσοι μπορούν, ολοένα λιγότεροι, κάθε χρονιά.
Εκ διαμέτρου αντίθετα, ο πλούσιος, αδυνατεί να εκτιμήσει τον πλούτο που διαθέτει, είτε με καταθέσεις σε τράπεζες, είτε π.χ. πίσω απ’ το τιμόνι ενός ακριβού αυτοκινήτου. Γνωστή η τρέλα ορισμένων, που γκαζώνουν τέρμα, σε γνωστές λεωφόρους, μετά τα μεσάνυχτα, παρενοχλώντας τον ύπνο των κοινών θνητών, με την ΕΛ.ΑΣ. να κάνει την πάπια.
Είναι παράλογο να πηγαίνεις διακοπές, όποτε θέλεις. Μόνο αχαριστία και αηδία σκέψης, διακρίνει, τους πλούσιους ή τουλάχιστον όσους έχουν παραπάνω Ευρώ, απ’ όσα πρέπει, φυσιολογικά, να ξοδεύει ένας άνθρωπος, με κοινή λογική. Το περιττό, που φυσικά αντικαθιστά το συναισθηματικό τους χλιδάτο, κενό, το οποίο απεχθάνομαι, ανίκανοι να ηρεμήσουν, ποτέ. Χαμένοι άνθρωποι, ως ζωές, δεκαετίες διαβίωσης, κατά τη γνώμη μου. Άλλοι να πεινάνε στον κόσμο, κι άλλοι να είναι παχύσαρκοι,σ τα κιλά και στα θέλω.
Ευτυχώς που δεν πέσανε, ποτέ, τύχες από χρήματα, στα χέρια μου, γιατί τούτο θα αλλοίωνε τα ενδιαφέροντα μου. Την επαφή με την πραγματικότητα του καθημερινού, έστω, μόχθου. Της ανάγκης να ηρεμείς και να σέβεσαι. Εκτιμώντας με ικανότητα διάκρισης, πρόσωπα που αξίζουν, που θα καλούσες στο γάμο σου, σε μια γιορτή. Πρόσωπα από αραιή έστω, επικοινωνία, μέσω ίντερνετ. Εγώ θα καλούσα ας πούμε, όταν αρραβωνιαστώ, τρία πρόσωπα που εκτιμώ, από τον κόσμο του Pathfinder: την Vasokouk, με τις δυό της κόρες, την Lisa. και την αδελφή της, που συγνώμη, δε θυμάμαι τώρα, με τι όνομα παρουσιάζεται στον κυβερνοχώρο. Θα αντλήσω μεγάλη χαρά από την παρουσία τους, σε μια σημαντική στιγμή, στη ζωή μου. Ελάχιστα πρόσωπα εκτιμώ, στον περίγυρο μου. Ετούτο δίνει αξία, παράγει ανθρώπινη, θνητή, σκέψη. Σεβασμό και εκτίμηση, στο τι είναι ζωή. Οι εκφράσεις στο πρόσωπο των απλών ανθρώπων, ντροπαλές, ήρεμες, σε αυθόρμητη χαρά, άλλες φορές προβληματισμένοι. Με την έγνοια προσώπου που νοιάζεσαι, επικοινωνώντας. Όπως προς μια συγκεκριμένη ξαδέλφη μου.
Προτιμώ καθετί ποιοτικό. Ότι ασκεί τους μύες του κορμιού και της νόησης μου. Λόγα έχω πει, αρκετά, στην πράξη περισσότερο, χωλαίνω. Απλά περιμένω να συμβεί κάτι θετικό, μόνο τοων καιρό που δραστηριοποιούμαι. Τι να κάνουμε, αυτός είναι ο θνητός μου, χωρίς προσωπείο τελειότητας, χαρακτήρας.

Γεράσιμος Μηνάς 2007
Εξαφανίσεις ανηλίκων

Αναγκάζομαι να το συντάξω, αυτό το κείμενο, επειδή η προκλητικότητα, ο ωχαδελφισμός, και η ανοησία των αστυνομικών, έχουν ξεπεράσει τα όρια ανοχής, από τους νομιμόφρονες, εννοείται, πολίτες. Να βλέπεις τον άλλο, να κοιμάται στο περιπολικό, συναδέλφους του, να πίνουν φραπέ. “Παραθερίζοντας”, στο κέντρο της πόλης. Ο τάδε να βγαίνει και να λέει, πως το αστυνομικό σώμα, είναι για τα μπάζα. Φυσικό επακόλουθο, αφού την Ελλάδα την διοικεί η μαφία των παιδεραστών, των εμπόρων λευκού θανάτου, και σαρκός. Δικαιοσύνη εγώ δεν βλέπω, διαφορετικά θα είχαν ήδη, τιμωριθεί, οι υπαίτιοι της εξαφάνισης του Άλεξ, στη Βέροια. Απορώ, που το συζητάμε, μετά από ενάμισυ χρόνο, κι ακόμα κυκλοφορούν ελεύθεροι οι ανήλικοι δολοφόνοι, του Άλεξ. Μαζί και οι πιθανοί ενήλικες, δράστες. Παιδεραστές και κακοποιά στοιχεία, που τους καλύπτει η αστυνομία, κι ας λέει ότι θέλει, εκείνος, που βγήκε στο MEGA, ότι είναι καλύτερη η ΕΛ.ΑΣ. και από την αστυνόμευση στη Μεγάλη Βρετανία. Δε μας λες, απλά, ότι κυκλοφορείτε με πολιτικά, κοπροσκυλιάζοντας στα αυτοκίνητα, ή κυκλοφορώντας με μηχανές μεγάλου κυβισμού, στο οχτάωρο σας. Η απάθεια και η ανοησία, που χαρακτηρίζει την ΕΛ.ΑΣ. που στο μόνο που είναι καλή, είναι στο ξύλο, εναντίον ανυπεράσπιστων πολιτών, φταίνε.. δε φταίνε. Να μπουζουριάζουν χωρίς λόγο, ανθρώπους, στις κλούβες, χτυπώντας τους. “Ερμηνεύοντας” πολύ καλά, το ρόλο τους, οι αναιδείς αστυνομικοί –αυτό είστε, σας αρέσει δεν.. σας αρέσει- ως οι τρομοκράτες της Κοινωνίας. Τούτο θα εννοούσε ο υπουργός δημοσίας τάξης, όταν παρακινούσε τα καλόπαιδα του, να παρενοχλούν τους πολίτες που εκφράζουν ελεύθερα, την άποψη τους, η περί ηθικής και πολιτικής, απομόνωσης, στρατηγική. Όσων τολμούν να απαριθμούν την κατάσταση της εκάστοτε, ξενόδουλης και άχρηστης Κυβέρνησης, μη προστατεύοντας, περιουσίες και ανθρώπινες, υποστάσεις. Περίεργη η νωχελική διάθεση των αστυνομικών αρχών, στη Βέροια, να εξιχνιάσουν την υπόθεση του Άλεξ. Είπαμε, από ποιους παίρνουν εντολές.
Το δράμα κάθε μάνας, που της αρπάζουν το παιδί, ξαφνικά. Να καλεί στο τηλέφωνο, το 100, κι εκείνοι να την εμπαίζουν, δήθεν δεν έχουν χρόνο ν’ ασχοληθούν. Θα δούμε. Θα το κοιτάξουμε. Η κοροιδία πάει σύννεφο. Δικαιολογημένα οι περισσότεροι –έστω κι αν δεν το παραδέχεστε, ανοιχτά- μισούν την ΕΛ.ΑΣ –έτσι όπως στρώσανε, ας κοιμηθούν τα τζιμάνια. Που αφήνετε στο έλεος των λωποδυτών, περιουσίες, υλικές, πολύτιμες ανθρώπινες, όπως τα μικρά παιδιά, που τα απαγάγουν, μέρα μεσημέρι –που λέει ο λαός- και κανείς δεν ενεργοποιείται. Οι ευθυνοανεύθυνοι. Παρομοίως οι συμπολίτες μας, να κυνηγήσουν τον απαγωγέα, αν δουν κάτι τέτοιο. Φοβούνται οι γείτονες, μη πάθουν κακό. Βολεμένη και δειλή Κοινωνία, καλοπερασάκηδων. Ταξικές διαφορές. Να μην παίζουν τα πλούσια παιδιά στην παιδική χαρά, με των μεροκαματιάρηδων. Να θεωρεί το καλοαναθρεμένο παιδί, φυσιολογικό να τα έχει όλα. Μια πλήρης ελευθερία, έως βαθμού σωματικής κακοποίησης, εναντίον όσων ενοχλούν την αυθάδεια της πλούσιας τάξης.
Την οποία φυλάσουν οι αυθάδεις, τεμπέληδες, και κοινωνικά, επικίνδυνοι, αστυνομικοί. Εκτός αν κοιμούνται στο περιπολικό, έξω από πρεσβείες. Διαφορετικά, θα βιαιοπραγίσουν ξανά, φανερά, στα μπλόκα στις διαδηλώσεις, ή κρυφά, στα υπόγεια, στα μπουντρούμια, εναντίον κρατουμένων. Εναντίον ιερόδουλων, για επαρκή αριθμό, συλλήψεων. Σε μια αβέβαια από ασφάλεια, πόλη, με ασυνείδητους πολίτες, που ψηφίζουν απαθέστατους πολιτικούς, οι οποίοι τελευταίοι, ούτε που νοιάζονται για τη δική μας προστασία, ούτε καν αυτοπροστασία, μέσα στα ίδια μας τα σπίτια, με όποιο μέσο έχουμε. Πάει χαμένη κι η αυτοάμυνα. Επεκτατικά στη συμπεριφορά της ΕΛ.ΑΣ. παρενοχλώντας ελεύθερους συμπολίτες μας, μετά την οδηγία των ψυχολόγων που έχουν προσλάβει στη Γ.Α.Δ.Α. πως θα κάνουν κάποιον, να παύσει να μιλάει.
Η βία της ΕΛ.ΑΣ. παράγει μορφές βίας, που είτε ασπάζεσαι είτε όχι, έστω ως εσωτερική αντίδραση, γιατί επιτέλους, τα όργανα της τάξης, πρέπει να ξυπνήσουν και να κάνουν το καθήκον τους, άνθρωπος προς άνθρωπος, όχι ο υπάλληλος του οχταώρου. Να μπορούν τα παιδιά, να ξαναβγούν στα πάρκα, τις πλατείες, τους δρόμους, στις όποιες αλάνες, να παίξουν άφοβα. Μες τη γνώση της δημοκρατίας της ξέγνοιαστης τους, ελευθερίας, που γεννά ελπίδα. Αίσθηση ανθρωπιάς και ευγένειας, μέσα από την αλληλεπίδραση, με άλλα άτομα, συνομηλίκους τους.
Η συνειδητοποίηση να κινείσαι εκεί έξω, με κατανόηση, πόσο μικρός είσαι, αντιμετωπίζοντας το είναι σου, και τους γύρω, ταπεινά. Ανθρώπινα. Δείχνοντας σεβασμό, ακόμη και στην εξουσία, όταν στέκεται στο ύψος της, άξια.
Οι εξουσιαστές, προσπαθείστε να μιμηθείτε το σεβασμό που αποπνέει η μορφή ενός ηλικιωμένου ανθρώπου.
Αν διορθωθείτε, είμαστε διαθετιμένοι να ξεχάσουμε, τις αποδράσεις κρατουμένων, το χρηματισμό και τη διαφθορά, στελεχών της ΕΛ.ΑΣ. για χ ψ λόγους. Να σας δούμε ως ανθρώπους, με σεβασμό. Έχοντας μας, στο πλάι σας. Όταν κατεβείτε απ’ το καλάμι που σας παρέχει η εξουσία.
Όταν ηρεμήσετε, εμείς θα βγούμε πρώτοι, να φωνάξουμε, εναντίον όσων πυροβολούν αστυνομικά τμήματα, ή δολοφονούν, φρουρούς, φύλακες σημαντικών προσώπων στον Κοινωνικό ιστό. Όσο προκαλείτε, τόσο θα αποθρασύνονται οι ομάδες τρομοκρατών. Όχι βέβαια, πως εκφράζουν το καθαρό βλέμμα, του απλού, τίμιου, πολίτη.
Κλείνοντας, θέλω να υπερασπίσω το δικαίωμα της εξουσίας, στην αυτοπροστασία της. Δώστε τους τα μέσα που χρειάζονται, για να αποκτήσουν απ’ ότι φαίνεται, όρεξη, να καθαρίσουν την πόλη, από παιδεραστές, κλπ κακοποιά, με αποδείξεις, στοιχεία. Δεν ξέρω βέβαια, αν ετούτο είναι εφικτό, ενόσω έχουν απέναντι τους, πολιτκούς που δε σέβονται τη δική τους μορφή εξουσίας, προδίδοντας την Πατρίδα, τις ίδιες ελπίδες του λαού, για αξιοπρεπή διαβίωση.
Με έχει κουράσει η απάθεια και η αδικία, κυρίως η ασυνειδησία των ανθρώπων, ν’ αποδειχούν άνθρωποι.
Ορισμένοι δειλιάζετε να πείτε δημοσίως, την αλήθεια. Όχι όμως εγώ.

Γεράσιμος Μηνάς 2007
Αντρικός συναγωνισμός

Φουρνιές και φουρνιές νεοσύλλεκτων πέρασαν από εκείνο το στρατόπεδο. Σε μια από αυτές, δύο νεοσύλλεκτοι γνωρίστηκαν μεταξύ τους κι αποφάσισαν να γίνουν φίλοι. Ο Αρίσταρχος, ένας εν μέρει ταπεινός άνθρωπος αν και ωραιοπαθής, κι ο Παναγιώτης, που οι αρμόδιοι τον είχαν κατατάξει στην ομάδα των ατόμων με ειδικές ανάγκες. Μετά την προπαίδευση συνεννοήθηκαν όταν η έξοδος τους συμπίπτει, να συναντούνται και να κάνουν παρέα. Ο Αρίσταρχος μπορεί να ήταν το επίκεντρο της παρέας χάρη στην ομορφιά του η οποία προσέλκυε τις γυναίκες από τις γειτονικές παρέες, όμως ήταν μια προσωπικότητα που δεν δεχόταν εύκολα συμβουλές, και παρόλο που ανοιγόταν εύκολα στους άλλους δεν εμπιστευόταν τον εαυτό του σε νέες φιλίες. Ο Παναγιώτης μπορεί να μην ήταν ο ελκυστικός της παρέας, όμως, είχε φροντίσει να διατηρήσει τις φιλίες που είχε δημιουργήσει προτού καταταχτεί και οι οποίοι του έδειχναν μεγάλο σεβασμό, κάτι που δεν άρεσε στον Αρίσταρχο, που η φύση τον είχε προικίσει τόσο απλόχερα. Ο Παναγιώτης εκμυστηρευόταν στον φίλο του όποια συμπάθεια κατά καιρούς έτρεφε για κάποια κοπέλα, και προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει τον Αρίσταρχο ως τον μεσολαβητή της εκδήλωσης του ενδιαφέροντος του. Ο Αρίσταρχος όμως δεν κινούνταν καθόλου αν και αναγνώριζε την βοήθεια του Παναγιώτη, στην κοινωνικοποίηση του. Τελικά, αποφάσισε να κάνει στην άκρη τον φίλο του με τις “ειδικές ανάγκες” γιατί μπορεί εκείνος να ήταν δειλός με τις γυναίκες, όμως μπορούσε να τις κάνει να του ανοίγονται και να τον εμπιστεύονται, πιο άνετα, κάτι που στον ωραιοπαθή Αρίσταρχο του ήταν εν τέλει αδύνατο να χωνέψει.
Ένας άνθρωπος υπολογίζεται κυρίως από την θέση που κατέχει, το εισόδημα του ή το πεδίο επιρροής αποφάσεων που αναλαμβάνει, τελικά όμως, η αδυναμία του να μοιραστεί την ευθύνη αυτών των αποφάσεων, το μερίδιο εν τέλει παρουσίας του σε μια παρέα με το να μην παρουσιάζει και το αδύναμο πρόσωπο του, να μην είναι δηλαδή αληθινός, τον οδηγεί σε μια αυτοέγκλειστη κατάσταση. Όπου καμαρώνει για την υπεροχή του, ανίκανος πλέον να αναλάβει την ευθύνη αυτού του, του λάθους.
Βέβαια, στο προηγούμενο παράδειγμα, υπόβοσκε ένας, ήδη, ρατσισμός, που απλά δεν εκδηλωνόταν. Μια βαθύτερη υποκρισία, να βοηθήσουμε κάποιον, ενώ τον θεωρούμε κατώτερο μας. Έτσι για να φανούμε καλοί. Κάτι που συμβαίνει, γενικότερα, μεταξύ ανθρώπων που απλά θεωρούνται υγιείς, πνευματικά. Τώρα, τι θεωρεί κανείς, ανωτερότητα, είναι προσωπική του υπόθεση. Ο αντρικός συναγωνισμός, στη δουλειά, για τη διεκδίκηση μιας γυναίκας ή μιας διάκρισης, μπορεί να οδηγήσει σε προσωπική αντιπαράθεση, ιδίως αν υποκρίνεσαι κάτι που δεν είσαι. Απλά θέλεις να πάρεις τα πρωτεία. Ότι κι αν σημαίνει αυτό. Είτε ως χαφιές του προϊσταμένου, στη δουλειά. Εκείνος που αποφασίζει σε ένα συνεταιρισμό, κεφαλαίων, και μόνο, απ’ ότι φαίνεται, τελικά. Όχι δημιουργούμε μια επιχείρηση, για να ζήσουμε από αυτό.
Πόσο θάρρος χρειάζεται, για να πετύχεις σε έναν σκληρό κόσμο, ειδικά αν ο άλλος σε κατατάσσει στα άτομα με ειδικές ανάγκες, επειδή η όψη σου, ομοιάζει ας πούμε, στα λεγόμενα “μογγολάκια”, είναι ένα δύσκολο κεφάλαιο, που σηκώνει μεγάλη συζήτηση. Επειδή στηρίζεται στο τι θεωρεί, κανείς, σήμερα, πρότυπο. Τι πρέπει να ακολουθήσεις. Την ασυδοσία στη συμπεριφορά, απλά για να φανείς, σύγχρονος.
Ο πρόλογος του άρθρου στηρίχτηκε στην συμπεριφορά τη δική μου και μιας υπαλλήλου, σ’ ένα σούπερ μάρκετ που είχα εργαστεί, πριν μια πενταετία, περίπου. Εκείνον που θεωρούσαν οι περισσότεροι, κατώτερο τους, λόγω της όψης του, προσπάθησε να βοηθήσει –στα λόγια μόνο- να πλησιάσει μια κοπέλα υπάλληλο, που είχε εκδηλώσει, ενημερώνοντας μας, ενδιαφέρον. Καλός άνθρωπος, πλησίαζε τα 40, χωρίς προηγούμενη σχέση, στο ενεργητικό του, λόγω εμφάνισης. Ως τη στιγμή που πήρε μετάθεση, πιο κοντά στο σπίτι του, δε συνέβη τίποτα με τη κοπέλα που τον ενδιέφερε. Όσο σκληρό κι αν ακούγεται, έτσι είναι ο κόσμος. Ιδιαίτερα ο αντρικός συναγωνισμός, υπάρχει δεν υπάρχει, λόγος. Ποιος θα φανεί πιο σκληρός. Πιο ωραίος. Πιο κατακτητής. Με οικονομική άνεση, έχεις δεν έχεις. Ακόμη και μεταξύ γειτόνων, αντρών, ίδιας ηλικίας, που απλά λες μια καλημέρα, υποβόσκει ένας ακήρυχτος συναγωνισμός. Αν πέτυχες, πως το δείχνεις, πως θα πατήσεις τον άλλο. Αυτή είναι η αλήθεια.

Γεράσιμος Μηνάς 2006-2007
Ο αρχηγός της οικογένειας

Ήταν δύο δίδυμες αδελφές, η Περσεφόνη και η Χαρίκλεια. Τελείωσαν και οι δύο, το λύκειο, όμως, μόνο η Περσεφόνη πέρασε στο Πανεπιστήμιο. Και μάλιστα σε ένα νησί, πολύ μακριά από την Αθήνα. Επιστρέφοντας, ακολούθησαν χρόνια με σεμινάρια και εργασία με ελάχιστη μίσθωση σε υπηρεσίες της επαρχίας. Όλο αυτό τον καιρό η Περσεφόνη έλειπε από το σπίτι, καταφέρνοντας επίσης, έπειτα 10 χρόνια να τη συνοδεύει ένα σταθερό εισόδημα, πάνω στον τομέα που σπούδασε. Είχε ανακαλύψει και μια κατοικία με ένα πολύ καλό ενοίκιο, κι έτσι εξακολουθούσε να παραμένει ακόμα ανεξάρτητη από τη στιγμή που τελείωσε το λύκειο. Καμία σχέση βέβαια με την αδελφή της Χαρίκλεια, η οποία ήταν άτυχη στην εύρεση εργασίας, και από τα δέκα χρόνια που είχαν πλέον περάσει, δούλεψε, μόλις τα τέσσερα. Έμενε ακόμη με τους γονείς της.
Η Περσεφόνη επικοινωνούσε άνετα με τη μητέρα της η οποία, μπορεί να συμφωνούσε κατά ήμισυ με τις αποφάσεις της κόρης της όμως δεν την πίεζε καθόλου, κι όλη η ανησυχία της επικεντρωνόταν στην σωματική της ασφάλεια. Ο πατέρας δεν ερχόταν επ’ ουδενί λόγο, σε ρήξη μαζί της επειδή γνώριζε τον ανεξάρτητο χαρακτήρα της κόρης του, η οποία δεν ανεχόταν οποιοδήποτε έλεγχο στην ζωή της. Άκουγε τις προτροπές του πατέρα της, όμως δεν τσακωνόταν ποτέ μαζί του. Επειδή ήταν έτοιμος να της γράψει το σπίτι στο χωριό του πατέρα του.
Εκείνος, σε μια ιδιωτική συζήτηση που είχε κάνει με την άλλη του κόρη, Χαρίκλεια, της αποκάλυψε, πως δεν ερχόταν σε ρήξη με την αδελφή της γιατί εμμέσως τον είχε “απειλήσει”, αφού το εισόδημα της είχε πολύ καλές αποδοχές, πως θα εγκατέλειπε την Πρωτεύουσα για να εγκατασταθεί μόνιμα, κάπου αλλού. Δεν θα άντεχε μια επανάσταση της.
Η Χαρίκλεια δεν εκδήλωνε διπλωματική αντιμετώπιση απέναντι στα συναισθήματα του πατέρα της, αντίθετα, ερχόταν σε ευθεία ρήξη μαζί του όταν εκείνος γινόταν καταπιεστικός, σε σημείο να γυρίσει και να του πει κάποια στιγμή, «επειδή δεν μπορείς να ελέγχεις την Περσεφόνη επειδή ζει μόνη της, καταπιέζεις εις διπλούν, εμένα, που ζω ακόμη μαζί σας, έπειτα από τρεις δεκαετίες ακόμη.
Μήπως είσαι κι εσύ, ένας αντίστοιχος πατέρας; Ο αρχηγός της οικογένειας, ο οποίος παραπλανάται από την άστοχη υποταγή του ενός του παιδιού, στην οποία δεν παρατηρεί κενά, αντίθετα, όταν το δεύτερο του παιδί εκδηλώνει άμεσα και αληθινά την τάση του να έχει το ίδιο, τον έλεγχο του εαυτού του, εξακολουθείς ακόμη υποσυνείδητα, να πιστεύεις ότι ελέγχεις εσύ τα πάντα. Άρα, όποιος σε πλησιάζει με “καλό” τρόπο, κατέχει την τέχνη της αληθινής επικοινωνίας.
Εύχομαι οι περισσότεροι από εσάς, να πετύχατε στις πανελλήνιες, κυρίως όμως, να έχετε τα μέσα να σπουδάσετε στην επαρχία. Εύχομαι να πετύχατε στην καλύτερη επιλογή, που θέσατε ως προτεραιότητα. Πάνω απ’ όλα, συγκρατήστε τον ενθουσιασμό σας, και την όρεξη, γιατί τώρα ξεκινά ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή σας. Συνοδεύεται από μια νέα μορφή ανεξαρτητοποίησης, μαθαίνοντας την ευθύνη των χρημάτων, την ευθύνη του ίδιου μας του εαυτού. Προσέξτε τον εαυτό σας. Εύχομαι πραγματικά, να έχετε τα μέσα, να ξεκινήσετε τον εφοδιασμό της προσωπικότητας σας, μαθαίνοντας μια επιστήμη. Επιμείνετε. Αφοσιωθείτε, χωρίς όμως, υπερβολές. Μην εξαντληθείτε, απ’ το διάβασμα. Κυρίως, δείτε το δώρο που σας δόθηκε, ταπεινά, χωρίς να υποτιμάτε όσους δε τα κατάφεραν να πετύχουν στις πανελλήνιες.

Γεράσιμος Μηνάς 2006-2007
Τρυφερά λόγια

Αγαπουλίτσα μου, γλυκιά μου ομορφιά, όλες τις χάρες, έχεις. Γνήσιο 100%, θηλυκό, είσαι. Μάτια γαλάζια. Που χρωματίζουν τους τοίχους του σπιτιού με την ίδια απόχρωση. Γεμίζοντας με ενέργεια, όλη η παρούσα αντανάκλαση, φωτός. Σπουργιτούλα μου. Μικρό μου αγαθό, λουλουδάκι. Έλα να σ’ αγκαλιάσω. Να σου δώσω ένα φιλί. Τέτοιο σεβασμό, ποτέ σου, δε βρήκες. Αγάπη σιντριβανιού, που ανανεώνεται. Πως, να σε ξεκουράσω;
Λίγο μασάζ. Αγαπημένη μουσική. Χρόνος ηρεμίας, λίγο να κοιμηθείς. Να κλείσεις τα ματάκια σου. Αναπαύσου, ζωή μου. Άσε με να καθαρίσω ότι μπορώ, στο σπίτι. Να φέρω μια ανθοδέσμη. Να σε ξυπνήσω μ’ ένα χειροφίλημα, κι ένα σοκολατάκι, γεύση γλυκιά, ανταγωνίζεται τη τρυφερότητα μου.
Έλα να βρούμε χρόνο, να φύγουμε απ’ την πόλη, να γίνεις ένα με τη φύση, να ελευθερώσεις τις πατουσίτσες σου, πάνω στην άμμο. Να αισθανθείς ελεύθερη, με την θαλάσσια αύρα, στοργικό ύφασμα, να καλύπτει εκείνο που μόνο εγώ δικαιούμαι να βλέπω, όταν, κλείνει η πόρτα, η κουρτίνα, ξεκινώντας η ιδιωτική μορφή, δημοκρατίας. Ζευγάρι σημαίνει, σε φροντίζω, όπως εμένα. Θέλω και σου χαρίζω όλο μου το είναι, με γλυκά λογάκια, απωθώντας τις αιτίες, τις εξωτερικές, που προκαλούν νεύρα. Αν μπορείς να βρεις άλλον, να σου δείξει, πόσο αληθινά, περισσότερο, σ’ αγαπά. Το επιθυμεί, ως προορισμό του στη γη. Ως γονίδιο, ήρωα, χαρακτήρα, από ένα ευαίσθητο ποίημα, σελίδα ερωτικού μυθιστορήματος, που προκαλούν ρίγη, τόσα συναισθήματα. Σε παίρνω αγκαλιά, σιγοτραγουδώ ένα σκοπό, ή απλά αφηνόμαστε στη συγχρονισμένη, ίσως, αναπνοή, στα σώματα μας, που ‘ναι ψυχές που αναπνέουν, αρμονικά. Μου λες, η αγάπη δεν είναι μόνο για το καλοκαίρι, ή την Άνοιξη που αναθαρρεύουμε. Κοίτά τα μάτια μου, σου απαντούν εκείνα. Ένα δώρο στο τώρα, είναι η αγνή ένωση, εναρμονισμένοι με την τάξη στο σύμπαν –ήρεμο είναι. φωτισμένο. “Αραιοκατοικημένο”, συμφωνούν όμως τα στοιχεία, μεταξύ τους, στο χώρο και το χρόνο. Τα ανόμοια, μεταξύ τους.
Μόνο η τρυφερότητα κρατά κάποιον στη ζωή, καρδούλα μου. Πληρωμένη με υπομονή, επειδή αρκείσαι στα λίγα. Εκτιμώντας τη θηλυκή σου, φύση, όπου κι αν σε δω. Στη πόλη, το δωμάτιο στις διακοπές, στο νησί. Αν είναι δυνατόν να μην αντλώ χαρά, απ’ τα μακριά σου, μαλλιά, το χαμόγελο, τα φωτεινά μάτια, τα υφάκια, το καλούπι σου, τα παιχνίδια σου τα εκφραστικά, που μας ονομάζουν, ταιριασμένους. Πού ήσουν τόσο καιρό, κούκλα μου, τι και ποιοι, καταπίεζαν το θέλω σου, να σε “βρω”. Η ευγένεια να υπάρχεις, ταπεινά, με σεβασμό προς τους πάντες εκεί έξω. Ν’ ανοίγεις τη πόρτα, να περιμένεις στην ουρά, να βοηθάς στο χώρο και το χρόνο, κι όταν η διάθεση μας, δεν είναι η κατάλληλη. Προϋποθέτει ανατροφή, ανάγκη να είσαι ήρεμος, να είσαι τρυφερό πλάσμα. Να λιώνω σα μου μιλάς, τρυφερά. Να ‘ξερες, πόσο μου λείπει. Να σ’ ευχαριστεί, να ‘σαι ευγενική, γιατί επίσης συμπεραίνεις, τη χρόνια έλλειψη μου, που ίσως λάθος, απέφευγα.
Δες πόσο τα πρόσωπα, χρωματίζονται απλά, στη πόλη, στη κούραση, στις διακοπές, ενόσω είσαι αληθινός. Πού βρισκόσουν; Γιατί άφηνες το χρόνο, που σε ταλαιπωρούσε; Να ‘μαστε μαζί, το ‘θελες, όχι να βαριόμαστε, να μη γνωρίζουμε τι θέλουμε. Μαζί σημαίνει, μαζί, στη κοινή πορεία μας προς το αύριο, καθένας στο ρόλο του, κλωστές ενώνουν τα ενδιαφέροντα μας. Πινελιές δικές σου στα γραπτά μου, φυσικό αγαπώ και αγκαλιά, προκαλώντας σου ρίγη, ασφάλειας, στις όποιες σου απασχολήσεις.
Αν είναι δυνατόν να βρεις άλλον να σ’ αγαπήσει, ως προορισμό, στη ζωή του.
Αν ήταν δυνατόν οι γυναίκες να αγαπούσαν περισσότερο, τον εαυτό τους, σεμνές, φυλάσοντας τα φυσικά τους στοιχεία, για κείνον που τα εκτιμά, με σεβασμό ως ανθρώπινα, με απαλότητα σκέψης. Ρίγη διαπερνούν τη τηλεφωνική γραμμή, ρίγη θερμαίνουν το κορμί, σα αγκαλιά από απόσταση. Φιλάκι, στο μαγουλάκι, στο λαιμό, στα χέρια, τα χειλάκια. Κοκκινίζεις σα χαμόγελο ζωής, μετά τη βροχή, τη ταλαιπωρία.
Χρόνος που αφιερώνεται, φυσικά. Χρόνος, κόπος, κανένας. Σ’ αγαπώ.
Βάλε του Αντώνη Καλογιάννη, το τραγούδι: το γλυκό μου μυστικό.

Γεράσιμος Μηνάς 2007

Τι εστί, ιερόδουλος

Βρισκόμαστε, επομένως, εδώ. Γι’ αυτές τις δεκαετίες που θα ζήσουμε, ή θα μας ορίσουν, ορισμένοι εγκληματίες, της Κυβέρνησης ή όχι. Πατάμε στη γη, γιατί ο Άνω, δε μας ήθελε, ποτέ, ίσως, εξού και η μηλιά της γνώσης –χαμογελώ. Αν ήταν δυνατό, ένα πλάσμα από σάρκα, να γίνει, ποτέ, ίσο, με ένα αθάνατο Πνεύμα. Τέλος πάντων, όπως και να ‘χει, μας Παρέδωσε στον πλανήτη του κακού, δικαιολογημένα επομένως, τα πάθη, τα πιο ισχυρά, ιδίως, που προκαλούν μαζικές σφαγές, διακόπτοντας τη πορεία, καθενός. Ο οποίος, οποιοσδήποτε, θα ήθελε να αποκτήσει τη γνώση, την ωριμότητα, να δει το μελλοντικό ταίρι, νωρίς, γιατί, φαντάσου, να παντρευτεί κάποιος, στα 45 του. Φαντάσου τη ψυχολογία του παιδιού του, όταν εκείνο θα είναι στα 35, να πεθάνει ο πατέρας του, ίσως και πιο νωρίς, απ’ το προβλεπόμενο που πιστεύει ο καθένας. Το λέω αυτό, γιατί ουρλιάζετε, όταν σας λένε, όντας εσείς, κάτω των 30, άντε, τι περιμένετε, παντρευτείτε. Αλλά, μήπως είδατε το αντίθετο φύλο, ποτέ, ως άνθρωπο. Ίσο δηλαδή, στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις. Μήπως ηρεμήσετε. Εννοήσετε τι είναι, αξιοπρέπεια, σωματική και πνευματική, καθαριότητα.
Εν προκειμένω, διατήρηση της σωματικής υγιεινής, επιλέγοντας με σοβαρά, συναισθηματικά, κριτήρια, το ταίρι μας. Όχι αλλάζουμε σα τα πουκάμισα, σώματα και σχήματα. Υπάρχουν άντρες, που τους χτυπάει πολύ άσχημα, να μάθουν, πως η τάδε συνομήλικη τους, πήγε με 6, 7, άλλους, πριν από κείνον. Τούτο ομοιάζει, με ένα είδος, πορνείας, όπου ένας σοβαρός άντρας, φυσιολογικά, αποστρέφεται. Για μένα μιλάω. Όχι ότι δεν έχω χάσει ευκαιρίες, περί πράξης, λόγω ανάγκης, κυρίως, για κείνο το πρωτόγνωρο, της αποδοχής, και συναισθηματικά. Για να είμαι ειλικρινής, μερικές φορές το μετανιώνω, αφού έχουν στενέψει τα όρια αντοχών, αποδέχομαι όμως την μοναχική μου ζωή, στην οποία έχω κι ο ίδιος, μερίδιο ευθύνης.
Δεν θα δεχτώ, όμως, ποτέ, το επάγγελμα των ιερόδουλων γυναικών, όπου δέχονται πάνω και μέσα τους, κάθε άπλυτο, ανώμαλο, ψυχρό και κυνικό, αρσενικό. Το παραμύθι, που άκουσα σήμερα, 22 Μαΐου, στην εκπομπή της Βάνας Μπάρμπα, στον Άλφα: οι ιερόδουλες αγαπούν τους άντρες, μέσα απ’ το επάγγελμα τους! Εκτός απ’ τον ίδιο τους τον εαυτό, φαίνεται. Να υπομένουν, 6 βιασμούς, ανά ώρα, μιας και ο κάθε πελάτης, όπως λέγανε, δικαιούται 10 λεπτά, για να κακοποιήσει σωματικά, φαίνεται, μια γυναίκα. Αυτές οι ιερόδουλες που καγχάζουν πως κρατούν τη Κοινωνία, ήρεμη, δίχως βιασμούς, ούτε καν υπερασπίζονται τον εαυτό τους, για το προσωπικό τους βιασμό, κάθε δέκα λεπτά. Κάθε δέκα λεπτά. Κάθε δέκα λεπτά. 3, 6, 8, 12 ώρες, καθημερινά. Εκείνο που με εξοργίζει, είναι που βγαίνουν στην τηλεόραση, και χαμογελούν επιδεικτικά, υπερήφανες για το αρχαιότερο επάγγελμα που ασπάζονται.
Εδώ μιλάμε για θράσος, το οποίο προβάλλουν. Δυστυχώς, το να αρέσει σε άνθρωπο, να κάνει σέξ, φαίνεται, οδηγεί σε τέτοιο εθισμό, όπου η επανάληψη δίχως συναίσθημα, της πράξης, σε εντατικό βαθμό, οδηγεί ορισμένα άτομα, να κάνουν την ανάγκη τους, επάγγελμα. Εδώ μιλάμε για προβληματική, ψυχοσωματική, κατάσταση, των ιερόδουλων. Οι υπόλοιποι που αλλάζουν ..ταίρι.. σα τα πουκάμισα, πραγματοποιούν μια άτυπη μορφή, πορνείας. Όταν λέω εγώ, μερικοί είναι μόνο το σώμα τους, δε το δέχεστε. Το μίασμα που μαζεύετε πάνω σας. Επειδή σ’ ετούτη τη ζωή, υπάρχει το σωστό και το λάθος. Έστω κι αν δεν υπήρχε ο Θεός, κι είχαμε γίνει από τους πιθήκους! Χαμογελώ.
Συλλογίζομαι, πόσοι νέοι άνθρωποι, μόλις ενήλικες, άντρες, έχουν καταστρέψει όλη τους τη ζωή, τον ψυχισμό τους τον ίδιο, επειδή η πρώτη τους φορά, συνέβη σε κάποιο δωμάτιο, οίκου ανοχής. Όπου προφανώς, δεν αλλάζουν σεντόνια, ίσως και για μέρες. Τι αηδία, Θεέ μου, που αποπνέει ένας τέτοιος χώρος, αυτές οι επαγγελματίες. Μια αόρατη γλίτσα, αόρατη λάσπη, αόρατη αίσθηση, της εύκολης λύσης, στα πάντα. Όλα στο πιάτο. Να μη προσπαθούμε. Με αξιοπρέπεια, έστω λίγη, συστολή. Ανάγκη για συναίσθημα, με σεβασμό η ένωση, όχι υποχωρώντας, ότι κι αν σημαίνει αυτό, σκεφτείτε το, μόνοι σας.
Βγάλτε τα συμπεράσματα σας. Πως δεν υπάρχει ραδιοτηλεοπτικό. Ακόμη κι οι στριπτιτζούδες, από ανάλογα μαγαζιά, μπορούν να διαφημίζουν τη δική τους, δυσοσμία. Τη δική τους μορφή, πορνείας. Ακόμη και όσες –εγώ λυπάμαι αρκετά- όταν βλέπω όμορφες κοπέλες, να χαραμίζονται, να μη ξέρουν τι να κάνουν με τα νειάτα τους. Αυτό είναι το πρόβλημα ετούτης της γενιάς.
Γίνονται σιγά σιγά, ένα προιόν.
Σα τις γυναίκες ηθοποιούς, που “υποδύονται” σ’ ερωτικές σκηνές, σοβαρών υποτίθεται, παραγωγών, κάτι που μόνο εκείνες, γνωρίζουν. Τώρα τι, μη με ρωτάτε. Δε θέλω να πω περισσότερες αλήθειες. Δεν άρεσαν και ποτέ.

- Πόρνος είναι και ο κάθε άντρας, που κοροιδεύει τις γυναίκες, μέσα σε σχέσεις, αυξάνοντας τον αριθμό, με όποιες κοιμήθηκε. Εσείς οι γυναίκες, να τους αποφεύγετε -

Γεράσιμος Μηνάς 2007
Γκέϊ γάμος,
Στην Ελλάδα

Με λύπη μου ενημερώθηκα, για τον πρώτο γκέϊ, γάμο, στην Ελλάδα, σε κάποια πρεσβεία, Αφρικανικής χώρας. Ένας εκ των οποίων, αντρών, είναι Έλληνας. Ως γνωστό, οι γκέϊ, άντρες και γυναίκες, είναι πολύ φανατισμένοι, για αυτό που οι ίδιοι θεωρούν, φυσιολογική συνουσία –ήμαρτον- γι’ αυτό, δε θα γίνω, πολύ εριστικός. Επειδή, επίσης, είναι άθεοι, άρα έχουν το ακαταλόγιστο..
Αφού ο Θεός θεωρεί ασχημοσύνη –και αηδία, προσθέτω εγώ- ότι κάνουν δύο άνθρωποι, ιδίου φύλου, πίσω από κλειστές πόρτες, ελπίζω. Ευτυχώς που δε κυκλοφορώ, λόγω ανεργίας, γιατί δεν ξέρω πως θα αντιδρούσα, αν έβλεπα εμπρός μου, κάποιο γκέϊ, ζευγάρι. Το μόνο που μπορείς να σκεφτείς εκείνη την ώρα, είναι; να ένας άνθρωπος, που πάει χαμένος. Κάποιον άντρα, που στερείται μια γυναίκα. Κάποια που είναι λεσβία, και σε άλλη φυσιολογική, περίπτωση, θα κάλυπτε το κενό, συμβιώνοντας μ’ έναν άντρα. Δυστυχώς το πρότυπο της ανωμαλίας, πουλάει, που αν οι ψυχολόγοι, ψυχίατροι, σεξολόγοι και απαυτολόγοι, άνοιγαν στ’ αλήθεια, τα χαρτιά τους, περί του θέματος, πως γίνονται οι ομοφυλόφιλοι, θα γκρεμιζόταν όλη η επιστήμη της ψυχανάλυσης. Ακόμα κι αυτοί οι σύμβουλοι ψυχικής υγείας, δε θέλουν να ξεχωρίσουν, τι είναι φυσιολογικό, και τι, όχι, γιατί θα χάσουν πελάτες.
Ζώντας στον πολιτισμό της μοναξιάς, είναι πραγματικά, κρίμα, να στενεύουν τα πλαίσια, να βρει ένα ετερόφυλο άτομο, ταίρι. Το χειρότερο που μπορεί να πάθει: να πέσει σε άνθρωπο που έκανε εγχείριση, αλλαγής, φύλου. Όπως συζητούσαν σε μια παλαιότερη εκπομπή στην τηλεόραση. Άντρες την πατήσανε. Πόσο κλονίστηκε το είναι τους, όταν έμαθαν, πως η ..γυναίκα.. δίπλα τους, ήταν προηγουμένως, άντρας! Αν και φαίνεται, νομίζω, εν μέρει, από τη χοντρή φωνή, αν και τούτο το παθαίνουν, όσες γυναίκες, καπνίζουν.
Δε ξέρεις από πού, να φυλαχτείς.
Θα μου πουν, κάποιοι, του νέου ..είδους.., ποιος με έχρισε δικαστή. Απλά χρησιμοποιώ το δημοκρατικό μου δικαίωμα, να κάνω αυτό που δε κάνουν όλοι οι υπόλοιποι, μη κατονομάζοντας, τι είναι φυσιολογικό. Δεν υπάρχει μέση άποψη. Να ρίξεις νερό στο κρασί. Αρκετή ντροπή, αρκετά, απασχολούν τα Μ.Μ.Ε., οι γκέϊ, σα να δίνουν το σύνθημα: μόνο οι ομοφυλόφιλοι είναι ευτυχισμένοι. Περνάνε καλά. Τα έχουν ..καλά.. με τον εαυτό τους! Τα βάζουν ακόμη και με τους Αγίους της Καινής Διαθήκης, κείμενα Θεόπνευστα, για την ασχημοσύνη μιας ενεργής ή όχι, ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς. Αλλά είπαμε, άθεοι είναι, ότι θέλουν κάνουν.
Παντρεύονται μεταξύ τους, κλπ.
Εξαιτίας τους, επειδή έκανα το Άμστερνταμ, την πόλη της χαράς.. τους, δε θα πήγαινα, ποτέ.
Όπως προείπα, κανείς δε βάζει το μαχαίρι, στη πληγή, ν’ αποκαλύψει το παρελθόν των γκέϊ, πως κατέληξαν σε μια νέα φύση, που στους περισσότερους, δε μας αρέσει να τους βλέπουμε να κυκλοφορούν έξω. Οτιδήποτε αφύσικο, μας ξινίζει. Ίσως να έγινα γκέϊ, λόγω κάποιου χαλασμένου γονιδίου, χάρη στο οποίο, πράττουν την αηδιαστική τους, συμφωνία δύο, πράξη. Περισσότερο κρίμα για τις γκέϊ γυναίκες, που θέλουν να γίνουν και πρότυπα, μέσω κάποιας βράβευσης τους. Αλλά όπως προείπα, καλύτερα να μη συγκεκριμενοποιήσω, επειδή είναι φανατισμένοι.
Έχουν μπερδευτεί οι έννοιες. Όπως εκείνη, ποιος είναι κομπλεξικός. Δηλαδή, άρρωστος.

Γεράσιμος Μηνάς 2007
Απεργίες δημοσιογράφων

Οι απεργίες των δημοσιογράφων, εμένα, μου αφήνουν αρνητικά συναισθήματα. Σα να μην εφευρέθηκε, ποτέ, ας πούμε, η τηλεόραση. Αλλά ας μιλήσουμε σοβαρά. Λες και αν κάνετε απεργία, θα ιδρώσει το αυτί, εκείνων που έχουν αναλάβει το έργο της δικαιοσύνης, στην Ελλάδα, όσο αφορά τι έγινε με τα ομόλογα. Πρόσθετα: πως είναι δυνατόν, να απεργείς στον ιδιωτικό τομέα, χωρίς να μη φοβάσαι την απόλυση. Εκτός κι αν πιστεύουν, πως μεταμορφώθηκαν ξαφνικά, οι δημοσιογράφοι, σε “αγγέλους” της τετάρτης εξουσίας –ή τρίτη είναι; Ξέχασα πια.
Η σημερινή ενημέρωση, μέσω των Μ.Μ.Ε. ως επί τω πλείστων, δεν έχει χαρακτήρα, επειδή όπως άκουσα πρόσφατα, δημοσιογράφοι, άλλα λένε στα παρασκήνια, άλλα εμπρός στις κάμερες. Η γνώμη τους δηλαδή, χρίει ευκόλως, οδηγία κατεύθυνσης, στις, εκ της διευθύνσεως, πεποιθήσεις, που πρόσκεινται σε κάποιο κόμμα. Δυστυχώς υπάρχουν και δημοσιογράφοι που βγαίνουν στο γυαλί, φωνάζοντας για δικαιοσύνη και πολιτική, κάθαρση, μα έχουν παρωπίδες, στο τι πρέπει να ακούγεται στον αέρα.
Το θέμα δεν είναι, ποιος ακούει. Αν επηρεάζεσαι να αλλάξεις κόμμα, ενόσω το ψήφιζες για δεκαετίες –ουτοπίες. Ούτε οι ίδιοι οι πολυμήχανοι, αυτοδιόριστοι επικεφαλείς, της πολιτικής κάθαρσης, μ’ ένα μικρόφωνο στο πέτο, και χαρτί με περίληψη της ομιλίας τους, δε καταφέρνουν να μας αποσπάσουν τη προσοχή, απ’ τα λαϊκά μας προβλήματα. Εξάλλου, πόσοι διαβάζουν εφημερίδα; Κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας. Σα μερικούς συγγραφείς που πουλάνε, 6, 7, 10, 16 χιλιάδες, αντίτυπα, βιβλίου τους, και κοκορεύονται οι ξεφτίλες. Σε μια πόλη των 4 και 5 εκατομμυρίων, κατοίκων, οι 10 χιλιάδες, αναγνώστες, τι ξεφτίλα ποσοστό, είναι;
Αυτή μάλλον είναι η συνείδηση του Έλληνα, ως προς να εκτιμήσει τον κόπο του άλλου, που θέλει να προσφέρει μια ιστορία, στον κόσμο. Η Εθνική μας συνείδηση, στο να θεωρούμε αναγκαίο, να ενημερωνόμαστε, σφαιρικά. Έχοντας, ή μάλλον, χρησιμοποιώντας τη νοημοσύνη μας, στο να διαβάζουμε την αλήθεια, στο βλέμμα των δημοσιογράφων. Αν είναι αληθινοί ή υποκρίνονται. Η φημισμένη μνήμη, των Ελλήνων, που αλλοιώνεται με το πέρας του χρόνου. Δε συγκρατείς στο πίσω μέρος του μυαλού σου, γεγονότα και φράσεις, του τύπου: μετά από δέκα χρόνια, κανείς δε θα θυμάται, το τάδε και το δείνα. Εναρμονίζονται μεταξύ τους, τα 2, κύρια, πολιτικά, κόμματα. Το ευχαριστώ στους Αμερικανούς, με τη κοινή συμφωνία, μεταξύ Ελλάδας και Σκοπίων, για το νέο όνομα, του τελευταίου.
Διερωτώμαι: όταν ένας δημοσιογράφος είναι στη δούλεψη ενός εκδοτικού συγκροτήματος, που παράλληλα, πιθανόν, έχει αναλάβει και δημόσια έργα, είναι δυνατόν, ως υπάλληλος, να βγεις και να πεις, κατονομάζοντας: ο τάδε εκδότης του τύπου είναι μπλεγμένος εκεί κι εκεί; εφόσον είναι ο εργοδότης σου; Γενικά, εκτός απ’ τον Λεβέντη, δε μιλάει κανείς για τους τρανούς και φοβερούς –με κενό στο κεφάλι- εκδότες του τύπου, στην Ελλάδα, ονομαστικά, για τις όποιες λαδιές τους.
Είναι δυνατόν, ο υπάλληλος, να εκφράζει ότι πιστεύει, μέσα του, δημοσίως; Πότε κάνατε απεργία, για τους συναδέλφους σας, που απολύθηκαν, απ’ το πουθενά, από ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς, σταθμούς;
Όπως και να ‘χει, σε απεργία των δημοσιογράφων, ισχύει το παλιό καλό, ρητό, όταν λείπει η γάτα, χορεύουν τα πολιτικά ποντίκια.

Γεράσιμος Μηνάς 2007
Συνέντευξη μ’ έναν αναρχικό

Τις προάλλες που περπατούσα στην πλατεία εξαρχείων, με σταμάτησε ένας τύπος, ζητώντας μου, ταυτότητα. Του λέω, εσείς ποιος είστε; Αστυνομικός; Δώσμου την ταυτότητα σου, αγριεύει. Είναι απαραίτητο; Ρωτάω. Όχι πολλά λόγια, απαντά απότομα. Αν δε δω τα δικά σας διαπιστευτήρια, όπως γνωρίζω από το Σύνταγμα, δεν είμαι υποχρεωμένος να πράξω οτιδήποτε. Δημόσιος χώρος, είναι, προσθέτω, και θα πηγαίνω όπου θέλω. Μαγκιές; Γελάει αυτός. Καλεί έναν άλλο, νεαρός φαινόταν στην ηλικία. Τι λέει αυτός, ρε; Μου φαίνεται θα τις αρπάξει, χαμογελάνε.
- Αναρχικοί είστε; Ρωτώ με θάρρος.
- Γιατί; Σε θεωρήσαμε δικηγόρο μας;
- Δεν ξέρω για δικηγόρο. Σίγουρα, εσείς δε μου φαίνεστε για εισπράκτορες. Θέλετε κάτι άλλο; Έχω και δουλειές.
- Μπα! Αποκρίνεται. Δε κατάλαβες. Λέγε ποιος είσαι, γιατί πάτησες ξένο έδαφος!
- Εγώ νόμιζα ότι έχουμε δημοκρατία.
- Πάει αυτή, καταργήθηκε.
- Ναι; Χαμογελώ. Από πότε; Λοιπόν, γειά σας.
- Ρε ….. (μας έκοψε το όνομα, η πολυεθνική δεδομένων), πολύ έξυπνα μιλάει αυτός, συνεννοούνται μεταξύ τους. Σου φαίνεται για δημοσιογράφος; Ο άλλος σηκώνει τους ώμους. Γράφεις κάπου, ρε; Ρωτά.
- Έχω ένα Blog, αν θέλετε ν’ ακουστεί η σημερινή άποψη σας.
- Πως, ρε, βέβαια! Που βολεύεσαι;
- Όπου να ‘ναι, μιλώ.
Καθόμαστε στο πρώτο παγκάκι που βρίσκουμε. Ο νεαρός στέκεται όρθιος, κρατώντας, τσίλιες.
- Ας ξεκινήσουμε, παίρνω το λόγο.
- Έχεις μαγνητόφωνο;
- Όχι.
- Θα τα θυμάσαι;
- Έχω γερή μνήμη.
- Δε πιστεύω να ‘σαι μπάτσος. Μήπως, ρε, έχεις κοριό;
- Σου φαίνομαι για μπάτσος, όταν με έλεγξες;
- Όχι τόσο, αλλά δε ξέρεις καμιά φορά.
- Γιατί; Εσείς ποιους ελέγχετε;
- Ναρκομανείς. Τσιράκια, ενοχλητικούς κάθε είδους.
- Όπως;
- Αυτούς που φυσάνε από ρούχα.
- Σας ενοχλούνε, ε;
- Ποιους, εννοείς; Ρωτά.
- Ότι είστε.
- Τι εννοείς, ότι είμαστε; Σα να θυμώνει.
- Ξέρω γω. Αιώνιοι φοιτητές. Άνεργοι. Μετανάστες. Δε ξέρω.
- Τι λέει αυτός, ρε; Απευθύνεται στον τσιλιαδόρο. Του μοιάζουμε για ζητιάνοι;
- Σίγουρα όχι, αποκρίνομαι. Φαντάζομαι αυτοί δεν είναι βίαιοι.
- Από ποιους νομίζεις πως παίρνεις συνέντευξη;
- Από αναρχικούς;
- Ποιους θεωρείς, εσύ, αναρχικούς; Με περιπαίζει.
- Αυτούς που καίνε αυτοκίνητα, σπάνε βιτρίνες, ρημάζουν ότι βρούν.
- Δημοκρατία έχουμε, χαμογελά.
- Αντί να καταλύετε τη δημοκρατία, με τη βία, γιατί δε γράφετε, κάπου;
- Με τα λόγια δεν αλλάζει ο κόσμος.
- Δηλαδή εσείς, τι πάτε ν’ αλλάξετε; Το ίδιο σας το δικαίωμα, όπως όλων, να κυκλοφορούμε ελεύθεροι;
- Δε ξέρεις που ζεις, φαίνεται! Κάθε γωνιά, και μπάτσος. Πήξαμε στην ανούσια παρακολούθηση. Ποιος παράγει τη βία, νομίζεις;
- Κι εσείς γιατί δίνετε σημασία; Εκτός βέβαια, αν δε σας αρέσει η ηρεμία. Αλλιώς γιατί τα βάζετε με την αστυνομία;
- Γιατί βαριόμαστε.
- Είναι δηλαδή, εικονική, η αντιπαράθεση με την αστυνομία;
Χασμουριέται. Φέρε έναν καφέ, λέει, στον νεαρό τσιλιαδόρο. Ο άλλος τσακίζεται.
- Λοιπόν;
- Τι λοιπόν; Γκρινιάζει. Κάνε σωστά τη δουλειά σου.
- Η αλήθεια κάνει σωστά τη δουλειά της, εσείς τι κάνετε, ήθελα να ‘ξερα.
- Προσπαθούμε να ζούμε ελεύθεροι.
- Καίγοντας ας πούμε, το τόπο εργασίας, του άλλου, π.χ. μια τράπεζα!
- Έχουν λεφτά αυτοί. Δε χάνονται.
- Οι υπάλληλοι;
- Αυτοί που τις φυλάνε.
- Άρα τα βάζετε με την εξουσία.
- Προσπαθούμε. Χασμουριέται ξανά.
- Το θεωρείτε δημοκρατία, αυτό;
- Όχι, πως σου ‘ρθε; Απλά δε συμφωνούμε με την αστυνομοκρατούμενη δημοκρατία, όπως την εννοούν εκείνοι.
- Άμα κάποιος καίει, κάποιος πρέπει να προστατεύει.
- Απ’ τα γραφεία τους, με 600 και 700, ευρώ.
- Αφού είναι στα γραφεία τους, τότε τι σας ενοχλούν;
- Γέμισε ασφαλίτες η πόλη, κι εσύ ζεις στην κοσμάρα σου.
- Αφού τους προκαλείτε. Δε βρίσκατε δουλειά, και γίνατε αναρχικοί; Ή θεωρείτε δουλειά, την “αστυνόμευση”, όπως βλέπω, από εσάς, των εξαρχείων;
- Απλά δε θέλουμε να μας ενοχλούν.
- Δεν έχετε μανάδες, εσείς; Ποιοι σας ζουν;
- Μόνοι μας! Έφερες τον καφέ, μιλά στον άλλο. Πως το ‘παθες;
- Έτσι απλά, ζείτε τον εαυτό σας, μιλώ τώρα, εγώ.
- Ενήλικοι είμαστε.
- Απλά δε ξέρετε τι να κάνετε με αυτό, φαντάζομαι.
- Ξέρουμε.
- Αλήθεια;
- Βέβαια, ειρωνεύεται. Ζούμε το σήμερα.
- Αναπαράγοντας τη βία που μισείτε. Λάθος λέω. Κάποιος που μισεί την εισερχόμενη βία, δε πετά μολότωφ, από πανεπιστημιακά άσυλα. Δε πετά πέτρες στο συνάνθρωπο.
- Τα ωραιοποιείς, Blogger. Εμείς απλά, εκφραζόμαστε.
- Κάνετε τέχνη, με τη βία, ε;
Γελάει.
- Έχεις χιούμορ. Τι θέλεις να μάθεις;
- Κάνετε αγγαρεία, όταν τσακώνεστε με την αστυνομία;
- Απλά διατηρούμε την αδρεναλίνη μας.
- Για ποιο λόγο;
- Είσαι αδαής, μου φαίνεται. Δεν ακούς για τις συναντήσεις, που κλείνουμε ραντεβού, για ξύλο;
- Νόμιζα, πως μόνο οργανωμένοι οπαδοί, τα κάνουν αυτά. Οι πιο θερμόαιμοι, φαντάζομαι.
- Βαθιά μεσάνυχτα έχεις. Όλα συνδεδεμένα, είναι.
- Αφού τσακώνεστε μεταξύ σας, γιατί σπάτε περιουσίες ανθρώπων, που δε σας αφορούν;
- Γιατί μας τη σπάει, ο πλούτος τους, στη ζωή μας.
- Ποια ζωή σας; Εσείς διαλύετε το χώρο που ζείτε.
- Όχι τα Εξάρχεια.
- Προς τι, τότε, οι συγκρούσεις με τα ΜΑΤ, εδώ γύρω;
- Εμείς απλά, βλέπουμε τους άλλους, που τους αφήνουν να κρύβουν το πρόσωπο τους, και να πλακώνονται, οπότε δικαιούμαστε να κάνουμε ότι θέλουμε.
- Άλλοι δηλαδή, οι κουκουλοφόροι. Με μπερδεύεις.
- Δε πιστεύεις, αλήθεια, πως θα τα έλεγα, όλα.
- Αν θέλεις να ακουστεί η άποψη σας, ειρηνικά.
- Κοίτα να δεις. Πετάξου ρε, να μου φέρεις ένα μπουκαλάκι νερό. Τώρα, ναι! Κοίτα ρε, ένα άτομο! Ο άλλος τσακίζεται. Τι λέγαμε; Στρέφει σ’ εμένα. Εμείς τη πλάκα μας, κάνουμε. Τι άντρες είμαστε, αν δεν είμαστε και λίγο άγριοι; Όπως οι μπάτσοι, π.χ. που διακόπτουνε διαδηλώσεις, σε δημόσιο χώρο, με τη βία.
- Ήσουν κι εσύ, εκεί, εμπρός στο μνημείο του αγνώστου στρατιώτη, στο φοβερό πετροπόλεμο, με τα ΜΑΤ;
- Χάνω τέτοιο πανηγύρι; Γελά.
- Είδες ποιοι έκαψαν το φυλάκιο.
- Αυτό; CIA.
- Τι εννοείς, CIA;
- Αμερικάνοι.
- Που κολλάνε οι Αμερικάνοι;
- Δεν ξέρω. Γελάει.
- Ούτε που ξέρετε τι είναι, να μη χάνεις το χρόνο σου.
- Τα πολλά λόγια, δε φτουράνε, Blogger.
- Ούτε κι η συνεχόμενη βία. Εκτός κι αν σας πειράζει η μουσική που ακούτε.
- Απλά είμαστε ελεύθεροι άνθρωποι.
- Ως πότε;
- Ως να αποκτήσει η Ελλάδα, εξουσία.
- Γιατί τώρα τι έχουμε;
- Κοινοβουλευτική αναρχία.
- Δηλαδή;
- Οι πλούσιοι κάνουν κουμάντο, οι χαρτογιακάδες υπακούουν, φτιάχνουν καταπιεστικούς νόμους, βάζουν κάμερες.
- Εγώ δε βλέπω κάμερες.
- Άμα περπατάς με τη καμπούρα σου. Έλα, πλάκα σου κάνω. Άμα δεις, ξαφνικά, τον ΟΤΕ, χωρίς λόγο, να πασπατεύει τις κολόνες, κάτι δε πάει καλά;
- Διασταυρωμένο;
- Σου φαίνομαι να μιλάω στο βρόντο;
- Όποτε φοράτε κράνη. Βάζετε κουκούλες, κι όποιον πάρει ο χάρος.
- Δικά τους κατοικίδια είμαστε. Απλά δε μας εκπαίδευσαν καλά. Να είμαστε περήφανοι για τον τόπο μας, το είναι μας.
- Σε λίγο θα μου πεις, πως είστε ένα σημερινό είδος, χίππυς.
- Καλό αυτό. Μ’ αρέσει.
- Μόνο που εκείνοι θέλανε την ειρήνη.
- Είδαμε την ειρήνη τους: διαφημίσεις, ακρίβεια, ανεργία. Πολιτική αλητεία. Προδοσίες. Παρακολουθήσεις.
- Αφού προκαλείτε.
- Όχι θα κάτσουμε στ’ αυγά μας. Για πες μου, τα θυμάσαι όλα αυτά, που είπαμε;
- Βέβαια.
- Μπράβο! Όχι σαν εκείνο τον δημοσιογράφο, που έβγαζε προς τα έξω, μόνο ότι, τους βόλευε.
- Ίσως εσύ τουλάχιστον, μιλώ, θα ‘πρεπε να αντισταθείς στη βία. Επιθυμώντας να ξεφύγεις από τη βία, φωνάζοντας τους τόπους και τους χώρους, όποιων αφήνουν ιστορική μνήμη, πίσω τους. Κάπου μόνιμα, όχι καταστρέφοντας.
- Κοίτα να δεις. Έχεις αρχίσει να με τσαντίζεις. Τα κηρύγματα σου, αλλού!
- Μου φαίνεται, πως μόνο θυμό, έχετε. Δεν ξέρετε τι είστε, τι θέλετε. Δε βλέπετε μέλλον, ούτε στις ίδιες σας τις πράξεις. Σε κανέναν. Εκείνο που αποκαλείτε: δίκιο.
- Κι όμως. Κάπου είμαστε χρήσιμοι.
- Τι εννοείς;
- Επιτελούμε, πολιτικό, έργο.
- Τι γνώμη έχεις για τον …. (μας κόψανε πάλι, το όνομα, οι νομιμόφρονες…).
- Αγγαρεία κάνε. Εμείς δε δίνουμε σημασία.
- Εσείς οι αναρχικοί, κάνετε αγγαρεία, όταν κάνετε καταστροφές;
- Εμείς εκτελούμε πολιτικό έργο.
- Μάλιστα. Έχεις κάτι τελευταίο να δηλώσεις;
- Πρώτον ευχαριστώ εσένα, Blogger, για τη δημοκρατία του λόγου. Δεύτερον, ένα μήνυμα προς αυτούς που ξέρουν: «όταν περνώ από δίπλα, μη σκύβεις το κεφάλι, στρέφοντας το αλλού, γιατί καρφώνεσαι. Παρομοίως καρφώνεσαι όταν περιμένεις, νευριασμένος, δίπλα στο καρτοτηλέφωνο, ενόσω μιλώ. Κάτσε μακριά, γιατί θα στο διαλύσω το κεφάλι. Τελευταία προειδοποίηση».


Επιστρέφοντας σπίτι, βρήκα σε μια τσέπη μου, ένα χαρτί.
Στη μια πλευρά ήταν ένα ποίημα που τιτλοφορούνταν, ύμνος των αναρχικών. Και στην άλλη πλευρά, κάτι πολύ εριστικοί, στίχοι, εναντίον των μπάτσων.

Γεράσιμος Μηνάς 2007

Μην παίζετε με το φαγητό.
Υπάρχουν άνθρωποι που πεινάνε.
Δε θα γίνουμε,
Ποτέ,
ίσοι.

Συνεχίσω να τα μη μασάω τα λόγια μου:
Θέλω να μην διαβάζουν, γραπτά μου, όπως και αν σας ακούγεται, άνθρωποι που παίρνουν μισθό, πάνω από 1000 Ευρώ, γιατί με χ ψ συστήματα, αποταμίευσης, καταφέρνουν να εκπληρώνουν τα όνειρα τους, σχεδόν αμέσως. Ταξιδεύοντας. Έχοντας στη διάθεση τους, σε σχετική αφθονία, απαραίτητα και μη, αγαθά, ακριβώς τη στιγμή που το επιθυμούν. Αυτά τα άτομα επιλέγονται αμεσότερα, για δημιουργία οικογένειας, αφήνοντας εμάς τους υπόλοιπους, των 500 Ευρώ, στη μοίρα.. μας.
Θα με ρωτήσεις, αν ζηλεύω.
Εγώ;
Σε αυτή την εποχή που δίνεται βήμα, στα Μ.Μ.Ε., σε εφήμερους και ανάξιους, καλλιτέχνες, άτομα αμφιβόλου ηθικής και υπόστασης, πρόσωπα, περαιτέρω, στη ζωή, που τα έχουν όλα, χάρη στο μισθό τους και μόνο, ενώ δεν αξίζουν τέτοια ευλογία, εγώ που ως γνωστό, αντιδρώ με την αδικία, γιατί να θέλω κάποια μορφή, επικοινωνίας, μαζί τους; Δεν πα να ‘ναι οι καλύτεροι αθλητές, καλύτεροι στον τομέα τους. Δε μ’ ενδιαφέρει. Μακριά μου, θέλω, να μείνουν. Δεν θέλω να ξέρω, καν, ότι υπάρχουν. Όσοι πληρώνονται πάνω από 1000 Ευρώ, μισθό, το μήνα. Όπως εκείνες οι 29χρονες, τριαντάρες, και άνω, που πάνε σε γραφείο συνοικεσίων, και αφήνουν κάτι αγγελίες, του τύπου: απίστευτη ομορφιά, μισθός 3000, 4000, και άνω, Ευρώ, το μήνα, κι ακόμη δε βρήκαν άντρα, να παντρευτούν. Πείτε ότι θέλετε, δε μου αλλάζετε γνώμη. Πάντοτε μισούσα όσους διαφημίζουν το πλούτο τους. Πόσο δε αν μάθω, για την οικονομική ευμάρεια, κάποιου, δε πα να ‘ναι, γείτονας, εγώ θα πάψω να λέω, ακόμη και καλημέρα.
Ποτέ μου δε πληρώθηκα πάνω από 500 Ευρώ, το μήνα, ίσως γιατί έτσι μου ήταν γραφτό. Μόνο έτσι, καταλαβαίνω τα βάσανα του απλού λαού, στις βαθμίδες των οποίων, ανήκω, κι ούτε θέλω, πια, ν’ αλλάξω, να ζήσω άνετα. Πως άραγε, αφού μόνο ως εργάτης μπορώ να εργαστώ. Κι ούτε είμαι τόσο ανόητος, ώστε να πιστέψω πως οι κόποι μου, στο γράψιμο θα αμειφθούν, κάποτε, καταλήγοντας προς έκδοση. Είναι πολύ απλά και αληθινά όσα γράφω, για να πουλήσουν. Σκέψεις που δεν θέλουν, ούτε μπαίνουν στο κόπο να ψάξουν περισσότερο στο νου τους, ανάξια άτομα, με παχυλούς μισθούς. Που δεν εκτιμούν την αξία της ζωής, την ιστορία μας. Τι δεν αγγίζουμε, ποιες διαχρονικές έννοιες δεν θίγουμε. Όλους εμάς τους απλούς μεροκαματιάρηδες, που μας βρίζουν οι πολιτικοί, αποκαλώντας τη γνώμη μας, λαϊκισμό, όπως έβριζε ο Σαρκοζί τους φτωχούς Γάλλους, κυρίως. Που όπως κάθε Κυβέρνηση, δεν παραχωρεί το δικαίωμα, στα απαραίτητα, όπως η διεύθυνση κατοικίας, μια εργασία, φαγητό. Μικροχαρές για σένα και τα παιδιά σου, που ο εργοδότης, σε βάζει να δουλεύεις υπερωρίες, τρώγοντας σου 200 Ευρώ, απ’ το μισθό, χωρίς λόγο. Όπως κάνουν ορισμένα σούπερ μάρκετ. Που πήγε η δωρεάν παιδεία, η ικανότητα πρόσβασης στη γνώση, που πλέον ονομάζεται, Μ.Μ.Ε., δηλαδή κατευθυνόμενη καταχώρηση, αληθείας γεγονότων, ως ειδήσεις ή ενημέρωση μέσω ντοκιμαντέρ. Πολλά τα μέσα, ελάχιστη η αλήθεια. Τηλεόραση: δωρεάν γνώση, χωρίς ποιότητα ή ικανότητα, επιλογής. Τι και πότε, παρακολουθείς, κάτι, που θα πιστέψεις, πως αξίζει. Ένα μηδέν, κόμμα κάτι, δηλαδή, τοις εκατό. Αηδιάζοντας με το πρόγραμμα τους, να δίνουν τηλεοπτικό χρόνο, σε ατάλαντους και ανάξιους, θάβοντας ποιοτικές σύγχρονες μορφές, καθένας στη τέχνη του. Που ούτε γνωρίζουμε ποιοι είναι και αν υπάρχουν. Ποια η γνώμη τους για την μορφή που πήρε η σημερινή έννοια, της Κοινωνίας.
Που βρίσκονται, να δώσουν λίγη ελπίδα, στον κόσμο;
Να στρέψουν τη νεολαία, στα χνάρια τους;
Αλήθεια, πλέον, πιστεύεις, πως οι απλές ψυχές, που αφοσιώνονται πλήρως, σε κάτι άξιο, θα γίνονταν ποτέ, ίσοι, με εκείνους που δεν εκτιμούν πως ευλογήθηκαν για την αθεΐα τους; Επειδή τελικά, αυτό είναι το ..ηθικό.. δίδαγμα που δέχομαι καθημερινά, ως αίσθηση: Οι φελλοί, οι ανάξιοι λόγου, να απολαμβάνουν το δικαίωμα να υπάρχεις. Όχι ότι έχουν αξιοπρέπεια. Που λέει ο λόγος.

Γεράσιμος Μηνάς 2007
Η φωνή της

είναι η ανάσα της, εδώ που κοιμάται, τώρα, πλάι μου. Οι γραμμές του κορμιού της, που σμιλεύουν ένα κινούμενο γλυπτό. Ζεστό καλούπι, το σεντόνι.
Δίπλα της, έχω το πρόσωπο, βαθιά, στο χαρτί, σα ν’ αγκαλιάζω μαζί, κι εκείνη. Τις στιγμές που μου ψιθύριζε στο αυτί: σ’ αγαπώ, κι έπειτα σιγοτραγουδούσε, τα λίγα από τη Κυπριακή σειρά: «Η πλατεία». Πόσο αγαπώ ετούτες τις γραμμές. Τη χάρη, ενόσω αναπαύεται. Το άρωμα των μαλλιών της, ή όταν αλλάζει πλευρό, και χαμογελά, σα από τον ύπνο της, ν’ αχνοφέγγει ένα όμορφο όνειρο.
Στιγμές, με κλειστά βλέφαρα, ρίχνει το χέρι της, στη πλάτη μου, όπως είναι ελάχιστα εκατοστά, το βλέμμα μου, στο χαρτί, ή με τραβάει πάνω της, σα κουβέρτα. Απ’ ανάγκη για ασφάλεια και αγάπη. Σ’ αγαπάω, πολλά, αφήνομαι στη κίνηση της, γράφοντας τώρα δα, στο χαρτί, με τη σκέψη. Μ’ αγαπάς; Ρωτά σα να ‘μαστε ένα πνεύμα, πύλη φράγματος, καναλιού, ενόσω αδειάζει ή γεμίζει με νερό, σπρώχνοντας, μικρά ή μεγάλα σκαριά, κοντύτερα στο προορισμό τους. Σε λατρεύω, όπως η παλάμη σου, που αλλάζει σε γροθιά, να στηρίζει το πηγούνι, δίνοντας κάπου, προσοχή. Σ’ επιθυμώ, όπως η φωνή που περιμένει, αποθηκευμένη, υπομονετικά, στο σεντούκι της καρδιάς, παλλόμενη κι εκείνη, ήρεμη, προστακτική φωνή, φορές. Παρακαλώντας για περισσότερη τρυφερότητα, αν είναι δυνατόν.
Η φωνή της, σα ευθείες σε προέκταση, σε κάθε γωνία, του κορμιού της. Ρίχνοντας με στο θέλω της ζεστής επαφής, που επιφέρει η αγκαλιά, κι οι περαιτέρω φυσιολογικές λειτουργίες. Το άκουσμα των λέξεων στα μάτια της, ενόσω τρώμε μαζί, φορές απορροφημένη στα όνειρα της, ή σ’ ετούτο το τυποποιημένο φέρσιμο. Η ανάγκη για προσωπικό χρόνο, στίγμα στο μαυροπίνακα του χρόνου, καλοκαιρινούς μήνες, που σπάει τις υψηλές θερμοκρασίες, μια ξαφνική μπόρα. Χαλώντας τα σχέδια μιας εξόδου ή ενός μπάνιου. Την ακούω να γκρινιάζει. Να θυμώνει. Να επιθυμεί την ησυχία της. Ξεσπά που την παίρνει τηλέφωνο κάποιος γονιός της. Με κουράζει να γνωρίζουν το τηλέφωνο μας, πρόσωπα που θα ‘πρεπε να ξεχάσουμε.
Πότε θα βάλεις πλυντήριο; φωνάζει από μέσα. Πλησιάζω, απαντώ: ρίξε τα δικά σου. Εμένα, ας περιμένουν μια ημέρα. Ξεχνώ επίτηδες να τη ρωτώ για την ανατομία της, γιατί δεν θέλω άλλο ν’ απομυθοποιώ, τη ζωή. Την ακούω να σιγοτραγουδά, στο μπάνιο, ακούγοντας μουσική. Την αφήνω να μένει μόνη, όταν παθιάζεται με τη μοναξιά. Εκεί όπου αφήνεται με κλειστά βλέφαρα, στον κόσμο της σκέψης ή της νωχελικότητας.
Τώρα, τη τραβάω πάνω μου, απ’ ανάγκη, ν’ ανασαίνει το είναι μας, ως “ένα” το άλλο, που αποκαλέσαμε, άλλο μισό, ενόσω το αναζητούσαμε στις οδούς, σε διαδρόμους, πάρκα, παραλίες του νου και του ξύπνιου, για κείνο το ευχαριστώ, σε μια ευγενική χειρονομία. Ο χρόνος που διατίθεται, να ονειρευτείς. Να σφαλίσεις τα μάτια. Αναμένοντας την επόμενη φράση. Η φωνή της, που προκαλεί ρίγη στο κορμί μου.
Περίμενε.
Περίμενε τη.
Ευχαριστώ, τρυφερό, στου λουλουδιού, την κομμένη ζωή, που ξεψυχώντας, στέλνει το «βοήθεια», με μικρές δόσεις, αρώματος.
Η φωνή της, που πλησιάζει με θάρρος, χωρίς αναστολές, γιατί ή με πρόγραμμα. Θα πάμε διακοπές την άλλη εβδομάδα. Θα με κυριεύσει ο ούριος άνεμος του γέλιου της, μ’ ενθουσιασμό, παρασέρνοντας με στον κήπο της Εδέμ, που αποκαλούμε: κοινωνία των ερωτευμένων. Η φωνή της, οικοδομή, ενόσω τα δάκτυλα της αναστηλώνουν μες τη γνώση της ψηλάφησης, του προσώπου μου. Κάθε μας, παλάμης. Η φωνή της η ταυτότητα του ονόματος της. Της πορείας της ως εδώ. Κάθε μικρού ή μεγάλου θέλω.
Η φωνή, κάθε μια ανάσα.
Αλλάζει πλευρό.
Πλάτη εκείνη, μπρούμυτα εγώ, συνεχίζω να γράφω.
Σταμάτα για λίγο, μου απευθύνεται απ’ το όνειρο της.
Μ’ αγαπάς;
Σε λατρεύω.
Έλα πιο κοντά.
Υπακούω. Θα ερχόμουνα, καλή μου, όπως και να ‘ναι.
Το τώρα. Η αναπνοή. Η άνεση, η ηρεμία. Το μεσημέρι.
Όλα απ’ αγάπη.
Το πρόσωπο μου χωμένο στο χαρτί.
Έλα πιο κοντά.
Η φωνή σου.
Η φωνή μου.
Εμείς.

Γεράσιμος Μηνάς 2007
Η ιερότητα του χώρου

Η μικρή κάμαρη. Με το ντιβάνι και τα δυο μαξιλάρια, αφημένα ν’ ακουμπούν, στους πέτρινους τοίχους. Η τοξωτή γέφυρα της έμπνευσης, με όλα τα στοιχεία, γύρω, να συνομιλούν, με το πρόσωπο που γράφει, στο ταπεινό δωμάτιο, με τη κουρτίνα της γιαγιάς. Τη ντουλάπα με τα γυαλικά, και τα πιάτα, που κοσμούν το χώρο, στον οποίο τοποθετήθηκε. Η έννοια της περιουσίας, στα έργα μόνο, που παράγει το χέρι, κάθε τι, στην ώρα του. Της ηλικίας, καμώματα, στην ώρα τους. Μια ανάγκη να ζεις στο ύπαιθρο, σε κάποια κωμόπολη ή χωριό, όπου θα μοιράζεσαι με απλότητα, σκέψεις, ιστορίες, και συναισθήματα. Σα βοηθήματα, πέτρες πρόσβασης, στα οικοδομικά υλικά της ψυχής του άλλου, ενώνοντας εκείνη τη γέφυρα, με κοινά στοιχεία, χαρακτήρα –θα δει χειμώνες, καταιγίδες. Ημέρες ζεστές, ξηρασίας.
Να δίνεις όλο σου το είναι, με αφοσίωση στο χαρτί, ξεφλουδίζοντας ένα ακόμη δέντρο, το κυνικό εργοστάσιο, και κάθε άλλο, που πιστεύει πως ορίζει τις ανάγκες σου, σε υλικά αγαθά. Εσύ απλά επιθυμείς, μόνο ότι έχεις. Τίποτα περιττά, περισσότερο.
Το χώρο που θα καθίσεις να παιδέψεις το νου, για την επόμενη πρόταση. Πρόταση-ανάμνηση, σημαντική. Εντύπωση που χαράκτηκε, εκεί, όπου κανένα ξένο χέρι δεν εισβάλλει. Πρόταση-διάλογος, με το τώρα, το χτες, με πρόσωπα που αγάπησες, μες τη τριβή του χρόνου. Το κρίμα στο βλέμμα τους, μη συνάντησης σας, πια, εποπτεύοντας απ’ το κάδρο τους. Προσπαθώντας εσύ, ν’ αγαπήσεις το χώρο –χωρίς εκείνα τα πρόσωπα- επειδή ίσως, πρέπει, πια, αφού δε μπορείς, αλλού, πιο άνετα, να μεταφέρεις ότι σου ανήκει –δεν έχεις ανάγκη για κάτι τέτοιο. Καταβάλλεις προσπάθεια να ξεχάσεις τα χαμένα σου νειάτα. Επιστρέφεις. Αλλάζεις. Φοράς παντόφλες. Πλένεις τα πιάτα, τακτοποιείς το σπίτι, που θα το ‘θελες, λιγότερο φορτωμένο –μόνο με ότι χρησιμοποιείς. Όλοι οι όγκοι που μαζεύουν σκόνη.
Έπιπλα που δε φοράνε ξένο κόπο, αξιόλογης γραφής. Όλα ακρίβυναν. Μαζί και τα βιβλία. Ζώντας, αυτό που οι λογικοί, ονομάζουν, στερημένο βίο. Βρίσκοντας ακατανόητο να πρέπει να προφυλάξουν, τις λιγοστές επιθυμίες και αξίες, π.χ. του Παπαδιαμάντη, εκεί, στη Σκιάθο, στο σπίτι του, που το μετέβαλλαν σε μουσείο. Ήμαρτον. Να μπαίνουν μέσα, τουρίστριες, φορώντας μόνο, το μαγιό τους. Οι οποίες, προφανώς, δε ξέρουν να σεβαστούν το χώρο και το χρόνο, που εκείνος θυσίασε, για να συγγράψει τα έργα του. Λες και ο Παπαδιαμάντης θα επέτρεπε σε μια τουρίστρια, να τον επισκεφτεί, μόνο με το μαγιό της, ή, αχάριστα χέρια και βλέμματα –χαβαλετζήδες άνθρωποι, μια ζωή- ν’ αγγίζουν τα έπιπλα, να πατούν στο πνευματικό “κελί”, ενός αξιόλογου, αφοσιωμένου, ανθρώπου, στη τέχνη του. Αλήθεια, με ποιο δικαίωμα, ο δήμος, εκεί, έκανε το σπίτι του, μουσείο.
Ένα σπίτι άσυλο, στα πρέπει της δικής του εποχής.
Μια κατοικία με λυτά, παραδοσιακά, εύχρηστα, έπιπλα. Ν’ αρκείσαι σ’ ότι έχεις. Ν’ αντιστέκεσαι, σήμερα, απ’ το δικό σου, στερημένο, παρόν, τα μπουζουκοτράγουδα. Τη γύμνια, τους άρρωστους ανθρώπους που δε μιλάνε, μήτε αγαπάνε, κανένα, πόσο δε, το είναι τους. Την ίδια την Ελλάδα. Να βγουν από τα τυποποιημένα τους κουτιά, στην ύπαιθρο. Ν’ αγαπήσουν τα τοπία. Να ψάξουν πως στέκεται εκείνη η πέτρινη, τοξωτή, γέφυρα. Τι σημαίνει παράδοση. Γιατί να θέλεις να κλείνεις, αυτιά και καρδιά, στα πολύπλοκα, ξένα, θέλω. Που, η ψυχή σου, σε επιθυμεί. Μόνο προστάζει την αγάπη που εμπνέει, πολλά, όπως μιλούνε στην αγαπημένη μου Κύπρο, βλέποντας με χαρά και συγκίνηση, πάντα, τη σειρά: «Η πλατεία». Ατόφιοι Έλληνες. Ηθοποιοί που θα ‘θελα στα δικά μου έργα, αν κάποτε σπάσει το μπαλόνι, που συσσωρεύει τα παραγόμενα βιβλία, του κόπου, που ‘μεινε κομμένος χρόνος, στο τώρα και το πάντοτε.
Σα να ‘ναι η φύση, μια προσωπικότητα ξεχωριστή. Που συζητά, πότε πλένοντας τους δρόμους, με βροχή. Ίσως να κλαίει, θαρρώ, δε ξέρω. Ο άνεμος κουνά τα κλαδιά τα φύλλα. Μαζί με τη θύμηση, της όσφρησης ενός χειμωνιάτικου απογεύματος, ψηλά, στο βουνό, στο χωριό. Εκεί όπου συναντούσες τα αγαπημένα, δικά σου, μόνο ως ανάμνηση, πια, πρόσωπα. Η θύμηση τους, ήλιος, που κάνει ακόμη και τα πιο πυκνά σύννεφα, διάφανα.
Πίσω σ’ εκείνη τη κάμαρη.
Θα προκάμει ο χρόνος; Θα προλάβουμε; Ρωτάς.
Μια ζωή άφηνες μόνο εκείνους που αγαπάς, να περνούν το κατώφλι.
Αλήθεια, τότε, με ποιο δικαίωμα, ο βόθρος του Κράτους, απλώνει τα λερωμένα του, χέρια, στο σπίτι, τη κάμαρη τη ζεστή που αποπνέει φροντίδα; Ποδοπατώντας τα χνάρια της κούρασης και της χαράς σου, πελάτες-επισκέπτες, μόνο. Να κοκορεύονται: μπήκα στο σπίτι του Παπαδιαμάντη, του Ρίτσου, του Σεφέρη, του, της, του, της. Μετρημένοι στα δάκτυλα κάθε γνήσιας Ελληνικής, καρδιάς.
Γεράσιμος Μηνάς 2007

Η αίσθηση
Να κάνεις ποδήλατο.

Στην αρχή, αν είσαι ενήλικος, χρειάζεσαι λίγο χρόνο, για να θυμηθείς τις πρώιμες ώρες ενασχόλησης, μικροί, κάνοντας ποδήλατο. Κατόπιν απαιτείται χώρος ασφαλής, περισσότερο, παρά χρόνος, για βόλτες στη πόλη. Πάνω απ’ όλα ν’ αγαπάς τούτη την ασχολία. Μια άλλη μορφή γυμναστικής άσκησης, με όποιες αντοχές, στα πετάλια. Συχνότερα, μέρες με καλό καιρό, τέλη Άνοιξης. Φυσικά, καλοκαίρι.
Προετοιμάζεσαι: να ξεκινήσω με μια ανηφόρα, να σφίξουν περισσότερο οι μύες, στα πόδια, ώστε να αποκτήσω μια Α, επιθυμητή, αντοχή; Πόση ώρα χρειάζεται μια βόλτα; Μισή ώρα; 45 λεπτά; 1 ώρα1 αναλόγως την όρεξη. Ποδηλασία, απλά, έτσι, πρακτικά χαρούμενος για ένα από τα ενδιαφέροντα σου. Ένα ακανόνιστο πρόγραμμα, διαθέτοντας κόπο, στα πετάλια, για σένα, κυρίως. Τη χαρά που σου προσφέρει, αυτή η διασκέδαση. Άλλοι κάνουν περιπάτους, μόνοι ή με παρέα άλλα άτομα, ή τα κατοικίδια τους.
Συ πήρες το ποδήλατο.
Τι χαρά αλήθεια, να συναντώ, κάποιες ελκυστικές γυναικείες φυσιογνωμίες, μετακινούμενες εκείνες, στην ίδια διαδρομή ή αντίστροφα. Θα ‘θελα η κοπέλα μου να αγαπά τη ποδηλασία, να πηγαίνουμε μαζί, βόλτες. Κοντινές ή μακρινές. Στις διακοπές, να μεταφέρουμε τα ποδήλατα μας. Να κλείνουμε ένα δωμάτιο. Να απομακρυνόμαστε για κείνο το μπάνιο. Αλήθεια τι ωραία που ήταν η ανηφορική διαδρομή στο Αγκίστρι ως μια ειδυλλιακή παραλία, με δέντρα να κάνουν σκιά στη θάλασσα. Κρίμα που δεν είχα τη φωτογραφική μηχανή, για ένα στιγμιότυπο.
Πίσω στη πόλη, η εύκολη και γρήγορη μετακίνηση, με το ποδήλατο. Για ψώνια. Ξαναβγαίνεις να χαρείς το κάθε τώρα, το δικαίωμα στον κόπο, ασκώντας εξίσου, τη καρδιά, αφού στις ανηφόρες, αναπνέεις εντονότερα, καταβάλλοντας όση προσπάθεια έχεις ανάγκη. Ή πιέζεις τον εαυτό σου, ως προσωπικό, ορισμένες φορές, θέλω. Μόνο οι δυνατοί άνεμοι, δυσκολεύουν τη διαδρομή.
Ο αέρας στο πρόσωπο, η αντίσταση στο θώρακα. Σε γνωστές ή ανεξερεύνητες διαδρομές. Η οργάνωση νέων. Η επανάληψη μακρινών, στην πόλη. Με μια μικρή σιγουριά, για την αντοχή στα πετάλια, όσο οξύνεις την απασχόληση. Απορείς, πως τα καταφέρνουν ορισμένοι, να διασχίζουν αποστάσεις, πήγαιν’ έλα, καθημερινά. Απ’ ότι φαίνεται, κάνουν καθιστική εργασία.
Θυμάσαι τις βόλτες στην Αίγινα. Άλλους ποδηλάτες που συνάντησες. Εκείνη τη γνωστή φιγούρα, που κάνει τζόκιγκ. Αναγνωρίζετε ο ένας τον άλλο. Θυμάσαι τις ώρες που παρακολουθούσες τους αγώνες ποδηλασίας, στο Eurosport. Απορείς, πως ανεβαίνουν, συνεχώς, αυτοί οι αθλητές, ανηφόρες σε μεγάλες κλίσεις, φορές. Πιέζοντας το είναι τους, εμπρός. Λίγο ακόμη. Λίγο ακόμη. χιλιόμετρα και χιλιόμετρα. 100, 150, 200. Πως αντέχουν; Κάθε μέρα, θαρρείς. Η χαρά της κατηφόρας, σε άδειο δρόμο, όμως. Η επικινδυνότητα μιας βρεγμένης διαδρομής. Η δημοφιλής περιήγηση των αθλητών, στα τοπία της Γαλλίας. Αφυδάτωση. Ανεφοδιασμοί. Απρόοπτα. Αν δεν έγραφα, θα ‘θελα να γίνω αθλητής ποδηλασίας. Αν είχα δηλαδή, αντοχή στα πετάλια.
Φορές σκέφτηκα να γραφτώ σε κάποιο από τους ποδηλατικούς συλλόγους, που διοργανώνουν εκδρομές με το “τροχοφόρο” του, ο καθένας, γύρω στην πόλη, ή δίπλα στις ωραίες λίμνες, στην επαρχία.
Δυστυχώς η κίνηση στη πόλη, βαίνει φορές, ενοχλητική για τους ποδηλάτες, εν μέσω αγενών οδηγών, ιδιαίτερα εκείνων που οδηγούν φορτηγά, οι οποίοι όχι μόνο δε σου αφήνουν χώρο, δεξιά, αλλά κλείνουν κιόλας, τη πρόσβαση. Τις προάλλες, ένας –μπίπ- ταξιτζής, δε φτάνει που πέρασε κόκκινο φανάρι –για τα αυτοκίνητα- με τέρμα γκάζια, πήγε επίτηδες, να με κλείσει, για να περάσει. Ευτυχώς, έχω γερά αντανακλαστικά. Το ποδήλατο χρειάζεται φροντίδα. Με κανονικό σέρβις, στο μαγαζί πιθανόν, που αγοράστηκε, ή από μόνος σου. Τα απλά, όπως να φουσκώνεις τα λάστιχα ή ότι άλλο νομίζεις, πως θα σε βοηθήσει να ‘χεις ασφάλεια, στο δρόμο. Τα μάτια ανοιχτά, σεβασμός στα σήματα κυκλοφορίας. Δώστε προτεραιότητα στα αυτοκίνητα. Θα υπάρξουν και ευγενικοί οδηγοί, που γνωρίζουν την ευθύνη να μετακινούν τον όγκο από σίδερα, πάνω σε τέσσερις τροχούς.
Έχω παρατηρήσει πως τους ποδηλάτες, που η εμφάνιση τους κάνει “μπάμ” ότι είναι αθλητές, τους σέβονται αμέσως. Ούτε που τους κορνάρουν, αν προχωρούν ακόμη και στη μέση του οδοστρώματος. Δεν ξέρω βέβαια, αν είναι Έλληνες, κι όχι αλλοδαποί, οι ποδηλάτες, γιατί οι εγχώριοι πρωταθλητές, του χώρου, απ’ ότι φαίνεται, δεν έχουν πειθαρχία. Ντροπιάζοντας μας, μη παίρνοντας μέρος στους ξένους αγώνες. Δεν ξέρω τι φταίει. Το πιθανότερο: το συνήθειο του Έλληνα να ξενυχτάει, να μην οργανώνεται. Να μη θέτει προτεραιότητες. Ελπίζω να αλλάξει κάποια στιγμή, η κατάσταση.
Επίσης, όταν οργανώνεται ο ποδηλατικός γύρος, στο κέντρο της Αθήνας, οι αστυνομικοί να μην παρενοχλούν με φραστικά υπονοούμενα, τις αθλήτριες, ποδηλάτισσες.

Γεράσιμος Μηνάς 2007
Αυτό που υπομένεις
μια ζωή.

Πλησιάζοντας στο τέλος του, ο Μάιος, 2007, εξακολουθώντας, μάλλον και λόγω, μακρόπνοου και κουραστικού, προεκλογικού, κλίματος, έρχονται να μας πείσουν, πως ζούμε σε Κράτος πρόνοιας, άρα, αν γεννήσεις ένα παιδί, με μόνιμα και σοβαρά, προβλήματα υγείας, η Κοινωνία, θα σε βοηθήσει να το φροντίσεις. Μου φαίνεται πως εσείς οι παπάδες, που λέτε τέτοια, ζείτε στην ονειροφαντασία.
Η αντιπαράθεση της εκκλησίας, με τις επιστημονικές κοινότητες, πάνω στο θέμα της άμβλωσης. Αν πρέπει να παύει η κύηση, όταν μετά από ένα προγεννητικό έλεγχο, ο οργανισμός του εμβρύου, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου: θα έρθει στον κόσμο, είτε με μεσογειακή αναιμία, με νοητική υστέρηση, κλπ.
Διάφοροι επιστήμονες, συμφώνησαν μεταξύ τους, πως αν γεννηθεί ένας “προβληματικός” άνθρωπος, θα προκαλέσει έναν, δια βίου, εφιάλτη, στους γονείς. Οι παπάδες, μόνο θεωρητικά, ως πυροτέχνημα, τάχτηκαν κατά των αμβλώσεων, επειδή αν θέλανε να κηρύξουν τη Καινή Διαθήκη, κατά λέξη, θα έχαναν τελικά, τους πελάτες τους. Από κεριά, μυστήρια, τάματα, δωρεές, κλπ. Άρα, ότι κι αν λένε οι παπάδες, μη δίνεις σημασία. Ούτε οι ίδιοι τα πιστεύουν.
Ένα μωρό με προβλήματα υγείας, γεννιέται, γιατί η μάνα του, είτε κάπνιζε, κατά την κύηση, Έπινε, προφανώς, κατανάλωνε ουσίες, ή μετέδωσε, κληρονομικά, ορισμένα γονίδια, που πιθανόν στην ίδια, δεν εκδήλωσαν, συμπτώματα, εκείνης της όποιας, μη αναστρέψιμης, ασθένειας. Τα λεγόμενα “μογγολάκια”, κατά τη γνώμη μου, έρχονται στον κόσμο, γιατί ο Θεός, είτε θέλει να προστατέψει το μυαλό τους, είτε για να παιδέψει τους γονείς, ως μία μόνιμη, δοκιμασία, ταπεινότητας, προφανώς. Θα μου πεις: δια βίου; Ταλαιπωρία; Ιδιαίτερα αν μια εγκυμονούσα, δεν είχε τους πόρους, να πληρώσει έναν προγεννητικό έλεγχο –εκείνο που λέγαμε στην αρχή, περί ουτοπίας για Κράτος πρόνοιας, στην αρχή.
Ήδη, στην Ελληνική κοινωνία, τα μη “φυσιολογικά” παιδιά, οι γονείς τους, είτε τα κρύβουν στο σπίτι, είτε τα στέλνουν σε ψυχιατρεία.
Κάθε γονιός επιθυμεί να διατηρήσει την ευτυχία, στον γάμο, που θα διαλυόταν, αν το τρίτο μέλος, γεννούσε προβλήματα, απαιτώντας ιδιαίτερη μεταχείριση.
Παρακολουθούσα στο Ρίπλεϊς, πίστεψε το ή όχι, στο Μακεδονία T.V. δύο αδελφές, όπου τα κεφάλια τους ήταν ενωμένα, παρόλ’ αυτά, συμβίωναν, οι ίδιες, υποστήριζαν, αρμονικά. Τώρα, πόσο αρμονικά μπορεί να ζήσει, κάποιος, σε μια τέτοια κατάσταση, να μη κάνει, σχέση, ολοκληρωμένη. Κοντά στα σαράντα, οι δύο αδελφές, στην ηλικία. Τι ποιότητα ζωής, θα είναι αυτή. Ειδικότερα, αν πάθει κάτι, η μία, λέμε τώρα. Δε νομίζω πως θα ‘θελα να γεννήσει η γυναίκα μου, παιδιά με παρόμοιο πρόβλημα. Φαντάζεσαι να μεγαλώνουν, να βλέπουν τους συμμαθητές τους, ως έφηβοι, να δημιουργούν σχέσεις. Οι σκέψεις, η στενοχώρια τους. Δεν αντέχεται, να βλέπεις το χρόνο να περνά, μη μπορώντας να χτίσεις κάτι τόσο φυσικό, όπως μια σχέση, με κατεύθυνση σ’ ένα γάμο. Όχι βέβαια, πως δεν έχουν γίνει εγχειρήσεις, διαχωρισμού. Πόσοι όμως έχουν τα χρήματα, για κάτι τέτοιο. Η ουτοπία των παπάδων, που λέγαμε. Προσωπικά, θεωρώ την έκτρωση, δολοφονία, πόσο δε την άμβλωση, που έχει αρχίσει να σχηματοποιείται, το έμβρυο, μες τη μήτρα. Χειρότερα δηλαδή.
Δε το θες; Εν τέλει, γέννησε το και δώστο για υιοθεσία. Πόσα και πόσα, μωρά, δε τα παρατάνε σε ξένα κατώφλια, ή τους κάνουν χειρότερα. Ας τα δίνουν στην εκκλησία, που καυχιέται, πως κανείς δε πάει, χαμένος.
Το πιο ανώμαλο που άκουσα, είναι, να γεννάει η πεθερά του γαμπρού, το μωρό της νύφης, γιατί η κόρη, είναι, είτε στείρα, ή προσπαθούσε αρκετά χρόνια, για να μείνει έγκυος. Εμένα μου ακούγεται αηδιαστικό. Πως βλέπει στα μάτια, αυτός ο άνθρωπος, τη πεθερά του.
Ως γνωστό, η Κρατική εξουσία, αντιμάχεται την κοσμοθεωρία της Εκκλησίας, οπότε με νόμο, επιτρέπει, να πάει η μάνα να σκοτώσει το μωρό της.
Θα μου πεις: γιατί το 17χρονο, το κορίτσι, που το αγόρι της δεν είχε χρήματα για προφυλακτικά –εκεί που φτάσανε οι τιμές τους- γιατί να γίνει, μάνα, τόσο νωρίς; Δυστυχώς, τα παιδιά, έπαψαν από καιρό, να είναι, παιδιά. Δε περιμένουν από τους γονείς τους, να ενημερωθούν, περί σέξ. Το θέμα είναι, πως και με ποιον, θα πάει στο νοσοκομείο, ν’ απομακρύνει το αίτιο, που θα της στερήσει ένα ξέγνοιαστο μέλλον. Αφού ως γνωστό, διαφημίζεται, να παντρεύεσαι μετά τα τριάντα. Μόνο που τότε, κουκουλώνεσαι με το πρώτο πρόσωπο που θα αποδειχτεί ως η έσχατη λύση. Αλλά ποιος τα λέει, αυτά. Μπούρου μπούρου, με ψυχολόγους, κι από ουσία, μηδέν. Ο λεγόμενος διάλογος, στους τηλεοπτικούς δέκτες –ας γελάσω. ΧΑ.
Το πιο αηδιαστικό που κάνουν οι γονείς, σε ξένες χώρες, είναι να φιλάνε στο στόμα, έστω και στιγμιαία, τα μωρά παιδιά τους. Δεν ξέρω τι ανώμαλα μυαλά, κουβαλάνε αυτοί οι γονείς. Πόσο πονηρεύουν τα τέκνα τους. Αλλά που να πάει η κούτρα τους, αφού τα έχουν όλα.

Γεράσιμος Μηνάς 2007
Δύο φύλα

Φορές μου είναι, σχεδόν αδύνατο, να μιλήσω για κάτι, που με συγκινεί βαθύτατα, κυρίως, οι γυναίκες. Μετά έρχεται η μουσική, όπου αρκεί να γνωρίζω τα λόγια ενός αγαπημένου μου τραγουδιού, για να εκστασιαστώ, προσπαθώντας, με όποιες φωνητικές δυνάμεις, παράλληλα, να το ερμηνεύσω.
Σήμερα 16 Μαΐου, σ’ ένα πρωινάδικο, προσπαθούσαν, να εξηγήσουν, από το πώς κοιμάται κάποιος, ποιο επομένως, το ποιόν του χαρακτήρα του. Στο τέλος, μιλούσαν για ζευγάρια. Η δική μου αγαπημένη εικόνα: εγώ ανάσκελα, εκείνη, με το κεφάλι της στο στέρνο μου, ακούγοντας τη καρδιά μου, αγκαλιάζοντας τη, κάτι που δηλώνει, για μένα, απέραντη τρυφερότητα. Και το αντίστροφο –να φανταστώ, μόνο, δύναμαι.
Πάντοτε αγαπούσα τις γυναίκες, χρειάστηκαν όμως, δυστυχώς, χρόνια, ώστε να τις δω ως ανθρώπους. Ως όλο. Πιθανόν λόγω της παραστρατημένης εικόνας, του θηλυκού γένους, μέσα από τις διαφημίσεις, το πρότυπο του μακιγιάζ ή εκείνο του προκλητικού τους, ντυσίματος, που μόνο προβλήματα, τελικά, προκαλεί. Αρχικά στις ίδιες. Που είναι κρίμα, γιατί ελάχιστα αρσενικά, διαθέτουν, μερίδιο στη διαίσθηση, να τις καταλάβουμε, πέρα απ’ όποια δική μας, επαγγελματική, πορεία-καριέρα. Λίγοι επομένως, οι ευαίσθητοι εκπρόσωποι, του δικού μου φύλου, που επιθυμούν να συγκινηθούν, πέρα από τον όποιο τύπο, γυναικείας ομορφιάς. Προνόμιο να το διακρίνεις, σ’ εκείνες. Το μέσα τους, τη ψυχή, δηλαδή. Με απέραντη τρυφερότητα προς το πρόσωπο των γυναικών. Να μαγεύεσαι από κείνες, ως όλο, ως ον, που γεννά ζωή. γεννά τόση συγκίνηση, σε λίγους από εμάς, που νοιάζονται. Φορές, τα λόγια είναι τόσο λίγα. Σα το πρόσωπο της, στη τηλεόραση, ως καληνύχτα, προτού κοιμηθείς.
Η γλυκύτητα της άγνοιας, περί των γυναικών, πιθανόν γιατί τότε, καταφέρεις να φέρεσαι διακριτικά, απέναντι τους. Να τις αγαπάς. Ως φίλες, συγγενικά πρόσωπα. Ως τη μοναδική που θα ‘χε το θάρρος, να σπάσει η ίδια, το φράγμα της προσφοράς της, με όποιες δικές της ανάγκες.
Φορές, η ίδια η καθημερινότητα, η παρουσία των πραγμάτων, λυγίζουν, εμπρός στη σεμνότητα εκείνης της μίας. Στη πίστη και τιμιότητα του βλέμματος της. Αντίκρυ της, μεις μειονεκτούμε, επειδή μόνοι μας, δε παράγουμε ζωή, απλά βοηθούμε. Απλά έχουμε στο νου, να ‘μαστε τρυφεροί, διαρκώς, στη σκέψη, έστω κι αν εκείνη, λείπει. Αναπτύσσει οικειότητα ή απλά γίνεται φίλη. Μ’ εκείνη τη σκέψη, πως η γυναίκα έχει ανάγκη, αυτή την απλή χειρονομία, της παλάμης της, πάνω στο αντρικό μπράτσο, τον ώμο του, ή ακόμη και τα μαλλιά μας. Σα ν’ αναγνωρίζει το έδαφος, ολόκληρου του αντρικού χαρακτήρα, που αισθάνεται να την ελκύει. (Φυσικά για μια τέτοια κίνηση, απαιτείται οικειότητα και από τα δύο μέρη, όσο κι αν λείπει στο ένα πρόσωπο, η αγάπη).
Υπάρχει πολύ σεβασμός, εκτίμηση, έγνοια, ανάγκη για την παρουσία της. Αγάπη απεριόριστη που σαν μελωδία που σ’ εκστασιάζει, παράλληλα σε συγκινεί. Σα να θες να βρίσκεσαι έξω, ενόσω βρέχει. Ν’ ακούς τα πουλιά να σου μιλούν για το δώρο της ζωής. Τις πολύτιμες ώρες, καθημερινά. Το αξίωμα να είσαι άνθρωπος, όχι ακατάδεκτος Θεός.
Αν είναι όλος ο κόσμος, μια κλεψύδρα από αγάπη, για κείνες. Τόσο δυνατή, σα κολόνες αρχαίου ναού, που βαστούν την κατοικία, ενός χώρου, όπου ο καθένας μας, θεωρείται ίσος προς ίσο. Ως γνήσιο αρσενικό, γνήσιο θηλυκό, μαθαίνοντας να υπομένει μία ακόμη μέρα, μες τη μοναξιά. Συρτάρια με αγάπη.

Γεράσιμος Μηνάς 2007

Οι διαστάσεις μας

Ενήλικος. Ο σκελετός μας, που αναπτύσσεται έως μια ορισμένη ηλικία. Χωρισμένοι, στ’ αλήθεια, σε δύο φύλα, που μαθαίνουν να ζουν ελεύθεροι, στο χώρο μόνο, γιατί αν αγαπιούνται αληθινά, έχουν ανάγκη το ένα πρόσωπο το άλλο –κι άσε τους ψυχολόγους να λένε, μην αγκιστρώνεσαι.
Στο χώρο μόνο, ελεύθεροι, γιατί ο χρόνος, εντεταλμένος, φθίνει τις επιλογές μας, μεγαλώνοντας περισσότερο. Να βρεις ένα πρόσωπο, ως παρέα, ικανό να προσαρμόζεται στο χώρο, γιατί έτσι είναι φυσικό. Να μπορείς να ζεις σ’ ένα διαμέρισμα, με τις διαστάσεις του, χωρίς να σε πνίγει. Το ταβάνι στο ύψος του. Τα κενά τους τοίχους, λειτουργώντας ως δίοδοι. Παράθυρα. Χρώματα που διαλέγουμε στις μεγάλες επιφάνειες. Οι πόρτες που τη μια θέλουμε να κλείνουν, άλλοτε να μην υπάρχουν καθόλου. Μπάνιο. Απομόνωση. Ιδιωτικός χώρος. Χώρος νοσοκομείου, προσπαθώντας να αναρρώσεις. Σ’ ένα τόσο τυπικό, μέρος, όπου απλά θέλεις να μείνεις μόνος. Αν οι επισκέψεις στους ασθενείς, δίπλα, δίνουν ένα τόνο, που σπάει το ψυχρό λευκό, ενός δικού σου προσώπου. Τα ελάχιστα τετραγωνικά, που πιάνεις στο κρεβάτι. Ρυθμισμένοι οι χώροι, να είναι λειτουργικοί, στο κτίριο. Ανήκοντας σ’ ένα οικοδομικό τετράγωνο, σε συγκεκριμένες διαστάσεις, να μη σου φαίνεται κουραστική η απόσταση, να το αφήνεις πίσω σου. Όλα εκείνα τα ψυχρά οικοδομικά, υλικά, που καταπάτησαν το φυσικό περιβάλλον. Το σκελετό κάθε είδους, χλωρίδας, που αισιοδόξησε να ενηλικιωθεί, στο ορισμένο ύψος, από τη φύση, δοσμένο. Εκεί όπου αναπτυχθεί, ζωή. Κι εκεί που ο άνθρωπος, καταβάλλει κόπο, ν’ ανεβεί, στα μεγάλα υψόμετρα, όπου το οξυγόνο είναι αραιό.
Τα “θεόρατα” βουνά, που αντιπαλεύουν την κυριαρχία του ανθρώπινου σώματος, που όρισε σε συγκεκριμένες διαστάσεις, πως και που θα κινείται, η εφευρητικότητα του. Τα σπίτια. Η κλίση των οδών, σε ανηφόρα, απότομη κατηφόρα. Κλίση στη στροφή μιας εθνικής οδού. Να χωράς να περνάς με το κινούμενο όχημα. Μ’ επιτυχία. Αναπαυμένος στο κάθισμα. Αναλογιζόμενος τα προσωπικά σου αδιέξοδα, με μια ματιά στη φυσικότητα της πρόσβασης σε φυσιολογικές έννοιες, ίσες δικαιωματικά στον καθένα. Παρομοίως ο αγώνας να σου ανήκει ένας χώρος, χώρος προσωπικός, όπου αναπτύσσεις τα κόκαλα σου, διατηρώντας τα υγιή, με άσκηση και σωστή διατροφή. “Τρώγοντας” ωφέλιμα, πνευματικά, αγαθά, κόπου-λόγου, αληθινού. Πρόχειρος ή καταξιωμένος. Σε τριβή, ανέπαφος, με το κάθε τώρα, σε ηλεκτρονικά αρχεία, συγκεκριμένων διαστάσεων, βιβλιοπαραγωγές. Με ελαφρύ ή επίσημο, “ένδυμα” ή ύφος. Στα χέρια που έμαθαν από αυτά, χάρη στη πρόνοια, τυποποιημένων μεγεθών, σε έννοιες που θα ‘πρεπε, να μένουν ασφαλείς, με τη πάροδο του χρόνου. Καταγράφοντας ιστορικά δεδομένα, στις διαστάσεις τους, όποιες επιρροές στη συνείδηση μας. Εθνικά, πολιτισμικά, περιορισμένες σκέψεις, εύκολα συμπεράσματα. Κοιτώντας τον όγκο των πραγμάτων ή εκείνων που συζητούμε, στο μέτρο του δυνατού, όποιας βαθμίδας, αντίληψης. Αποδοχής τους ή απόρριψης. Ανεργία – αντίδραση. Απροσδιόριστα ξένα θέλω. Παγκοσμιοποίηση. Όγκος διαδηλωτών, εικονικός στα Μ.Μ.Ε., πραγματικός παρόλ’ αυτά –δε φτάνει. Να φύγεις απ’ το κλειστό σου χώρο, με τις όποιες διευκολύνσεις, μαθημένος σε συγκεκριμένα τετραγωνικά, εξερευνώντας την αξία της ζωής, στα ήρεμα πλαίσια της. Κάθε τι, γύρω μας, που ως υλικό αγαθό, αποδεχόμαστε στο κατασκευασμένο του, μέγεθος. Άραγε, όμως, με ποια ιδανικά, διάθεση, να δώσουμε στα παιδιά, τη “φόρμουλα” των διαστάσεων, σε πράγματα, έννοιες. Ο σεβασμός της αποπνέουσας λέξης: γονιός. Η μοναδική του ασφάλεια, απέναντι στην αναλγησία ενός αδιάφορου, Κρατικού μηχανισμού, που απλά, επιπλώνει τους χώρους, χωρίς να του καθιστά, λειτουργικούς.
Ενήλικας. Η πρωτόγνωρη αντοχή του μυϊκού όγκου. Οργάνων που τελούν τα καθήκοντα τους, χωρίς αντίρρηση, ως τι στιγμή, μιας προσωρινής ή μιας μόνιμης, σωματικής αδυναμίας. Με όλα τα υπόλοιπα, γύρω μας, ενεργοποιημένα από την ανθρώπινη εφευριτικότητα, που ενδέχεται να μη θέλουμε να έχουμε ή να κατανοούμε.
Τίποτα δεν είναι δωρεάν, όχι μόνο τα υλικά. Απ’ ότι φαίνεται, ούτε η δημοκρατική έκφραση, όπως εκείνοι τη μεταφράζουν. Αναβαθμίζοντας τη σε αστυνομοκρατούμενη, εννοούν. Και στη σκέψη: να μη μιλάς για τα δικά τους, ..δημοκρατικά… δικαιώματα, να κλέβουν το δημόσιο χρήμα. Να μην αναφέρεις την ανικανότητα τους, περί της ..περίφημης.. Κρατικής πρόνοιας. Μόνο στα λόγια. Όπως είπε ένας δημοσιογράφος: δημοκρατία μόνο στα λόγια. Από πράξεις, μηδέν.
Προσπαθώντας περαιτέρω, να δώσεις στα παιδιά σου, να εννοήσουν: ποιοι πετυχαίνουν στη Κρατική κοινωνία. Σκεφτείτε μόνοι σας, τι εννοώ. (οι φανερές και κρυφές διαστάσεις, των τακτικών τους).

Γεράσιμος Μηνάς 2007
Αν υπάρχει

κάτι πιο τρυφερό, απ’ το όνομα σου, ενόσω απευθύνομαι στο όλο σου, φίλη μου –σαν ημερεμένο κομμάτι, του Τσαϊκόφσκι. Αν είναι οι παλάμες σου, κείνες που κρατούν τον κόσμο, εμένα μες τον κόσμο. Οι ονειρεμένες στιγμές, που ξεφεύγει η πνοή, να πάει να βρει τον τόπο της μουσικής, με αστραπές στον ουρανό, ξαφνικές, δυνατές, ριπές, υψηλών τόνων. Στη γη, εκεί, φυσάει ένας ήρεμος ήχος, όχι καταθλιπτικός, όμως. Είναι οι νότες, της καρδιάς, που από κτύποι, ακολουθούν το ρυθμό του κλασσικού κομματιού. Ύστερα, είχα τις άκρες των μαλλιών σου, στις παλάμες. Απλές τούφες, πολύτιμες. Κλείνω τα μάτια, την ψυχή σου ψάχνω, μες το δωμάτιο που κοιτούν τα μάτια, που θα ‘θελα να δώσω ένα δικό μου τόνο, τόνο όλης της κτίσης. Χαρούμενες πινελιές. Στιγμές ηρεμίας. Στιγμές γέλιου. Κοπή χρόνου, συζητώντας. Γεμίζει ο χώρος, φωνή.
Πάντα αγαπούσα τα Adagio. Σα λουλούδια στον κήπο, που από μόνα τους, ομιλούν. Στέλνοντας φωτεινές ελπίδες, στο νου. Χαρούμενα αν και στάσιμα, στο χώρο. Γέρνει το χρώμα τους. Θαμπώνει με τις ημέρες. Ξεθωριάζει. Ώσπου ν’ αναγεννηθεί. Με ρωτάς, γιατί να τα κλαδεύουν οι άνθρωποι. Τον πόνο μας, ο καθένας, αν είναι εύκολο. Συ τον καταθέτεις εκεί που μπορείς. Αιώνιος μένει, θαρρώ. Μυρίζουν καλοκαίρι. Πνοή κλασσικής μουσικής, να διαφεύγεις μέσα σου, σα σε σελίδες, που μόνο στα μάτια που εμπιστεύεσαι, παραχωρείς το ημερολόγιο ενός βίου, που όμως είναι έμπνευση, μαζί, και αγάπη. Για τη ζωή.
Δίνω πνοές, αφαιρώντας τις, από μένα. Κρατώ την αναπνοή μου, σου παραχωρώ, αέρα. Χαμογελάς. Ο αέρας είναι για όλους, με πειράζεις. Να σε βλέπω γεμάτη χαρά. Πνοή. Σα να ‘ναι οι τοίχοι, το πάτωμα, τραπουλόχαρτα, που ο αέρας, του τώρα, φυσά, μακριά, παρασέρνοντας σε στο όνειρο. Στα θέλω τα δικά σου. Δίνοντας σου δύναμη το σύμπαν, μαζί με την έμπνευση. Ακολουθώντας το άκουσμα, οι αυλοί, σα να μεταφέρουν το χώρο τον ίδιο, ένα βήμα ακόμη, στο όνειρο. Αν υπάρχει η κατάλληλη φράση, να σου πω τι βλέπω στο πρόσωπο. Αν μπορώ να εξηγήσω, την αύρα του βλέμματος, σα πίνακας, όπου τα χρώματα, σχηματίζουν πυραμίδα. Έτσι βγαίνεις, θαρρώ, απ’ τον πίνακα της μουσικής, σε κάθε δυνατό τόνο. Ελαφριά σα το ωραιότερο φύλλο, που μόλις ακουμπά, το εσωτερικό της παλάμη σου, μαθαίνει τι είναι ο άνθρωπος. Αμέσως, μ’ αγκάλιασες, απλά. Μείναμε έτσι, για μερικά λεπτά. Με κλειστά τα βλέφαρα. Στο πέπλο των μαλλιών σου, αφημένος. Ανασαίνοντας αρμονικά. Παύοντας ο χρόνος, ο τόπος, το τώρα της χώρας. Πόση υπομονή δείχνει ένα κλασσικό κομμάτι, προκειμένου, να σου χαριστεί, αν το εκτιμήσεις. Απ’ τον Μπάχ, στη Cvalleria Rusticana, του Mascagni. Σ’ όσα κομμάτια, αγάπησα. Δάπεδο της ονειροχώρας, που καθένας μας, χτίζει με μια φαντασία, ξεχωριστή. Αναλλοίωτη για μια στιγμή. Αν υπάρχει η στιγμή, το τώρα, όλα όσα σου εξηγώ, που πλέον ξεχάστηκαν.
Έμεινε μόνο η μουσική, η παλάμη σου στη δική μου, τα κλειστά βλέφαρα, η αναμονή για το επόμενο κλασσικό κομμάτι. Άκου, ψιθυρίζω γλυκά.

Γεράσιμος Μηνάς 2007

Monday, May 14, 2007




Συνάντηση

Είπε φέτος να μη πάει διακοπές, μα γρήγορα το μετανιώνει.
Άφησε πίσω της τη δουλειά, παρέες, τα ίδια πρόσωπα.
Χώνεται στο πρώτο πλοίο της γραμμής
για όποιο λιμάνι. Αρκεί, να μπορεί να βλέπει θάλασσα.
Νοικιάζει ένα δωμάτιο με θέα το απέραντο γαλάζιο.
Βαθιά, δυνατή, ανάσα, κι ύστερα ύπνο –ηρεμεί.

Χάνεται στα βαθιά, της μνήμης της περάσματα.
Ξυπνά, σηκώνεται, τίποτε, πλέον, δεν είναι το ίδιο.
Το δωμάτιο είναι από άλλο χωροχρόνο, δανεισμένο.
Στέκει εμπρός στον καθρέπτη, τόσο νέα, πιτσιρίκα.
Περιμένει. Τι περιμένει; Το άγγιγμα του.
Έπιασε τη βούρτσα τη παλιά, τη ξύλινη. Τη χτενίζει.
Ισιώνει τα πέπλα της ομορφιάς της. Πυρόξανθες ανταύγειες
από ζωή και πόνο. Κλείνει τα μάτια της. Περιμένει

τι περιμένει; Αισθάνθηκε να κρυώνει μέσα της,
κι η ησυχία, τόσο υπερβολικά δυνατή. Θα την αντέξει;
Απλά, έγειρε: αφέθηκε.
Κάποιος έσπρωξε τη βάρκα στο νερό
Έκανε κουπί με τις παλάμες του.
Κίνηση και γαλήνη. Ήχος, σιγή. Καλοκαίρι, ψυχή.

Γεράσιμος Μηνάς 1998

Για όσα

Κι οι αναμνήσεις;
Για άλλους, ένα μισοάδειο ποτήρι εμπειριών
Για άλλους, μια μισογεμάτη καρδιά

Εικόνες, ήχοι, εντυπώσεις, χαρακτήρες.
Δάκρυζες μέσα σου, χαιρόσουν έξαφνα –φανερά- μ’ εσένα.
Οι οφθαλμοί έλαμπαν σαν να πήρες το μεγαλύτερο δώρο.

Κι οι αναμνήσεις;
Φιλί, με γεύση πικρή ή γλυκερή
Κάθε τόσο ενεργεί,

γλύφει τα περασμένα. Είτε τα καλύπτει
με μια κρούστα διάφανη –όσο πάει και σκουραίνει.
Είτε τα ξύνει, τα πονά, αιμορραγούν –αστραπιαία όλο ετούτο.

Οι αναμνήσεις να ‘ναι παιδιά δικά σου, όχι ξένα
Να ‘χουν τον ήλιο σου σε κάθε βήμα. Να τ’ αγαπάς.
Κι όσα ξεχάσεις, πές, πως ορφάνεψαν στην αφήγηση

Μα γνωρίζουν την νοσταλγία που εκπέμπουν, κι αλλιώς δεν κάνουν.
Σηκώνονται, αποχαιρετούν
Με πνεύμα ήρεμο, δύναται πλέον, να αναπαυτούν.

Γεράσιμος Μηνάς 1998
Δανάη

Μες το λιοπύρι ήρθα να σε συναντήσω
Είχα έτοιμο το δάκρυ, από μέρες.
Γιατί, πρέπει να σέρνει, ένα καλοκαίρι,
τόση λύπη, τόση προσμονή;

Έψαχνα τα μάτια σου.
Έψαχνα τα χέρια σου, την πνοή σου.
Τα λόγια σου ήθελα να ‘χουν αγάπη,
να με παρασέρνουν. Να εξαφανιζόμαστε.

Όπου να ‘ναι. Σε περιμένω.
Έχεις το ίδιο χαμένο ύφος. Το κατάλαβα.
Είναι από μέρες, έντονη η παρουσία σου
στο νου. Συναγερμός στις αισθήσεις.

Είπα, αυτή την εποχή
Να ‘βρω το ταίρι μου.
Να πάρει νόημα η ζωή
Η ζωή.

Ένας περίπατος, τα χέρια πιασμένα
Τα βήματα αργά, κάπου κάπου ξαφνιάζουν.
Ξυπνάει το πρωινό, μαζί, μας βρίσκει
Εκτεθειμένους στου έρωτα τον τόπο, ας ονειρευτούμε. Τα δυό μας.

Γεράσιμος Μηνάς 1998
Το τίποτα που γίνεται ζωή

Τα λόγια, ως υπάρξεις, σ’ ένα χαρτί, αποτυπωμένα.
Σαν ποίημα απ’ το όνειρο κάποιου
που βαρέθηκε τα πάντα
Κι εκείνα, τον ίδιο.
Μες τον ύπνο του, είδε τον εαυτό του.

Ακόμα κι ετούτες οι φράσεις, η ..οργάνωση των λέξεων
Δίχως στόχο.
Για τι να πρωτογράψεις, όταν πια, έχεις βιώσει το σύνολο τους;!!
Αραγμένος.. σ’ αμέτρητες επιφάνειες από βαρείς τοίχους.

Οι ιδέες. Φαντάσματα του νου
Να σου κρατούν παρέα, άλαλος
-μη πικραίνεσαι, μιλούν οι ίδιες για σένα. Φωνάζω όντας σιωπηλός
Δίχως δύναμη. Απορροφήθηκε απ’ τα ντουβάρια
Τα ιδιωτικά πρόσωπα, τους συνεπείς γύρω μου, θορύβους.
Τραχείς. Επίμονους –βασανιστικούς.

Εγκληματούν, παράλληλα στην ανία μου.
Δίχως βλέμμα, πρόσωπο, μιλιά.
Μες το τίποτα που γίνεται ζωή.

Γεράσιμος Μηνάς 1998
Ότι αγγίζει το φως

το προορίζει να υπάρχει, να φαίνεται
Όχι ίδιο, μα διαφορετικό –κάθε φορά, νέο.
Του προσφέρει δύναμη, πρόφαση ν’ ανήκει κάπου.
Ότι αγγίζει το φως, ανήκει σ’ εσένα
Όπως ένα χαμόγελο, στιγμές χαράς
στιγμές ζωής
Όπως ένα άγγιγμα. Εγώ κι εσύ.

Θυμήθηκα πως έλαμπες σήμερα
κι εκείνος ο χώρος, ο χρόνος που κρατούσες
που ευωδίαζες
Πλέον έχει διευρυνθεί, απόκτησε άλλο πρόσωπο.
Πρωινού δροσιά το βλέμμα το δικό σου
Κι ύστερα, ο κόσμος επιβιώνει
όσο είσαι μαζί του.

Ότι αγγίζει το φως, το μεταμορφώνει.
Μια αχτίδα εδώ, μία εκεί
Σε κάθε μικρό, ασήμαντο, σημαντικό
Όπως οι αναμνήσεις. Παιδί, νεότητα, το τέλος.
Θυμήθηκα πως έλαμπες σήμερα.
Τι είχα; Υπήρχα πουθενά;
Ένα κομμάτι παρατημένο, εδώ, άλλο παραπέρα.
Συνέχεια με τη σκέψη σου' Αγαπώ.

Γεράσιμος Μηνάς 1998
Φίλε

Ψάχνεις κάτι,
να συνδέσεις την ύπαρξη σου μαζί του.
Φυσάει απόψε –βγήκες προς αναζήτηση.
Το φεγγάρι μισό στον σκοτεινό ουρανό
Πού πήγαν τ’ αστέρια;

- φίλε, που πάς;
Πήρες τον πρώτο δρόμο
Που βρέθηκε στα πόδια σου.
Αρχικά, σιγανά, κατόπιν επιταχύνεις,
αλλάζεις ταχύτητα.

Ποιος σε καλεί; Έχεις ακόμα χρόνο.
Με βλέμμα σταθερό,
με σκέψη ανυπόμονη
Πάς, κι όπου σε βγάλει,
Αρκεί να βρεθείς κοντά

στο λόγο
που σε συνδέει με την ύπαρξη σου.
Τι είναι στον ορίζοντα;
Σου φάνηκε, πως κάτι τρεμόπαιξε,
περίπου ένα φως. Μια φιγούρα

Άπλωσε τη σκιά της στη γη¢
Αγκάλιασες για ελάχιστα, τις αναμνήσεις σου.
Χαμογέλασες. Ήσουν παιδάκι
Έτρεχες κι έπεφτες συχνά, πάνω στο χώμα.
Τώρα ακολουθείς –θες;- εκείνα τα ίχνη

Φαίνονται πιο γρήγορα
απ’ όσα η γλώσσα αντέχει να προτρέξει
Ν’ αφηγηθεί η ψυχή.
Εμπειρίες. Σαν ποτήρια, τροφοδοτούμενα
Κι εσύ, έβαλες στοίχημα να μην μεθύσεις.


Πήρες στραβά τη στροφή, αφαιρέθηκες.
- Αν έκλεινες τα μάτια;
Η νύχτα είναι γλυκιά συντροφιά
κι η διαδρομή με κάντρι μουσική,
ξυπνάει την ανθρωπιά σου.

Κάθε χιλιόμετρο πίσω σου
θα ξεγράφει, θα σβήνει, ότι δεν θέλησες ποτέ.
- Είπες θα φύγεις.
Πέταξες το μπλοκάκι με τις υποχρεώσεις.
Κουβάλησες παρέα, μια μπουκάλα ουίσκι –ευτυχώς.

Σταματάς προς το παρόν στην άκρη,
αφήνεις τα φώτα ανοιχτά
Ξαπλώνεις καταμεσής στην άσφαλτο
Δεν νοιάζεσαι. Αισθάνεσαι, πως τα μάτια σου
Χαιρετούν κάποιον εκεί ψηλά.

- Φίλε, εσύ είσαι;
- Είχες πει, πως, όποτε βιώνω μοναξιά, μπορώ να έρχομαι.
Όπου υπάρχει ερημιά κι ελευθερία,
χωρίς φασαρία, θα βρίσκεσαι κάπου εκεί.
Τα μάτια χαμογελούν πιο πολύ απ’ το πρόσωπο πλέον.

Γεράσιμος Μηνάς 1998

Σκιά, τι κάνεις;

Η σκιά μου, πια, δεν με υπακούει
Περιοδικά ακολουθεί τα βήματα μου
Αυτόματα σταματά, ξεκόβει την ύπαρξη της
Κι αντίκρυ χάνεται, παρέα μ’ άλλες, τέτοιου είδους φύσεις.

Απορώ για τις πράξεις της.
Αλήθεια, δεν ξέρω…
Πιθανόν κουράστηκε ν’ αδιαφορώ, προσπερνώντας κάθε ένα
που μπορούσε ν’ αφεθεί στο μαζί
στο είμαστε φίλοι.

Οι διαδρομές στην πόλη, είναι διάφορες ή αδιάφορες.
Πάντα για δουλειά, σπάνια για χαρά.
Βαδίζω. Καταναλώνω μερίδια χώρου εμπρός μου, με ταχύτητα, με άγχος.
Φορές, δεν θα ‘θελα να ‘μουν μεγάλος.

Αν δεν ήταν τα φανάρια,
αν δεν παρουσιάζονταν εμπόδια
Που κόβουν, ελάχιστα, τη φόρα
Τότε, θα ’ταν, σαν ν’ αγωνίζονται τόσοι,
να κόψουν το νήμα στη ζωή, η οποία, μετάλλια… τους υποσχόταν.

Αυτεξούσια η σκιά μου, αντιδρά
Υψώνει το παράστημα της.
Αξιολογεί τον χρόνο που την κάνει ορατή
Κι όλο, συχνότερα, αφαιρείται
Παρατηρώντας τους άλλους –κάθεται στον καφενέ,
Μοιράζεται το χρώμα των ματιών τους¢

Σκιά, τι κάνεις; Τι σου συμβαίνει; Τι χρειάζεσαι;
Συλλογίστηκες καλά, τον κίνδυνο
που παρόμοιες συμπεριφορές, προκαλούν;
Η μοναξιά είναι αναγκαία
(όσο κι η ύπαρξη, ελέγχου στα …πετρέλαια).

Γεράσιμος Μηνάς 1998
INDIA SONG

Έτσι απλά στάθηκες απέναντι σ’ ένα ηλιοβασίλεμα
Αποχαιρετώντας τη μέρα, κάπου εκεί στον ορίζοντα.
Σα να χάθηκες για λίγο, στις σκέψεις σου.
Ονειροπατώντας.

Κι η νύχτα,
ένας περίπατος, να σπάνε οι ήχοι
τη σιωπή. Μα ήταν σα να ‘μεινες μόνος στη γη,
κι εκείνα τα κόκκινα τριαντάφυλλα στο μικρό βάζο,
λάμπανε, σα να σε χαιρετούσαν.

Βήμα το βήμα, σ’ επανέφερε ξανά
στη θαλπωρή του σπιτιού.
Πες μου τι σκέφτεσαι. Ποιον θρηνείς;
Η ώρα είναι τέσσερις, καλοκαίρι –θα ξημερώσει;
Ζέστη, δάκρυα. Τα μάτια άλλοτε κλείνουν
άλλοτε ανοίγουν, ψάχνουν για παρέα.

Για το άγγιγμα, το χάδι, την παρηγοριά.
Σα να πνίγεσαι μες την απόγνωση σου,
στου Γάγγη των αποριών σου¢ Θλίψη.

Εισπνοή, εκπνοή, αναπνοή.
Κι άλλη αναπνοή, ως την αυγή, με κλάμα.
Εκείνη γυμνή, δίχως ντροπή.

Ξημερώνει. Πες μου. Άλλαξε κάτι;
Όχι. Η θλίψη τρώει τον άνθρωπο σα τη λέπρα.
Δεν αντέχεται. Χαμένοι έρωτες εξακολουθούν να χορεύουν στον καθρέπτη
Κι εκείνη, στέκεται και κοιτά μελαγχολικιά στην αιωνιότητα.
Τόσο λευκή στο δέρμα.

Απέτυχες ακόμα και που ζεις! Τι ειρωνεία.
Οι υπόλοιποι είναι σκέτα πρόσωπα, χωρίς φωνή, χωρίς όρεξη.
Φοβάσαι που ζεις; Κράτα με αγκαλιά και χόρεψε με.
Ακούω το τραγούδι της Ινδίας.
Επιθυμώ, μόνο να μ’ αγαπήσεις.

Μόνο γι’ απόψε, κι αύριο όπως θες.
Μόνο χόρεψε με κι άσε με να σ’ αγαπώ.
Κι ώσπου το ηλιόφως να φτάσει,
Έχω ανάγκη από σένα. Όπως είσαι.
Εισπνοή, εκπνοή, αναπνοή.
Κι άλλη αναπνοή, ως να χαράξει.

Δύο ζευγάρια σφιχταγκαλιασμένοι
Ταλαντεύονται. Πρωτότυπο και είδωλο,
στον καθρέπτη, εξίσου. Συζητούν.
Ένας από δω, άλλος από κει
Μία από κει, άλλη από δω –έπειτα, η μουσική σταματά

Μόνο όταν η λέπρα της θλίψης τονιστεί
Και τα βλέμματα χωρίσουν. Τα σώματα χωρίσουν.
Τι έχει αυτή η μέρα; Τι μας περιμένει;
Χωρίζουν οι δρόμοι –απ’ τη μια, η χαρά, η ελευθερία
Απ’ την άλλη η θλίψη, η λέπρα. Παρελθόν. Μέλλον.

Δεν θέλω να είμαι σε τίποτε άλλο
Σκέτος –να θυμάμαι. Εικόνες, κινήσεις
Εκείνος, εκείνη, σε αιώνιο αλληλοκοίταγμα.
Αιώνια τα φιλιά, το τραγούδι της Ινδίας, η φωνή της καρδιάς,
η ελπίδα –υπάρχεις, υπάρχουμε. Ως την ακατάλυτη παρουσία.

Γεράσιμος Μηνάς 1998
Καμίλ Κλωντέλ

Κλείνω τους οφθαλμούς μου, σαν αγγίζω κάθε σχισμή
στο πρόσωπο σου, με τις δύο μου παλάμες μαζί
Για να δω μέσα από σένα

Ως την ψυχή σου.
Τι όμορφη, άγγελε μου.
Κρατώ στη μνήμη μου τα χαρακτηριστικά σου.

Ενθυμούμενος, ενώ εσύ λείπεις
το βάθος στο βλέμμα σου. Ένας κόσμος πίσω από έναν άλλο¢
Τα φιλήδονα χείλη, τα μαλλιά.
Σφραγίζουν την εικόνα σου, μικρή μου Κλωντέλ.

Τα χέρια σου ψαχουλεύουν την αγάπη, όταν επιλέγουν
την μορφή του γλυπτού, που αναθέτεις στην κυριότητα του πηλού,
του μαρμάρου, του γρανίτη
Επιθυμώντας, να ‘χει την ικανότητα ν’ αντέξει στον χρόνο

Ν’ αντέξει, όσα δεν μπόρεσες εσύ να υπομένεις.
Από μόνο του, ενέπνεε ζωντάνια –κομμάτι κομμάτι από σένα.
Στην δουλεύει με αρχαιότερα.. μέτρα, κι ήθελα ν’ αντέξεις για μένα
Επειδή σ’ αγάπησα. Περισσότερο κι απ’ τους δύο.

Γεράσιμος Μηνάς 1998

Ένα ευχαριστώ στον Θεό

Ευχαριστώ που με ανέχεσαι.
Ευχαριστώ που ζω μια ακόμη, μέρα. Ευχαριστώ για τον αέρα που αναπνέω. Το καθημερινό φαγητό, την αισιοδοξία, τη χαρά, και τις στιγμές, εσωτερικής γαλήνης, και γενικής μετάνοιας. Ευχαριστώ για τις μυρουδιές της φύσης, που ποτίζουν τις αισθήσεις μου, ανά εποχή.
Ευχαριστώ για τούτο το χώρο, που στεγάζει τα όνειρα μου. Όλα τα πρόσωπα που αγαπώ, μέσα μου. Μαζί μ’ εκείνα που μου χάρισαν με την ανάμνηση τους, ένα θέλω, για να τα θυμάμαι. Την αγαπημένη μου γιαγιούλα, που στο πρόσωπο της, στο μικρό, σε σχήμα αβγού, κάδρο, με κοιτά σα να απευθύνεται κατευθείαν. Σα να μου μιλά ο Θεός, για τις όποιες συμπεριφορές μου. Προσπαθώντας να δω μπροστά, εκείνα τα ωραία που έρχονται. Που γνωρίζω πως είμαι ικανός, με φυσικότητα, να στοιχίσω μια νέα πραγματικότητα. Κείνη του κοινού βίου. Με χαρά και την όρεξη των νιάτων, ευχαριστώντας Σε, για τα απλά πράγματα. Το δικαίωμα να υπάρχεις. Μία ακόμη μέρα. Κοιτώντας γύρω σου, με απλότητα. Ευλογημένος για τ’ απαραίτητα, έστω, που οι άλλοι στερούνται, και πόσο ευτυχισμένοι θα ήταν, για τούτη τη ασφάλεια, τη ζεστασιά. Τη θαλπωρή του σπιτιού. Τις καθημερινές ανέσεις. Μία ακόμη, μέρα. Κοιτώντας μπροστά.
Επαναλαμβάνοντας αέναα, το σωστό θέλω να διακρίνεις όσα φορές, αρνείσαι. Συγχωρώντας όσα χρειάζεσαι να συμβιβαστείς, μαζί τους. Μακριά όμως, απ’ όλα όσα, απεχθάνεσαι, που φορές, ξανάπεφτες στα ίδια λάθη. Το φως ήρθε, για να τα γιατρέψει. Σα “μυρουδιά” βαφής, από σπίτι που ανακαινίζεται ή πρώτη φορά, κατοικείται. Οι υποχρεώσεις προς τον εαυτό σου, από σένα ορμώμενος, για σένα καταλήγοντας. Στα προσωπικά στοιχήματα, που σ’ ολοκληρώνουν.
Ευχαριστώ για την έμπνευση. Τις καρπαζιές που με ταπεινώνουν. Τα φιλικά πρόσωπα που φωλιάζει ένα φιλικό βλέμμα, στο πρόσωπο. Ευχαριστώ για τα πράγματα που θα πάρουν το δρόμο τους, και εάν. Για την επόμενη μέρα, που ο πόλεμος δεν έφτασε ως εδώ. Με μια ευχή, να φύγει απ’ τη γη, που πονά. Γιατί να ‘ναι πολυτέλεια, να υπάρχεις;
Ευχαριστώ για το υγιές θάρρος, που ποτίζει όλο μου το είναι. Για όλες τις φορές, Κύριε, που με φύλαξες, από κινητά ή ακίνητα, νύχια. Ευχαριστώ για τις φορές, που σε φωνάζω, Πατέρα. Εκείνες οι αναμνήσεις, που αγάπησα. Η τρυφερότητα μιας γυναίκας, που περιμένω. Ευχαριστώ για όλες όσες, απλά, γνώρισα (όσες απόρριψα, ζητώ συγνώμη, ιδιαίτερα σ’ εκείνες που θέλησαν να με γνωρίσουν. Ερασμία, αν το διαβάζεις αυτό, σ’ ένα ευαίσθητο διήγημα, έχω δώσει στην ηρωίδα, το όνομα σου).
Ευχαριστώ που διακρίνω απαλά απαλά, καθαρότερα, λόγω μη πείρας, μεν, πόσο απλά τελικά, αν θέλεις, πλησιάζεις, εκείνο που έχεις ανάγκη. Ευχαριστώ για όταν μπαίνω σε άλλη διάσταση, κυριεύοντας με η έμπνευση, δυνατά. Ευχαριστώ για το αυτονόητο που θεωρώ, της υγείας, που δυστυχώς δεν είναι αγαθό, προς αφθονία. Ευχαριστώ για τα μειονεκτήματα μου.
Που δε γνωρίζω το αύριο. Τι θα κρατήσω τελικά. Τι θ’ απορρίψω. Ευχαριστώ για το ευχαριστώ, προς Εσένα. Που κανείς, κακός, δεν είναι ικανός, να Σε αγγίξει. Ευχαριστώ για τους ανθρώπους, τους καλούς, γύρω μας. Όσοι νοιάζονται, βοηθούν, ενεργοί πολίτες για να καθαρίζουν τη μόλυνση, όπως στον Κηφισό. Ευχαριστώ για τις παρουσίες των συγγραφέων, των ποιητών, όλων των ταλαντούχων, σε τέχνες ή επαγγέλματα. Μία ακόμη μέρα. Ο γλυκός λόγος. Ο αισιόδοξος.
Να είσαι καλά. Η αγκαλιά της γιαγιάς. Το νοιάξιμο της μάνας. Το απλό βλέμμα της αδελφής. Ο πατέρας που αξίζει περισσότερη εκτίμηση.

Γεράσιμος Μηνάς 2007