Κατάλληλο για όλους

Friday, November 02, 2007

Βράδυ

Το δωμάτιο θα ‘ναι σκοτεινό.
Χωρίς να ρωτώ, πια; Αν ο κόσμος, γίνεται ένα
Μες σ’ εκείνο το κουτί,
Ή απλά είναι, εκεί μέσα.

Θα βρίσκομαι, εδώ,
στο δωμάτιο.

Με τη σκέψη των αγαπημένων μου προσώπων,
Έστω κι αν δεν τα αγκαλιάζω, πια.
Εδώ,
και το εδώ,
είναι σαν επιστροφή, νύχτα, πίσω,
Με το λεωφορείο.

Σα να κοιτάς, νύχτα, τα φώτα,
Απέναντι, στο νησί,
Με μια αίσθηση, ολόδική σου.
Θύμηση σαν μετά τη βροχή,
Ανάμνηση ολόδική σου

Εδώ.
Ανθρώπινος
Ακόμη κι αν δεν δουν οι άλλοι,
Τι έχεις να προσφέρεις,
Επειδή σου στερούν τη σταθερότητα.
Το μικρό όνειρο και την αγάπη.

Σα να συζητάς, τώρα, μαζί Του.

Σα να ‘ναι εδώ.
Πότε μ’ αγάπησες; Ρωτάς.
Γιατί, πια, ποτέ, δεν μου ξαναμίλησες.

Τι χρειάζεται για να σε πείσω,
να ‘Σαι, παρών;
Γιατί είσαι τόσο Απόμακρος;
Άραγε,
Με συγχωρείς;

Βρίσκεσαι εδώ;

Σα να ‘ναι η ζωή, μια προσβολή.
Αυτή την εντύπωση, μου έχεις δώσει.

Γεράσιμος Μηνάς 2006
Το στήριγμα

όλα εκείνα, που σου ‘χω πει,
οι μικρές εντυπώσεις.
Που μόνο που στα λέω,
Δημιουργούν από μόνα, ένα ποίημα.

Τη στιγμή, που εκείνη, άγγιξε, μια παλάμη μου.
Η στιγμή,
Που είδα δυο καστανά μάτια,
Προσπαθώντας να τα περιγράψω, από κοντά,
Αρχικά μέσα μου.

Οι μικρές κι οι μεγάλες αποφάσεις.
Η προσπάθεια που απαιτεί κόπο.
Η αγκαλιά,
Που επιθυμείς να προσφέρεις.

Τα μάτια που ερωτεύονται,
να συγκινούνται,
και μόνο στην ιδέα.

Η μικρή επίσκεψη στον ασθενή,
όπου συναντάς τα μάτια, για πρώτη φορά
Της φίλης,
Που είναι τώρα, μόνο μάτια.
Βλέμμα διακριτικό.

Βλέμμα, καίρια φυσικό-γυναικείο,
Οριζόμενο απ’ τον Μεγαλοδύναμο,
(ή για όποιον δεν πιστεύει,
από την φύση).

όλα εκείνα,
που οι οφθαλμοί αφήνουν, γύρω, να διαφεύγουν
-κι ας καταγράφονται.

όλες οι ειλικρινείς μου καταθέσεις,
Η παρέα,
Το στήριγμα.

Η έκφραση,
Ότι όλα αντέχουν,
Την χρήσιμη αλλαγή.

Γεράσιμος Μηνάς 2006

βόλτα στην πόλη

Μόνο να φανταστώ, μπορώ,
Πως αισθάνονται οι κάτοικοι,
σε συγκεκριμένα σημεία, της πόλης,

οι οποίοι,
Είτε αντικρίζουν, πανοραμικά, την πόλη,
Είτε έχουν τα χρήματα,
για να βγαίνουν, τακτικά
-άρα να είναι κοινωνικοί.

Μόνο να φανταστώ, μπορώ,
Τι σημαίνει, να βγαίνεις έξω,
Να κάθεσαι κάπου,
δίχως να φοβάσαι,
Μήπως σε κοιτάνε.

Ναι. Λόγια
που δε λες, εύκολα.
Μα μη περιμένετε, έλεος, από μένα,
στα λόγια.
Στις πράξεις, συνήθως, μπορεί.

Να σκέφτεσαι,
Πως τα πάντα, είναι ωραία..

Βέβαια,
όσο υπάρχει το χρήμα.
Είτε εργάζεσαι
Είτε σε ζουν.
Αρκεί, βέβαια,
Να ‘χεις, σπίτι, δικό σου.

Βλέπω ανθρώπους, χαμογελαστούς,
Άτομα, θαρραλέα.
Είναι αυτό που δείχνουν,
Ή κακοποιούν, ψυχικά,
τους δικούς τους;

Λέω, τώρα,
Να διαβάσω κάποιου, άλλου, ποίημα.
Έχουμε, πια, γίνει, όλοι,
Ποιητές.

Γεράσιμος Μηνάς 2006

Όπως σου αξίζει ν’ αγαπηθείς.
Ή μήπως όχι.


Ο κόσμος, μάτια μου,
δεν ξέρει,
δεν μπορεί, πια,
ν’ αγαπά.

Δεν βλέπει, έτσι όμορφα, όπως εσύ,
ποσότητες νερών, στην επιφάνεια της σελήνης,
Κει που φαίνεται -από δω, κάτω-
Σαν μεγάλο βαθούλωμα.

Δεν γνωρίζουν την ύπαρξη των αγγέλων.
Δεν ξέρουν, πως μπορούν να διακρίνουν,
την αγάπη.

Είναι όπως όταν παρακολουθείς,
μια ταινία που σε ελκύει, πάντοτε,
Μα χρειάζεται να προβληθεί, στο σπίτι σου,
φορές και φορές,
Ώστε να φανούν σ’ εσένα,
τα σημεία,
Στα οποία δεν έδωσες, σημασία.
-διάλογοι περισσότερο, παρά εικόνες.

Δεν μπορούν, μάτια μου,
Να αγαπήσουν, επιπλέον, οι μη ρομαντικοί.
Τους έχει φάει, βλέπεις,
η πολύ γνώση.
Πως θα μιλήσουν,
Συνεχώς,
Σα να ετοιμάζουν, διατριβή.

Δεν σηκώνει συναισθηματισμούς, μια διατριβή.
Ούτε εμπνέεσαι, από κάτι,
Επειδή είσαι πολύ εγωιστής,
Για να δεχθείς,
Πρώτα,
ότι ο άλλος, έχει εγκέφαλο,
Συνεχόμενα: πως ο κόσμος μας, προχώρησε,
Με διαφορετικές παραστάσεις.

Πώς να θυμώσεις, με κυνικούς ανθρώπους,
που ούτε ξέρουν, ούτε θέλουν, πια,
Να αγαπήσουν.

Σκουλήκια, είναι. Τα πατάς.
βρωμιά.
Ασχήμια.


Κόβω, κι εγώ, μάτια μου,
Λουλούδια.
Τα δένω σαν αναρριχόμενο κλήμα,
γύρω από ένα κοτσάνι, άλλου φυτού,

Απλόχερα, στα χαρίζω.
Σαφώς επειδή σέβομαι, τον χρόνο
που μου διαθέτει η ζωή,
Ώστε να υπάρξω,
να κινηθώ.

Να εξουσιάσω,
Ακόμη και το θυμό μου;

Μακάρι να ήμουν δελφίνι,
Να χαμογελούσα,
μόνο σε όσους μ’ αγαπούν.

Μ’ ακόμη και τα δελφίνια, γίνονται..
Βίαια,
όταν θέλουν να τα πιάσουν, στα δίχτυα τους,
οι αγενείς άνθρωποι,
οι οποίοι κοροϊδεύουν την αγάπη.
(άντε μην ανοίξω το στόμα μου).


Σ’ αγαπώ, μάτια μου.
Επειδή είμαι εγώ, εκείνος,
Που διαβάζει τα ποιήματα σου.

Σ΄ αγκαλιάζω, σα μωρό,
Π’ αξίζει αγάπη, ανιδιοτελή.
Αγαπούλες και φιλάκια.
Φιλάκι στο μαγουλάκι, στα χειλάκια.
Αγαπούλες και γλυκόλογα.
Όνειρα πολλά.

Σαν παιδιά,
που επικοινωνούν και μονιάζουν,
αναμεταξύ τους.
Γνωρίζουν πως συγχωρεί, κανείς,
Επειδή, τούτη η ιδιότητα, εκχέεται
από πρόσωπα, που επιθυμούν να είναι υπεύθυνοι
σε σημαντικές έννοιες.

Έτσι είναι μάτια μου.
Κάποιοι είναι ανίκανοι, να αγαπήσουν.
Να σταθούν.


Βλέπεις,
δεν πωλείται, σε κανένα κατάστημα,
να σπεύσουν οι πλούσιοι..
Να την αγοράσουν.

Χαίρομαι,
Που σ’ έκανα να γελάς,
Με χαρτόσημα, που κολλάνε,
όπου κι αν τα βάλεις.
Ακόμη και στη σκόνη,
Των μη συναισθημάτων.

Ναι, μάτια μου, απαλά,
Το ήρεμο πρόσωπο, είναι,
που φοβούνται.
(το καθαρό;)

Εκείνους,
Που “κοιμούνται”
Στη σταθερότητα,
Μιας ήρεμης αντιμετώπισης, των πραγμάτων,
Με τις ήδη, γνωστές, τους,
Γνώσεις.

Δεν έχουμε ανάγκη, να μάθουμε,
Περισσότερα,
Απ’ το να δίνουμε, όταν μπορούμε.

Στεκόμαστε.
Ακούμε,
Εννοούμε.

Την αύρα,
Μικρών πραγμάτων.
Όπως τα βότσαλα σε μια παραλία,
Το κορμό ενός δέντρου,
Κατά που, κοιτά.

Πως συνεργάζεται η θάλασσα,
Δίχως να την “καίει” –κατά το λαϊκό ρητό-
Να πατήσει στην παραλία.

Να πάψουν οι αναμνήσεις,
των ανθρώπων.
των ευαίσθητων, εννοείται.

φορές είσαι μόνος στην προκυμαία.
Με δυνατό άνεμο.
Η καλύτερη ώρα,
Μιας και κανείς άλλος,
δεν είναι τόσο τολμηρός,

Να εκφράσει:
Δεν έχω παραπάνω αντοχή.
Είμαι μόνο ένας άνθρωπος.
Τίποτα ανταγωνιστικό.
Τίποτα,
που να μιλήσουν, άγνωστοι, για μένα.
Τι ξέρουν αυτοί. Τι είναι ικανοί, να ξεχωρίσουν.
Δεν στέκονται.


Είναι σπάνιες οι στιγμές, που αναρωτήθηκα,
Πόσοι με συμπαθούν,
σε αυτό τον κόσμο,
όπως οι γυναίκες,
που επειδή δεν τους έκατσα,
με πολεμάνε, αιώνια!

Ποιοι είναι, εκείνοι, οι ελάχιστοι,
που δεν τους άφησα να ‘ρθούν,
στην εστία.

όπου δυστυχώς, δεν θα βρούν,
Φανταχτερά φαγητά,
Ούτε καν, τα απαραίτητα.

Βλέπεις, μαθαίνει κανείς,
Να ζει σα φτωχός, σα ζητιάνος.
Καθαρός ζητιάνος.
όχι όμως φτωχός σε αισθήματα.
Απλά κατσούφης,
Επειδή γερνάει.

Επειδή δεν έχει ένα θηλυκό, απέναντι,
Να της πει,
Πλησίασε:
Πόσο όμορφα και απλά, γράφεις.
όπως είσαι.
Εσύ είσαι στο γραπτό,
Σε καταλαβαίνω.
Σε βλέπω,
όπως μόνο,
Τα συναισθήματα, μεταμορφώνουν,

Μια αίσθηση,
Σε κάτι, εδώ, πραγματικό.
Φαντασία με φαντασία,
Πίστη στον άνθρωπο,
με πίστη στον άνθρωπο.

Μέχρι την ώρα του ύπνου.
Ώρα που παύεις να πράττεις.
Ν’ αποκτά, εκφράσεις, το πρόσωπο.
Αφού ακόμη και με το ύφος, πληγώνεις.

Πόσο δε, η θύμηση,
ενός άλλου στην πόλη,
που έχει τα κότσια και σ’ ειρωνεύεται,
δίχως να φοβάται, τι θα πάθει
Τώρα από ποιον.

Ακόμη κι από μένα.
Από τον γείτονα τον είρωνα.
Απ’ τον εχθρό του Θεού και των ανθρώπων.
Από άλλους, άγνωστους.

Μα ας μη θυμώνω, πια.
Είμαι καλά, κλεισμένος, εδώ μέσα.
Μόνος και ασφαλής.
Δίχως ρίσκα
ή την καθημερινότητα.

Μη συναντώντας, καθίκια,
Που θα θελήσουν,
να με θυμώσουν.

Έτσι είναι μάτια μου, απαλά,
Η αγάπη.
όπως τα μαργαριτάρια, βαθιά, στη θάλασσα,
που τόσες φορές, αναφέρεις.

όπως το πρόσωπο μου, που είναι ήρεμο και φυσικό,
Επειδή κυρίως, κοιτά, εσένα.
Επειδή ξέρω και αγαπώ.
Ξέρω την πηγή, την ανεξάντλητη,
Των ονειρο-παρμένων.

Κει όπου καταλήγουν οι ποιητές,
Να ξεδιψάσουν,
Να συζητήσουν τις εμπειρίες τους, τα θέλω,
τα πρέπει. Το τώρα και το μετά. Το πριν.
Να ερωτευτούν
ένα μέλος που “ζαλίστηκε”
-όπως με κορόιδευε ο πατέρας μου,
επειδή έχω προσωπικότητα. Δική μου.

Τι κρίμα, μάτια μου, απαλά,
Να μην αγαπούν την ποιότητα.
Πόσο χαμένοι, πάνε.

Ναι, μάτια μου.
Μες το σκοτάδι, πλέουν.
Το μυαλό τους, μπλοκαρισμένο,
Ακόμη και με δυνατό ήλιο.

Ακόμη, κι αν η φύση, γεννά,
θαύματα. Τρέφοντας την υγεία του πνεύματος.
Μα που να το δουν, αυτοί, οι χαμένοι,
Μες απ’ το παρμπρίζ -ολοένα όπως κι αν μετακινούνται-
Του αυτοκινήτου τους,
Ολοένα να έχουν τον έλεγχο.

Όταν βλέπουν ένα κτίριο,
Αντικρίζουν, μόνο, ένα, κτίριο.
όχι ένα ζώο, μπροστά.
Περιστέρι. Σκυλί, γάτα.
Ελέφαντα, φωλιές από σπουργίτια.

Μήπως, σήμερα, οι γυναίκες, δεν θέλουν,
Να τους προσφέρουν λουλούδια;
Υπάρχει ένα πουλί,
που φέρνει λουλούδια, στο ταίρι του,
πίσω στη φωλιά.

Όλοι οι ομορφότεροι έγχρωμοι, πίνακες,
που αναπαριστούν την αγάπη.
Στο βλέμμα, στο άγγιγμα.
στην αλληλοαποδοχή των χαρακτήρων.

Με καλό ή άσχημο καιρό.
Η δυσκολία του ζωγράφου
ν’ απεικονίσει το αληθινό,
Προσφέροντας του, φορές, αφαιρετική προοπτική,
Επειδή λίγη “ομίχλη” σ’ ένα τοπίο,
Προσφέρει χαλάρωση,
Τρέφει τα όνειρα και την ανθρωπιά.

Η φύση στα χέρια, εκείνου που κλαδεύει,
Αφαιρεί τις κλεισμένες διόδους,
που σταματούν την εξέλιξη του φυτού.
Παρόμοια κι εμείς,
Μα κάτι πάει στραβά, στη συνέχεια.

Κόβουμε ότι έχουμε, κυρίως, ανάγκη. Την αγάπη.
Τα περιττά υλικά δεν ξέρουν,
Πώς να σε συμπαθήσουν.
Απλά, τα χρησιμοποιούμε.

Τι συμπαθούμε, εμείς, οι λίγοι, καλοί,
(μία ακόμη κυρία, με αποκάλεσε γιο της)
Οι λίγοι, ρομαντικοί,
Οι λίγοι, άρα, με ανθρωπιά
Και ψήγματα σεβασμού,
Όταν, μας πάνε, όλα, στρωτά.


Κοιτώ έξω απ’ το παράθυρο,
Τον ήλιο στους τοίχους, απέναντι.
Το ψηλό, λιγνόκορμο δέντρο,
με σχηματισμούς φύλλων, ανά μεριές,
που χρωματίστηκαν, καφέ.
Μέσα Οκτώβρη.

Αγαπώντας τη φύση,
Που αγωνίζεται να μείνει όρθια.
Όλα τ’ αρχιτεκτονικά “θαύματα”
Να βλέπεις ως τέχνη, ότι σ’ αρέσει
Όχι όμως, ως τέχνη, τη γύμνια.

Αν είναι δυνατόν, μια γυναίκα, να προβάλλει
Καλλιτεχνικές... γυμνές φωτογραφίες,
Στην σελίδα της, στο ίντερνετ.
Μήπως είναι λεσβία;

Κάποιες, εκεί μέσα, λένε:
Εγώ ασχολούμαι με το μπάσκετ, ή το ποδόσφαιρο,
Ή κάτι ακραίο.. για γυναικεία απασχόληση.
Μήπως είναι άντρες;

Αμέσως, κάνω μεταβολή.
Τρέχω. Καλπάζω.
Εξαφανίζομαι –να προστατευτώ.

Μήπως ξεχάσω και τις είρωνες, γυναίκες,
Που είπαν πως με εκτιμούσαν,
Μέχρι να τα πάρουν κι εκείνες, στο κρανίο.

«προσπαθώ να σου φερθώ, με σεβασμό,
έτσι, για αλλαγή.
Επειδή δεν κατάφερα να κρατήσω, γυναίκα,
Στο πλάι μου.

Πες, βιαζόμουν.
Άραγε γιατί;
Επειδή ο ήλιος, στέγνωνε,
Και την αγάπη μου».

Τι όμορφο, να ξεχνάς τις αχάριστες γυναίκες,
Κείνες που όπως είπες «δεν ξέρω να παίρνω».
Να ‘ναι καλά, οι ταινίες,
Που μ’ έμαθαν, πως θέλουν οι γυναίκες,
Να τις αγαπούν.

Τι όμορφο να ξεχνάς εκείνες που σε είδαν,
Μα δεν σε θέλησαν.
Μα αποκτάς, ως πληρωμή, μέσα σου,
Σιγά σιγά,
λίγο έλεος.

Κατακρατώντας το στην αποθήκη του εγκεφάλου.
Άραγε και το να: θες να προκαλείς εντυπώσεις;

Ίσως έτσι δικαιολογείται η ανάγκη των ανθρώπων,
για τις πορσελάνες
για κάτι πολύτιμο στο σπίτι.
Τη συμπεριφορά, προερχόμενη
Και μολυσμένη,
από τα σύγχρονα πρότυπα, διασκέδασης,
συζητήσεων και ενασχόλησης με τα τηλεοπτικά.

Με τη φύση στα προάστια,
Η φύση στα χωριά, στις λίμνες, τις πεδιάδες,
Να περιμένουν το δίποδο,
Που κυριάρχησε στον πλανήτη.

Θέτοντας ψυχολογικές έννοιες, σε καθετί.
Ώστε να κρίνει, χωρίς να κρίνεται.
Να είσαι διαφορετικός, ποιοτικός,
Κι η γειτόνισσα, να σου λέει:
Έχεις ψυχολογικά προβλήματα.

Στο λέει, όταν είστε μόνοι.
-Φυσικά-

Στο λέει,
ο καθένας σας, βράδυ,
σε παράθυρα που δεν φαίνονται.
Να μην υπάρχουν μάρτυρες.

Δεν φοβάται καν, την μήνυση
Φυσικό,
Δεν υπήρξε μάρτυρας,
στην εμπόλεμη περιοχή.
(μάλλον θα έβγαλε το απωθημένο της,
για μια παλιά χυλόπιτα, που εκείνη έφαγε,
Από άντρα ευαίσθητο και με αρχές,
Βλέποντας εκείνος, τι σκατά ανήθικη γυναίκα,
είχε εμπρός του).

Την ξεχνάω κι αυτή.
Πέρασε ο σκουπιδιάρης, χτες.
Άρπαξε τους άχρηστους ανθρώπους.

Την προσοχή μου, έλκυσε,
η γέννηση ενός σαλιγκαριού,
στα εξωτερικά πατζούρια.

Γεράσιμος Μηνάς 2006

Τέλειες όπως είναι

Ήμουν δίπλα σου.

Με λίγο, μόλις, κατεβασμένο το κεφάλι.
Καμιά τριανταριά μοίρες.
Σήκωσα τα μάτια μου και σε κοίταξα,
να, τόσο δα.
Απλά,
Ένα ερώτημα, στα μάτια σου:
Μήπως ήμουν λυπημένος.

Από πόσα να σε προστατέψω.

Μου κρατούσες την παλάμη.
Σαν κάτι,
που χρειάζεται προσοχή.

Το φως του πρωινού,
ήταν τόσο καλό, μαζί μας.
όπως οι σκιές στα πατζούρια,
Ενόσω οι δείκτες του ρολογιού,
έδειχναν μεσημέρι.

Νόμιζες πως κάποιος ήταν, στο παράθυρο.
Εκείνος,
που επέστρεφε.

Σα χάδι στα μαλλιά,
με κλειστά μάτια,
ενόσω προσευχόσουν.

όπως όλες οι στιγμές,
που μ’ έβλεπες, να ‘χω κλειστά τα βλέφαρα,
Και να τραγουδώ, με την καρδιά μου.

Ήμουν κοντά σου,
Ήταν η έκφραση, σα να ‘κλαιγα,
Επειδή η δική σου αγάπη,
ήταν η απόλυτη,

Σα να χώρισε το πλευρό, από μένα,
Δημιουργώντας,
Κάτι που μπορούσε,
Να αγαπήσει κι εμένα,
Γνωρίζοντας με.

Στο κάθε λεπτό που μοιραζόμαστε.
Λεπτό λεπτό, μαζί.
Ο κόσμος,
μια τηλεόραση στο παράθυρο

Για μένα και για σένα,
ο ήλιος,
κάποια κλαράκια, σπασμένα,
Πεσμένα στο δρόμο.
όπως όταν στενοχωριόσουν.
Τα χείλη μου τρέμουν –μαζί.
Πόσα η ηρεμία, να καρπίσει.

Η αγαπημένη μουσική,
Έλουζε τις αισθήσεις,
Μια γλυκιά, καθαρή, αύρα.

Το ξέρεις πως θα βρίσκομαι, πάντα,
εδώ.

Σαν γατάκι που δε μεγαλώνει.
Πάντα χαριτωμένο όπως είναι,
Γυροφέρνει,
-όλο να το προστατεύεις.

όπως όταν σε κοιτούσα,
Ενόσω έμπαινες στο σπίτι.

Δεν αργούσα να κοιμηθώ.
Η αγκαλιά μου,
Κάτι που δεν αλλάζει.

Κλείναμε τα μάτια.
Σα να ‘μασταν ένα
Μια ψυχή. Μια καρδιά.

Στο ράδιο έπαιζε το La Vie En Rose
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, ψιθυρίζω.
Αισθάνομαι την ανατριχίλα σου.
Παρόμοιες στιγμές που ολοκληρώνεσαι.

Σου δίνω το όνομα: αγάπη.
Καταφέραμε να φτάσουμε ως εδώ.
-απορείς;
Αναπολείς στιγμές που μ’ έψαχνες,

Στα ξαφνικά δώρα των άλλων,
Στα φύλλα που άφηνες, στο περβάζι,
να ξεραίνονται.

Τις βραδινές ώρες,
που τα φώτα της πόλης,
Προσπαθούσαν να φωτίσουν το δακρυσμένο σου, πρόσωπο.
Ιδίως τις κυριακές,
που δεν ξυπνούσες μ’ ένα φιλί.
Να θέλεις ν’ ανοίξεις τα μάτια.

Να βγεις στο μπαλκόνι.
Ν’ αγαπήσεις ένα δέντρο,
όπως στην Μάνη, με τ’ αγαπημένα βράχια.

Να σ’ ακούσω να λες,
με τις φωνητικές σου χορδές: σ’ αγαπώ.
Να το εννοείς, όπως το καθαρτικό άγγιγμα,
σε κάθε δροσερό αεράκι.

Στη φωνή της βροχής,
Προετοιμάζοντας σε.
Αγαπούσες τούτο τον ήχο.

Παρόμοιες στιγμές,
που αισθανόμαστε ενωμένοι.

Να διακρίνουμε τα αισθήματα.
Το λόγο ύπαρξης τους.

Τον κόσμο της αγάπης
Που χτίζαμε,
Για το τέλειο δέσιμο, το διαχρονικό,
Με πίστη. Εμπιστοσύνη

Δύο κόσμοι, ενωμένοι.
Δύο ήλιοι, δύο φεγγάρια.
Πλέον, δεν γράφεις,
Προφέρεις: σ’ αγαπώ.

Δεν μου ‘λεγες,
Ξέροντας πως ζω,
Μες απ’ το δωμάτιο σου:
όποιος κι αν είσαι, κάποτε θα σε δω.

Τότε και μόνο,
θα σου φέρω γλάστρες.

Μια θα ‘χει, βασιλικό,
Να σου φτιάχνει τη διάθεση.
Μια άλλη, ροζ τριαντάφυλλα.
Άλλη, λεοπαρδαλέ άνθη, σπάνια,
όπως εσύ.
Όταν θα σε κοιτάζω.
Ακόμη και με κλειστά βλέφαρα.

Ναι, αγάπη μου
-είσαι τυχερή-
που σε λέω αγάπη μου.
Τα παιχνίδια γοητείας, δεν αρμόζουν,
Να δεις αν ο άλλος σε θέλει,

Για δυό ψυχές, τουλάχιστον.
Τέλειες όπως είναι.

Εσύ το είπες.
Και μου ‘μεινε μέσα μου,

Σφραγίδα στην σάρκινη
Καρδιά.

Γεράσιμος Μηνάς 2006
Φυλακτό

Τα μάτια σου,
είναι ο κόσμος,
που προσδιορίζεται.

Ένα ήρεμο πρόσωπο,
Με αδύναμα χαρακτηριστικά,
Χάρη στην τρυφερότητα μου.

Εκεί που σε βλέπω
Εκεί που ακούγεσαι.
Το χρονικό περιθώριο,
ανά ηλικία.

Είσαι.
Χαίρομαι που φτιάχτηκε έτσι,
η γυναίκα.

Τόσο όμορφη,
ώστε να της αρνηθείς,
Εκείνο,
που οφείλεις, παρομοίως, σ’ εσένα.

Όλες οι κοινωνικές επαφές.
Το λίγο που οργανώνουμε.
Τα όνειρα του νου,
Οι κόσμοι των εικόνων.

όλα όσα προσέφεραν, ορισμένοι,
στην Κοινωνία.
Άνεσης χρηστικά. Ιατρική. Μεταφορές.

όσα μας επηρεάζουν.
Προτροπές, προς άλλους.
Εισακούγονται, ή όχι.

όλα όσα απαιτούν προσπάθεια.

Ύστερα σε κράτησα,
σα φυλακτό,
Δίπλα στην καρδιά μου.

Αμέσως,
Σε φίλησα στο μάγουλο,
Χάρηκα που υπήρχες.
Αγάπη μου Λορελάϊ.

Γεράσιμος Μηνάς 2006
Το ποίημα που μιλάει

Πες μου, ποιητή,
τι έχεις;
Γιατί δε μιλάς.

ο ήλιος δεν φτιάχνει, μια σκιά,
από σένα.
Στο χώμα,

Στα κάγκελα
που περιμένουν να σταθείς,
(κρύα αγκαλιά,
δίχως ανταπόκριση).

Τα λόγια των παλαιών, σοφών,
που τα πήραν μαζί τους,
στον τάφο.

Πλέον,
Χωρίς σκιά.

Κάποιος άλλος αναπνέει.

Τα παλαιά πνευμόνια, φεύγοντας,
έδωσαν σ’ εσένα,
αυτό το δικαίωμα.

Γιατί δεν μου μιλάς,
Ποιητή;

όσο και να κυνηγάς τον ήλιο,
στο στερέωμα,

Κείνος,
Είναι πολύ μακριά,

όπως τα άλλα γραπτά,
Που παλάμες, πιέζουν,

Γράφοντας.


Η γλυκιά σαν χάδι,
έμπνευση.

που σε βοηθά να ξεχνάς

Ενόσω αρωματίζει,
σαν εσωτερική δροσιά,
την όσφρηση μου.

Γιατί δεν μου μιλάς;


Μια μεγάλη αίθουσα
όπου οι χαρακτήρες
που πέρασαν,
Που γνώρισες.

Που ήλπιζες να ‘ναι,
κομμάτι σου,

Αναπνέουν ακόμα,

Παρομοίως, οι ήχοι των θερινών μηνών,
που υπήρξαν,
και πλέον,
Δεν ακούγονται.

Ακόμη δε μου μιλάς.
ψιθυρίζω

Είμαι εγώ το ποίημα,
που μιλά.

Το ποίημα που σε συντροφεύει,

Ενώ,
Κανείς,
γύρω σου,
Δεν σε βοηθά,

Κι όσοι σε κλώτσησαν,
αφήνοντας σε ανάπηρο από προοπτικές,
Ζουν,

Ατιμώρητοι.

Μην τους συγχωρήσεις. Ποτέ.
Μ’ ακούς;

Ελπίζω να μ’ ακούς.


Είμαι το ποίημα,
σε κάθε σου βήμα.

Τα κοινά χαρακτηριστικά,

Τόσο διαδεδομένα.

οι ηλικίες των ανθρώπων,
Η θελκτική, ενήλικη, νέα,
Σάρκα,

Που κολακεύει ένα λεπτό θηλυκό,
Που ανησυχεί,
Αν τη βλέπουν οι άλλοι,

Ως, θηλυκό.

Εσύ πως τη βλέπεις;


Είμαι η σκέψη σου
Ο “ιδρώτας” της ύπαρξης,

Το άγγιγμα που σου λείπει
Κάποια όμορφα απογευματινά.

Είμαι στο χαρτί που κρατάς
Με το ‘να σου χέρι.

Με τ’ άλλο,
Πιέζεις τη μύτη του στυλό,

Αφήνοντας με να μιλώ.


θα υπάρχω,
Ακόμη κι αν το φως, είναι κλειστό,

Μα εσύ, ποιητή,

Έχεις ανάγκη μια πηγή φωτός,
Να διακρίνεις τι γράφεις,

Μόνο για σένα,

Στο άδειο αρχαίο θέατρο,
Αγάπης του Ελληνικού πολιτισμού
Που πλέον, κανείς,
Δεν ενδιαφέρεται,

Να γεμίσει.


Τι κρίμα,
Να βρίσκονται τ’ αδέλφια μου,
σε τόσα βιβλία,

Μα εδώ,
Είμαι δικό σου, παιδί.

Εσύ με γεννάς,,
Συ μ’ ανατρέφεις.

Τι κρίμα,
Να μην ακούω την αναπνοή,

Τι απλό,
Να υπάρχετε,
Σεις,
οι άνθρωποι.

Να επικοινωνείτε,
Ανταλλάσσοντας, τις σκέψεις σας.

Υπάρχετε, μόνο;

Και αν, ναι,

Πως;


Τι κρίμα,
Να είμαι το ποίημα,
που μιλά,

μόνο με σχήματα,
φράσεις κλειδιά – λέξεις.

Φωνή, να μην ακούγεται.

Ακόμη δεν μου μιλάς.

Γιατί,
τόση στενοχώρια;

Εγώ, το ποίημα,
που τόσα χρόνια,
σου κρατώ συντροφιά,

Σε σχέση με τις άλλες σου,
Ελλείψεις.

Που ο οργανισμός σου,
ζητά.

Δεν φταις εσύ,
Που υπάρχεις.

Ούτε για το θυμό
Του σύμπαντος.

Άσε με να σου μιλώ.

Ως ποίημα,

Σαν μια μετακινούμενη, εικόνα,
Ζευγαριού.

Που αναπνέει κι εκείνη.

Μα εγώ δε το διακρίνω.
Μιλιά, ακόμη,
ανθρώπινη,

Δε μου παρέδωσες.

Φοβάσαι να με εμπιστευτείς;

Να δεις τον εαυτό σου,
Μ’ εκείνη.
που ποτέ δεν σ’ άφησε,

Να αγαπήσεις.

Νυστάζεις;

Αναρωτιέμαι,
Αν ασκούν,
Διαφορετική πίεση,
Τα γυναικεία χέρια,
Στο χαρτί.

Αν,
χαϊδεύουν,
το χαρτί,

Παρόμοια με την γυναικεία τρυφερότητα,
Που ποτέ, ποιητή,

Δεν σ’ άγγιξαν,
τα δικά της,
χέρια.

Δες ότι στο στέρησε ο Θεός,
που τόσες φορές,
Θέλησε, ποιητή,
Να σ’ εξοντώσει.

Όμως η δική μου συντροφιά,
Είναι ανιδιοτελής.
Βρίσκεται πάντοτε, ζωντανή,
Εδώ πέρα.

Δεν σ’ απειλώ, εγώ,
Δεν σου στερώ τον εαυτό μου.

(δεν σκαρφίζομαι έναν Λόγο,
για να νοιώθεις, υπόχρεος).


Είμαι αυτό που πλάθεις
μες το νου.

Οι ήχοι που δεν ακούς
(οι ήχοι της ηδονής, με δύο).
οι εικόνες
Που δεν σε φωτογράφισαν,

Ενήλικο,

Στα στενά μιας ξένης χώρας,
Που δεν σ’ άφησαν
Να μεταφέρεις την αύρα της,

Χρησιμοποιώντας,

Εμένα.


Είμαι στο επόμενο λεπτό,
Ωσότου να τελειώσει

Μια ιστορία -πάντα-

Των άλλων.

Είμαι εδώ,
Και θα βρίσκομαι, για πάντα.

Είμαι στο χαρτί
και τη θύμηση.

Είμαι το ποίημα που μιλά.
Σ’ αγαπώ.

Γεράσιμος Μηνάς 2006
Έχεις μήνυμα

Θα σε σκέπτομαι,
Ενόσω θα περπατάς, βράδυ,
Εμπρός στις σταθερά, λαμπερές,
Φωτισμένες,
Βιτρίνες.

Που όμως δεν προσφέρουν,
Αγάπη.

όπως εκείνη,
που μπορούν, και δίνουν,
Τα οικόσιτα ζώα,
οι συμπαθητικές ψυχές,

Ως αντίβαρο στην πραγματικότητα.
Δώρο σε όποιον, για χρόνια και χρόνια,
Στερήθηκε τη στοργή.

Η ζωή, αγάπη μου,
είναι πολύ σκληρή,
Για να μην είμαστε μαζί,

Υποδεικνύοντας μου,
Πως μόνο αν είχα υπομονή,
θα σε είχα, κοντά μου.

Μα πέφτουν, διαφημίσεις,
Ενδιάμεσα.

Ταμπέλες στο καθετί.

Εκτός από το διαφορετικό,
κάθε φορά,
Αποτύπωμα,
Μιας σχέσης,
που οδηγεί τα βήματα,
Ενός ανθρώπου,
κοντά στο αντίθετο του, φύλο.

Ακολουθείς, συγκρούεσαι.
Ανησυχείς, χάνεις. Κερδίζεις
Επισπεύδεις. Αποχωρίζεσαι.
Επανασυνδέεσαι.

Ζεις. Υπάρχεις.
Διατροφή. Απασχόληση.
Κοινωνία.

Επικοινωνία’
ο κόπος να κρατήσεις ένα πρόσωπο,
κοντά σου.
η στιγμή να μιλήσεις
Να μιλήσεις.

Λόγω στιγμής,
Αυθόρμητα,,
Όσο η στιγμή, κυριαρχεί
-σε υποτάσσει.

Αυτά που λες.
Ημιτελείς στην επικοινωνία,
Λόγω άμυνας
Λόγω ελέγχου.
Για δικούς του λόγους,
ο καθένας.

Μέχρι το επόμενο μήνυμα.
Ότι κι αν σημαίνει, αυτό.

Γεράσιμος Μηνάς 2006

Απλά, υπάρχω

Ύστερα συνάντησα χαρούμενους ανθρώπους,
Όπως η μυρουδιά του βρεγμένου χώματος
Που θυμίζει χωριό, με όμορφες αναζητήσεις.
Συνάντησα πρόσωπα
Που αγαπούσαν να βρίσκονται όπως είναι
Ανάμεσα στους υπόλοιπους
Τους μεροκαματιάρηδες,
Εκείνους που γνωρίζουν
πως έχουν φλέβες στα χέρια τους,
σ’ ένα σώμα που γερνά,
απαρηγόρητο
(Κανείς δεν θέλει,
να πεθάνει).

-

άφησα τη νέα μου μαμά,
στο αυτοκίνητο,
Κι ας έδειχνε τόσο ευδιάθετη,
Με τόση πίστη στη ζωή
Που ο ίδιος,
Ποτέ δεν υπερνίκησα
Τούτο τον αχυρένιο φράχτη.
Διαρκώς απαισιόδοξος
Μ’ ένα ηλιοβασίλεμα
Σαν έκρηξη πυρηνικής βόμβας,
Να καίγεται
Μακριά
Στο στερέωμα.
(Είχα χρόνια να δω ηλιοβασίλεμα).
Χρόνια να κάνω οτιδήποτε.

Απλά,
Υπάρχω

Γεράσιμος Μηνάς 2006
Μόδα

Είναι αυτή η γοητεία, του βλέμματος.

Δεν περιμένεις φυσικά, από ένα μοντέλο,
Να σου πει,

Αν ξύπνησε, μες τα ναρκωτικά,
Πόσο κοπίασε
Γι’ αυτό το σφιχτό, πισινό
Ή τη χειραγώγηση, του σώματος της.

Πόσο πολύ, τη θέλει,
Ένας άντρας,

Ενόσω τη χωνεύει,
στο γυαλί,
Ως την τέλεια κατανομή,
Περιφέρειας. Δηλαδή, κρέατος.

Ως οι σύγχρονες, κινούμενες, βιτρίνες
Φορώντας εσώρουχα
Που προκαλούν
Να τις πάρεις, όπως είναι,

Μη γνωρίζοντας,
Αν είναι άνθρωποι.
Πως κατάντησα έτσι
«στο τέλειο δείγμα, γυναίκας»
Που προτιμάς, μόνο,
με εσώρουχα.

Με διχτυωτά, διαφανή,
Καλοκαιρινά -διαρκώς-
Ρούχα.

Να διακρίνονται οι ρώγες,
Οι κυκλικές τροχιές.
Το κρέας.

Οι εντυπώσεις
και οι προσωπικές αναστατώσεις.

(Μερικές φορές, απορείς,
πως γίνεται να υπάρχουν,
Τόσο χαρισματικά σώματα,
Σπάνια όμως, και αυτά,
Μεταξύ των υπολοίπων

που πιστεύουν, πως έχουν το σώμα,
γι’ αυτή τη δουλειά,

Που θυμίζει χώρο ευθύνης,
κάποιου μαστροπού).

-

Αυτή η αναγκαστική φύση
Της διαρκούς ομορφιάς,
Με διάθεση κρυφή, βαριεστημένη, φορές.

Κουρασμένη η γυναίκα
Που το αγαλμάτινο κορμί,
Είναι,
24 ώρες,
Σε ξένα χέρια.

Που αναλαμβάνουν το δύσκολο έργο,
Να κάνουν ομορφότερο,
Κάτι
Που από μόνο του,
Το θεσπέσιο κορμί,
Μειώνει το φόρεμα.

Άλλες φορές,

Το ύφασμα, καλύπτει,
Τον κόπο της μάνας,
Που πρέπει να αισθάνεται περήφανη,
Για την γύμνια της κόρης.

Μπλεγμένη σ’ ένα επάγγελμα
που χάνεται,

Με το πρώτο κλείσιμο
της παροχής φωτός.

Τόσα σώματα. Τόσα σχήματα.
Κάλλος και χρόνος,
Ξεχασμένος.

Γεράσιμος Μηνάς 2006
Η πρώτη φορά

συνέβη σ’ έναν καναπέ,
Επειδή φοβόμουν,
Μήπως είναι άγρια τα ένστικτα,
της γυναίκας,
που έφερα εδώ μέσα.

Καθόμαστε, χωρίς να μιλάμε,
Κι είναι η ησυχία,
Κάτι στάσιμο, παράλληλα τρομερό,
Για να μου συμβαίνει,
κάτι τέτοιο.

Αφού δεν είμαι ικανός
Ν’ αναγνωρίσω τις ικανότητες του σώματος της,
που κρύβει,
κάτω από αυτά, τα συνηθισμένα,
Ρούχα.

Με το φόβο,
Αν τα εσώρουχα μας είναι καθαρά
(αν άδειασαν, τα υγρά, στην ώρα τους),
Μην λερώσουμε και το σεντόνι,
που καλύπτει τον καναπέ.

Επειδή είναι δυστυχώς, η ώρα
Για να μεγαλώσω,
Να ξεχάσω.

Να διακρίνω το νέο έπιπλο της ζωής,
που περιμένει ν’ αντικαταστήσει,
Τα περασμένα.

Με όποιες άσχημες, τυπωμένες εικόνες,
Εξερεύνησης
Της ενήλικης διάθεσης
που ετούτη η γυναίκα,
μου ξαναθυμίζει.
Με αναγκάζει να δω αν αντέχει, με σύντροφο,
Τούτο το τομάρι,
Το παραγεμισμένο με σωθικά, κρέας, αίμα,
Και κόκαλα
Κι ένα μακρόστενο κομμάτι, κρέας,
Που χρησιμοποιείται, μόνο,
Για κατούρημα.

Επειδή είναι δυστυχώς, φυσικότατα,
Η ώρα,
Να ξεχάσω.

Δυστυχώς.

*

δεν μιλάμε.
Δεν έχουμε τίποτα να πούμε.
Με αγγίζει στο πόδι, κοντά στο γόνατο,
με το αριστερό της, χέρι,
και είναι η έκπληξη μου,
πρωτόγνωρη.
-ντρέπομαι να την κοιτάξω.

Πρωτόγνωρη η έκπληξη,
Όπως τότε που με φιλούσαν, στο μάγουλο,
Οι συνομήλικες μου στη δουλειά,
Αφού γιόρταζα.

Με φιλά, για ελάχιστα δευτερόλεπτα,
Στο λαιμό,
Μα αποτραβιέμαι -ελαφρά.

Τα δάχτυλα της,
Είναι μάτια-ακτινογραφίες
στο μπράτσο μου
-αυτόματα, κάνω ποντίκι,
Να δείξω δυνατός.
Χαμογελά.

Αυτόματα θυμάμαι,
τη στιγμή που κατά λάθος..
Άγγιξε ο αγκώνας μου,
το μαλακό στήθος μιας παλιάς συναδέλφου,
Κατακτώντας τη γνώση
Γι’ αυτό το σημείο του γυναικείου σώματος,
Όπου πέφτουν, πρώτα,
Τα αντρικά βλέμματα.

Μα εγώ, τώρα, δεν σε κοιτώ.
Έχω σκυμμένο το κεφάλι
Ξεφυσώ, κάθε τόσο.

Σα να μ’ αναγκάζουν
Να φθείρω
Την κατοικία της νόησης μου,
Που γεννά χαρακτήρες και εικόνες.

Είναι όμορφη. Έχει φακίδες, ελάχιστες.
Είναι τόσο έντονη,
η σιωπή!
Ώστε ακούγεται το ψυγείο
-αν όχι,
οι ανάσες μας.

- Μπορείς κι εσύ, να με αγγίζεις,
μιλά,
Εκείνη.

Μα φοβάμαι μην είμαι βαρύς,
Ή απότομος,
στις κινήσεις.

Ή μη σοβαρός στις προτεραιότητες
Της ερωτικής
ιεροτελεστίας.
Η οποία ζητεί να είμαστε καθαροί
Και ευωδιαστοί

Ενόσω τα πάντα γύρω μας,
Μαζεύουν σκόνη.
Βαστούν ετούτο τον χώρο,
Ζωντανό.
Κατοικήσιμο.

Με αυτή τη λάμπα
Και την άλλη, στην κουζίνα
Να φωτίζουν το κακό παρελθόν,
Κάθε μοναχικής ώρας.


Ανακατεύεται η μορφή του παρελθόντος
που ισοπέδωνε τα πάντα,
Μ’ ετούτη την έκπληξη,
Να με αγγίζει μια γυναίκα
Που είδε εμένα,
Πέρα από τη νόηση
(την έβαλε στην άκρη, την νόηση)
ήρθε πολύ φυσικά,
Να μοιραστούμε ο ένας τον άλλο.

Μα να,
κάθε φορά που με αγγίζει,
Είναι μια πρωτόγνωρη αίσθηση
Είναι ένα σύνολο δικαιωμάτων,
Επάνω μου,
που εκείνη κατακτά,
Εκείνη εξουσιάζει.

Είναι η γυναίκα που μιλά
Ψιθυριστά
και ζεσταίνει,
Και τα δικά μου σωθικά.

Είναι η στιγμή,
που τα ρούχα βγαίνουν,
Μόνα τους,
Και πετιούνται, στην άκρη,

Έχοντας ο καθένας μας,
απέναντι του,
Μια φθαρμένη μορφή, ανθρώπου,
Χαρακτηριστικών,
ανά φύλο.

Μα εγώ δεν περίμενα,
Ν’ αποδεχτεί, εκείνη,
Το αναμεταξύ μας, άγγιγμα.

Μάλλον επειδή
Τούτο το σώμα,
Ήταν μόνο μια κινούμενη κατοικία,
Ενός εσωτερικού κόσμου,
Χωρίς επισκέπτες,
Ή δυνατότητα σύνδεσης.

Τούτο το γυμνό σώμα
Που ξεκουράζεται πάνω στο δικό μου,
Με μοιρασμένο το βάρος,
Πολύ φυσικά,
όπου χρειάζεται.

Τούτο το γυμνό σώμα,
που φωτίζει η λάμπα
Και η ένταση της σιωπής
που θέλει να σπάσει
και να μιλήσει,
Μπαίνει σε μια διαδικασία,
Να υποτάξει τον εγωισμό
του κατόχου του,

ο οποίος βιώνει
Πρωτόγνωρη έκπληξη,
Να τον αγκαλιάζει, μια γυναίκα,
Και να κουνιέται
Σαν κοφτά, κινηματογραφικά, καρέ,
ασπρόμαυρα,

Να μην ξεχωρίζουν
οι σκιές,
Τα χρώματα στα έπιπλα.
Η στιγμή,
που αλλάζει το πως βλέπεις τη ζωή.

Με εκείνη τη λύπη,
Να πρέπει να γίνεται αυτό, κάθε φορά
Να επιστρέφει,

Μαζί με τις παλιές θύμησες
Ενός οργανισμού,
που επιθυμούσε ερωτική ικανοποίηση,
απελευθέρωση,

Μα δεν μιλούσε,
Όταν του το στερούσα,
Συγκεκριμένες βιταμίνες.

Είναι η πρώτη η φορά,
ένα σύρσιμο που ξύνει
τα παλιά χνάρια
Προς ατομικές ανασκαφές

Τις οποίες, ετούτη η γυναίκα,
πετά,
στη χωματερή της έννοιας:
Ξεχνώ.

Να είμαστε κι εμείς,
σαν όλους τους ανθρώπους, εκεί έξω,
Που παρατηρείς να χαμογελούν,
Το πρωί
Ή καθ’ όλη τη διάρκεια, μερικών ημερών,

Επειδή είναι κι οι ίδιοι, οι οργανισμοί τους,
Παραγωγοί αγαθών,
Ευτυχίας
Που μόνο η ένωση, άντρα και γυναίκας,
παράγει.

Είναι τόσες οι αισθήσεις
που μαθαίνω, εδώ, τώρα,
και αποδέχομαι,
Με μια αίσθηση υποχρέωσης
Κι όχι βαθύτερης ικανοποίησης,
Να αφήνεσαι,
Και να δοξάζεις το τώρα.

-

Είναι μια πρώτη φορά,
Που ήρθε αργά.

Σαν σκουριασμένα σίδερα, πλοίου,
στον ωκεανό
με μια νέα επιδερμίδα απάθειας
Η οποία, πλέον,
Ξανά,
θα πλυθεί, στον καιρό της.

Θα χαλαρώσει το σώμα,
Θ’ αγκαλιαστεί με το αντίθετο του
(μ’ αυτό το ζεστό, μαλακό τοίχο
της πλάτης).

Θα ξεκουραστούν και τα φώτα
Η αίσθηση της υποχρέωσης,
ότι πέρασε κι αυτό,
Και κάποτε, -σύντομα-
Δεν θα υπάρχει καμία ανάγκη,
Να επαναληφθεί.

*

Εκείνη η στιγμή
που η μάνα παραδίδει την κόρη

ο πατέρας παραδίδει τον γιο,
Μ’ ένα πόνο.

Η στιγμή που κλείνει η πόρτα, πίσω τους
Και το νέο ζευγάρι –δυστυχώς-
Αναγκάζεται να πράξει, κάτι, που πρέπει.

-

Η στιγμή,
που ο άντρας, μένει με το εσώρουχο,
Και η γυναίκα,
Με γυμνούς μαστούς

Με σκοπό να δεχτεί ο ένας
Τα χαρακτηριστικά του άλλου,
Με το βλέμμα, τόσο, πονεμένο,
Με την καρδιά, βαπτισμένη, ερωτευμένη.

Σε έναν κόσμο, συνεχιστές.
Όπου απαγορεύεται ν’ αγαπάς
Τα ενδιαφέροντα σου
Κάνοντας τα πράξη και ευτυχία.

Αν είναι ποτέ, δυνατόν,
Να επιλέγει, κανείς, να ζήσει,
Από ένα του και μόνο, ενδιαφέρον.

Είτε είναι το γράψιμο
Να είσαι σύζυγος
Να βρίσκουν και τα δύο, την έννοια του ενός
-θα έπρεπε όμως, να μπορείς

να δέχεσαι
Να σε αφήνουν ήσυχο.

Άραγε η πρώτη φορά
είναι τόσο σημαντική;

Άραγε, τι φοβούνται στ’ αλήθεια,
οι γυναίκες;

Γιατί ξεχάσαμε,
ότι θεωρήσαμε σημαντικό;

Πρέπει, να αποδείξω σε κάποια,
Ότι είμαι, ικανός;

Τι θα βγει από αυτό;

Να αποδείξω
Ότι είμαι άντρας.

Άντρας, είσαι μόνο,
Κατά τη διάρκεια της πράξης;

«Τι θα βγει απ’ το βλέμμα σου,
Και την έκδηλη σου, γυναικεία, στενοχώρια,
Που πια, δεν είναι υποκριτική
Με σκοπό την εκμετάλλευση,

Επειδή γνωρίζεις, πως, χρήματα,
Δεν είχα, ποτέ.

Μόνο το χρόνο, κατείχα
Και την ιδιότητα
Να ζωγραφίζω ένα λευκό χαρτί».

*

Ίσως είναι γραμμένο
Να μην υπάρχει ειρήνη,
Μεταξύ των δύο φύλων.

* *

Η πρώτη φορά
-δυστυχώς-

Που ο άντρας,
Έχει ένα χαρακτηριστικό
Βαλμένο στην κατάλληλη θέση.

Η πρώτη φορά,
Που η γυναίκα,
πρέπει να αποδείξει,
ότι είναι γυναίκα,
Αφού μπορεί και γεννά.

(Αλήθεια,
γιατί έχετε ωραιοποιήσει, τόσο,
Την πράξη;

Έτσι κι αλλιώς,
Μου έχουν διδάξει τα Μ.Μ.Ε.

Πως η ένωση,
Είναι,

Δύο βρώμικα πράγματα,

Που το ένα,
Ξεκλειδώνει το άλλο,

Καταναλώνοντας όμως,
Πολύτιμους πόρους από τη σπονδυλική στήλη,
Ιδιαίτερα, του άντρα.

Τίποτα ουσιαστικότερο
Τίποτα αξιόλογο.

Μόνο μια αναγκαστική
Επιπόλαιη
Και βρώμικη,
Πράξη).

Σ’ ευχαριστώ...
Για το σεξ, από λύπηση.

Γεράσιμος Μηνάς 2006

Διαίρει και βασίλευε

Βγάζω τα γυαλιά,
για να θαμπώσει, λίγο, το τοπίο.
Σαν άγαλμα της ελευθερίας,
Που δεν φωτίζει, τους δρόμους, πια,
Για διαδηλώσεις.

Πώς να δεις μακριά.
Σου λένε: τι ξέρουν οι επαγγελματίες;
Εμείς έχουμε το σωστό.
Ακόμη κι αν βαράει συναγερμός,
Εσύ, μη κουνιέσαι.

Παίζουν τα μηνύματα.
Γιατί αισιοδοξείς για γρήγορη διακοπή.
Γιατί σε περιπαίζουν ακατάπαυστα.
Κανείς δεν μιλάει άσχημα,
στην εξουσία.

Ιδίως στους άχρηστους αστυνομικούς.
Που δεν περπατάνε, πια,
Μόνο κορνάρουν.
Μόνο ματώνουν.
(χωρίς αλεξίσφαιρα).

Είναι η ατμόσφαιρα, της κρυφής εξουσίας,
Παρόμοια, με το περιβάλλον ενός τσίρκου,
όπου οι περισσότεροι, αγνοούν,
Πως τα ζώα,
Βασανίζονται.

Μήπως και αναγκαστούν,
Να υποδυθούν,
Εκείνο που πουλάει.
Που δεν αγκαλιάζεται,
απλά απορροφάται.

Σαν το νερό που το ρουφά η γη,
Απορώντας, για ετούτη την ικανότητα.
Χρόνος, σε μια κοινωνία,
Που αγνοεί να δέχεται, ο ένας
τον άλλο.

Λες και είναι, μια τυπωμένη, εικόνα,
και μόνο –Δίχως παρουσία, και οράματα.
Δίχως ζωή –ατομικό βίο.
Όπου πειραματίζεσαι,
Σύμφωνα με την παρούσα σου κατάσταση.

Ο παρακολουθείν
Έχει το δικαίωμα να παρακολουθεί,
Εφόσον εκπροσωπεί,
Ένα Κράτος,
με διαλυμένα οράματα.

Συμπεριφορές,
σε στατιστικό πίνακα.
Ειδικοί φρουροί, απωθούν ξανά,
Την ελευθερία.
Τόσος φόβος, έχει φωλιάσει.

Μη μιλήσεις. Μην πεις
την άποψη σου. Μην ακουστεί
η αντίσταση –η διαφορά.
Ένα άνεργο Κράτος,
όπου θα έπρεπε να βρίσκουν, δουλειά,

οι στρατιώτες
της φύλαξης, του ..Κράτους.
Τώρα,
που έχει θαμπώσει το τοπίο,
Και κανείς, πια, δεν ξεχωρίζει,

Ποιος διοικεί. Ποιος φυλάει.
Τι αντιπροσωπεύει.
Απλά, ανακατεύεις λίγο, την κατσαρόλα.
Μέσα στην οποία,
Ταραγμένη, μέλη, τούτης,

της κοινωνίας,
Αντιπαλεύουν το ένα το άλλο,
Τον ίδιο τους τον εαυτό.
Απροστάτευτοι.
Άνεργοι. Κυκλοθυμικοί.

Είναι, όλα, τόσο,
Αυτοματοποιημένα, Μα βρώμικα.
Οι δρόμοι. Η επιφάνεια.
Ο εσοχές. Οι παραστάσεις.
Η αναλογία.

Αυτό που περνάμε.
Εκείνο που φαίνεται.
Η ευκολία, που γίνεται, κάτι.
Με αόριστο σκοπό.
Αρκεί που συμβαίνει.

Κάτι.
(όλα οργανωμένα.
Στη θέση τους).
Οι φρουροί και οι δεσμώτες.
Σαν ταινία fiction,

όπου το δυνατό, πλέον,
Γίνεται πιστευτό.
Απ’ όλους.
-ξέρουν τι τους περιμένει.
(Οι πωλητές έχασαν τον δρόμο).

-

όπως το σπουργίτι, έχει την νοημοσύνη, μικρό,
Ενόσω δεν μπορεί να πετάξει –πιάνοντας το, όμως
Εύκολα
Να καταλαβαίνει πως κινδυνεύει.
(Η καρδιά του πάει να σπάσει).

Έτσι κι εμείς, ορισμένοι –πολλοί-
Αναγνωρίζουμε τις εσοχές,
που κρύβεται η αρχή των παγίδων
-που οδηγούν σε μεγαλύτερα δεινά-
Κρατικού ενδιαφέροντος.

Έχουμε ακόμη, την νοημοσύνη
-παρόλα τα χημικά-
Να βρίσκουμε χώρο, να χτυπά η καρδιά,
Κάθε δικλείδας,
Ασφαλείας,

Δυστυχώς μόνο,
Σε προσωπικό επίπεδο.
Αγνοώντας, πότε, θα χωρίσουν
Και τη δική σου χώρα.

Όπως διοικούσαν
-επί Τουρκοκρατίας-
Ανά περιοχή,
Και από ένας Σουλτάνος.
Που πλέον,

Φορά σιρίτια.
Με ένα α, αριθμό,
Αστεριών, στον ώμο,

Καλογυαλισμένα,
Παρακολουθώντας από ψηλά.
Οπτικά, και ακουστικά.
Τους ασήμαντους πολίτες.

Δοξάζοντας οι ίδιοι, την τεχνολογία.
Μερικοί άλλοι, δε,
Πρόσωπα,
Που προσωρινά, μόνο,

Δοξάζονται.
Έως ότου –οι θαυμαστές τους-
Να πάψουν να χρησιμοποιούνται,
Ως λατρευτές.
(κάποτε, είναι αργά για ν’ αλλάξεις.

Ή να δεχτείς,
Το τελευταίο, γυαλιστερό, ψύλλο,
Ανάμεσα στα άχυρα).
Κάποιοι -δικαίωμα τους-
Δεν θέλουν να βιώσουν, τίποτα, πια.

Πάνω σ’ αυτό, πατάει,
Όποιος συνθλίβει,
Τις κοινωνικές άμυνες.
Επειδή,
Αυτός που χαμογελάει,

Μπορεί και να χαμογελάσει.
Να χαλαρώσει από τους εθισμούς.
Να βρει το δρόμο
Προς τη συναδέλφωση.
(Τι κρίμα, να πεθαίνεις, άδικα,

Σε μια χώρα,
που δεν θέλει,
Την άποψη σου).

Κάποτε θα με παρακαλάτε να μιλήσω,
Μα δε θα το κάνω.

Επειδή γνωρίζω την αξία μου,
Μόνος,
Ενόσω οι γύρω,
Με πατούσαν στο λαιμό
-τόσο καιρό.
Τυχερός με το πρακτικό δικαίωμα στην ησυχία,
Που επιφέρει αυτοανάλυση.

Που χρόνος, όμως, πια.
Μας τάραξε η διαθεσιμότητα.
-για όσους καταλαβαίνουν.
(Πώς να σκεφτούμε. Τι να πούμε.
Γιατί να γνωρίσουμε ένα άλλο πρόσωπο

Αν η κοινωνία, μας αγαπά).
Τι είναι,
Μια κοινωνία.
Πάντοτε σ’ ένα ράφι
Σε κατηγορίες –έπειτα από δημοσκόπηση.

Ώστε να λαβαίνεις
Τα απαραίτητα μέτρα.
Πάντοτε, όμως, με την πεποίθηση,
ότι δεν θα αισθάνεσαι έτοιμος.
(Αναλόγως την περίσταση).

-

όλοι ενδιαφέρονται
Να προστατεύσουν, κάτι,
Που διαλύουν οι ίδιοι.
Την ειρήνη. Την ποικιλία του Πολιτισμού.
Την φύλαξη των συνόρων,

που μόνο, η έννοια: εξοπλισμοί
στο νου τους,
Επαναπαύει’
Δεν είδα όμως, κανέναν,
Να προστατεύεις τους άστεγους.

Που πεθαίνουν και από το κρύο.
Παρομοίως όπως, κι εμάς,
Το σκουλήκι, του: ξεχνάω,
Παρά μόνο, όταν η Ελλάδα,
Μετονομαστεί, σε: Αποθήκη.

Κάθε είδους όπλου.
Επειδή η Ελλάδα,
Δύσκολα κουμαντάρεται
(ο λαός, δηλαδή),
Οι εξουσιαστές, είναι απλά, μαριονέτες.

-

Ακόμα αντιλαμβανόμαστε,
πράγματα.

Τι μας μαγειρεύουν.
Ποιος θέλει να πουλήσει, και τι.
Την ελευθερία μας.
Τον όρο: Δημοκρατία.
Την αφθονία, προς όλους.

Αρκεί να πετύχει
η κατάλληλη χημεία.
Να αρέσεις.
Αρκεί να έχεις δύναμη
-ότι κι αν σημαίνει αυτό.

Με την ίδια οξύτητα,
Που ένας τριαντάχρονος, παρθένος,
Σφίγγει επάνω του, για ώρες,
Μια γυμνή γυναίκα.
Σ’ ετούτο το τσίρκο της ζωής,

Που θέλουμε να περνάμε καλά,
Με πάντοτε, το κάθε τι, στην ώρα του.
Όπως και ο πόλεμος, φυσικά.
Και η παρακολούθηση.
Η αξιοκρατία!

Μα είναι διαφορετική η μανία,
Εκείνων,
Που θέλουν να σφίξουν επάνω τους, τον κόσμο,
Διαιρώντας τον, με κατά τόπους, Σουλτάνους,
Για γρηγορότερο ξεκαθάρισμα

Όσων
Δεν είναι μαζί με τους δυνατούς.
Με την εναρμόνιση, όλων
Ώστε ετούτη η μάζα του λαού,
Να είναι μια χάρτινη γροθιά,

Που εύκολα, αρπάζει φωτιά.
Ιδίως από τον πυρήνα του:
Χρεωμένες οικογένειες
Ανασφαλείς οικογένειες.
Άνεργοι,

Εξαρτημένοι από τα χούγια των γονιών.
Καταπιεσμένοι από τα έξοδα, μια ζωή
Να μεγαλώσουν ένα γομάρι, σωστά.
Ώστε να το αναλάβει
Η νταντά-κοινωνία,

Χαστουκίζοντας, όνειρα και προοπτικές.
Μια ζωή, χωρίς δουλειά.
Χωρίς προσέγγιση.
Να πιστεύουμε αμέσως,
Σ΄ αυτό που μας υπόσχονται.

Ή σε μετάδοση ειδήσεων,
Που δεν μας ανησυχούνε.
Ώστε ακόμη και ο πόλεμος, μέσω δορυφόρου,
Να φαντάζει σ’ εμάς,
Ταινία του Χόλυγουντ.

Όπου οι καλοί,
Κερδίζουν, πάντα,
Την προτίμηση μας.
Αρκεί να μην πειραματίζονται,
Με κρυφά όπλα.

Σιγά μη μάθουμε, ποτέ.
Έτσι παχιοί και άνεργοι,
Όπως είμαστε.
-είναι που ο Έλληνας,
όλο και κάποιο χωράφι, θα έχει.

Κάποια ελιά. Λίγη καλλιεργήσιμη γη.
Ένα κορόιδο, να σε ζει.
Παρομοίως όπως εμείς,
ανεχόμαστε τον προδότη του Οτσαλάν,
στον αγιασμό των υδάτων, στον Πειραιά.

Ανεχόμαστε, το θάνατο, αθώων,
Επειδή κανείς, δεν προστατεύει, κανέναν.
Είτε φορώντας αλεξίσφαιρο,
Είτε εκβιάζοντας, καταστηματάρχες,
Σκοτώνοντας τους, αβίαστα.

Είτε κάνοντας πλιάτσικο
Οι αναρχικοί, μέρα μεσημέρι,
Στο κέντρο της πόλης,
Με τα Ματ, να κοιτούν, και μόνο.
(όντως είστε, τελικά, για τα μπάζα).

- Καμία προστασία,
Όσο καλός άνθρωπος, κι αν σταθείς.
Όσο κι αν δοξάσεις, την καλή σου, τύχη.
Αναγνωρίζοντας,
Πως ο καθένας, μπορεί να είναι, καλός.

Επειδή το θέλει.
Όχι το χρειάζεται –έστω λιγάκι.
Όχι να του το επιβάλλεις.
Είσαι ανίκανος, να αλλάξεις,
Οποιονδήποτε.

Όπως και να εννοήσεις.
Γιατί το ένα φύλο, αγαπά,
-το άλλο.
Τι μας τραβά,
Σαν λάστιχο,

Που δεν αντέχει, άλλο,
τεντωμένο.
Διαφορετικά, πως, τόσα,
Δισεκατομμύρια, ανθρώπων, ανά την γη.

Λες, και χρειάζεται, όλοι
Να γεννήσουν,
Έως ότου κλείσει η περίοδος αναπαραγωγής.
Αν είναι δυνατόν,
Ν’ αναθρέψεις, ως γέροντας,

Ένα δικό σου μωρό.
Έτσι όπως έχουμε γίνει.
Μια οι αρρώστιες. Η ακρίβεια.
Η ανησυχία, λόγω εγκληματικότητας.
Λόγω της διεφθαρμένης νεολαίας.

Μέσα στα επώνυμα ρούχα,
Και τις προσωπικές, άδειες, τσέπες τους
Με την γεμάτη, όμως, αγκαλιά,
Για να κλείσει, ερωτικούς συντρόφους,
Από επόμενη στάση, σε επόμενη στάση.
Αφήνοντας τους να πιστέψουν –ποιοι;-
Πως πρέπει να περιμένεις,
Την μη εκμετάλλευση των δυνάμεων τους.

Νέοι ενήλικες, χωρίς στήριξη.
Χωρίς χαρούμενη αγκαλιά,
Το γλυκό ψίθυρο του: σ’ αγαπώ.
(ποιος γονιός, ανέχεται το παιδί του,
έτσι όπως το κατάντησε

η έννοια: κοινωνία).
Σαν φλόγα που αρπάζει,
Γρηγορότερα,
Μέσα σ’ ένα δωμάτιο.
Παρά έξω που λυσσομανούν οι έννοιες.

Χωρίς ένα Σέντραλ Πάρκ,
Να διαφεύγεις από την πίεση.
Το αδυσώπητο τώρα.
Από το τεντωμένο,
λάστιχο.

Γεράσιμος Μηνάς 2006

Το πρότυπο της γραφής

Το περιστέρι που περπατά στο μπαλκόνι. Η μυρουδιά του ξύλου που μόλις κόπηκε. Το πάτωμα που περιμένει να σφουγγαριστεί. Η επιλογή ν’ ακούς πιότερο, το κελάηδισμα κάποιου πουλιού, έξω. Η έμπνευση δεν είναι πανάκεια. Σα λύπη επειδή ξεχνάς, όμορφες σου αναμνήσεις. Να δεις τη γραφή σαν έναν γονιό που παρέχει το υλικό που εσύ μπορείς να αντέξεις, αναφέροντας το. Η αφέλεια που δύναται να είναι όμορφη, φορές. Η πίστη, πως αν προσπαθήσεις, όπως τόσοι και τόσοι, καλλιτέχνες, δεις τον προσωπικό σου χαρακτήρα γραφής, να μένει, πραγματοποιώντας τη διαφορά. Το μεσημέρι της γραφής, σα να κρατάς μια καρδιά στα χέρια σου. Να μη ζεις χωρίς να ακούς τη φωνή που προτιμάς. Στο ημιφωτισμένο απογευματινό, δωμάτιο. Όπου ακούστηκαν γέλια, άλλαξε χρώμα η ματιά λόγω συγκίνησης. Οπτικής γωνίας. Σαν αυγά οι φράσεις, να γεννιούνται συναισθήματα. Σταθερός στις προλήψεις της προσωπικής σου γραφής. Σα χαρακτηριστικό βλέμμα, που είτε εκθειάζει ότι αγαπά, είτε συνυπάρχει με το χρόνο και το σύνολο. Όλες οι μελλοντικές ώρες και στιγμές που αφαίρεσες τον εαυτό σου από αυτές. Ότι δεν είσαι, γι’ αυτό όμως σ’ αγαπάς. Η χρονική στιγμή και το βλέμμα, η όψη του ανοιχτού φωταγωγού. Οι δρόμοι, τα πάρκα, που συναντάς για πρώτη φορά. Τ’ αναδεικνύεις σχεδόν κινηματογραφικά, στη σκέψη σου. Οι ασχολίες, οι παραδόσεις, τα χρώματα, οι ήχοι, οι ομιλίες, τα διαφορετικά πρόσωπα. Η μυρουδιά των δικών μας πραγμάτων. Η τιμή στους προγόνους μας, τα παλιά έθιμα, η πρωινή, υγρασία. Η αύρα ενός φρεσκοβαμμένου σπιτιού. Οι φράσεις της συναναστροφής. Το φρέσκο καϊμάκι. Ο τόνος της κίνησης. Τα φύλλα που κινά στοργικά, ο αέρας. Ο μουντός ουρανός. Το τζάκι. Μια έγνοια φροντίδας. Η ανθρώπινη παρουσία σ’ αυτά. Οι σκέψεις που στριμώχνονται στο χαρτί. Ο συγγραφέας, η πατρότητα των κειμένων, η ενασχόληση με το τώρα που βαπτίζεται, πάντα κάθε φορά, με άλλο όνομα. Περισυλλογή. Εντρυφώντας στην τέχνη σου. Πιστός περιηγητής, φροντίζοντας τον κήπο των ιδεών, πιότερο, παρά να ξεπέσεις. Η γυναίκα υπάρχει μόνο αν την αγγίξεις. Όλες οι λεπτεπίλεπτες της κινήσεις, κλικ και κάδρο, άλλο, κάθε φορά, στη θωριά του νου. Όλα τα ποιήματα που μπήκαν στο αρχείο της, φροντίζοντας τα, εκείνη, σαν άνθη σε φυτολόγιο. Ο συγγραφέας που θα σεβαστείς ως άνθρωπος. Εκείνη θα τον παρατηρεί, αναμένοντας κάτι νέο. Πόνημα που ελευθερώθηκε φτερουγίζοντας, απ’ την καρδιά. Η θλίψη των εργάσιμων ωρών. Η επιστροφή με κουρασμένο ύφος. Η φύσις του ανθρώπου. Ο άνθρωπος εμπρός στα πράγματα. Οι γέρικες παλάμες. Η προσφορά. Ότι αφήνεις. Σα ψιθύρισμα ατομικό. Η διαίσθηση να διακρίνεις το χαρακτήρα κάποιας γυναίκας, που σέβεται που υπάρχει. Στηρίζοντας τα θεμέλια, τη δυναμική, της ίδιας της, της μοναδικότητας, ώστε και κάθε νέο παιδί να πιστεύει στο τώρα. Απερίσπαστο από ανάξια λόγου, περιστατικά. Ότι προσπερνά ο χρόνος. Αφήνει πίσω. Το φως που γέρνει στον ορίζοντα. Η φωλιά στον τοίχο, στη γωνία, με το μπαλκόνι, υψώνοντας το βλέμμα. Τι χρώμα έχουν τα κάγκελα στο μπαλκόνι. Τι κάνουν στα απέναντι σπίτια. Ο ήχος ο προσωπικός, της γραφής, ν’ αναφέρεις όλα αυτά, φυσικά, δίχως κάποιο πρέπει. Σα να κόβεις, ήσυχος, εισιτήριο, περιμένοντας στην ουρά. Αγοράζεις ποπ κόρν, κρύο τσάι. Καλείς πρόσωπα που εκτιμάς. Σε κάποιο σαλόνι, συνήθως, απογεύματα. Ν’ αντέχεις να μη λες, να μην είσαι τίποτα. Να δίνεις ολοένα. Περιμένοντας ένα θαύμα. Να γράφεις γιατί είναι το αίμα σου, και πρέπει να το συντηρήσεις σε υγεία. Εδώ που ‘χεις θάρρος, εδώ που αποκόβεσαι, που είσαι το μελάνι το ίδιο, στο χαρτί. Είσαι ένα βλέμμα που δεν είδε καμιά. Είσαι ότι δεν μετακίνησε καμιά, με το δικό της. Είναι πιστός φίλος το γράψιμο. Εκπέμπει θέρμη, είμαι εγώ ο Γεράσιμος που μιλώ σ’ εσένα, γυναίκα γλυκιά. Αφήνομαι. Σου δίνομαι. Ως βλέμμα. Είμαι, διακρίνομαι σε κάθε λέξη, αν σταθείς. Γρήγορα χάνεται το φως, να προλάβω να γεμίσω το χαρτί, λίγο ακόμα. Μικρά τα γράμματα, πυκνή η γραφή. Νυστάζω.
Είναι που νυχτώνει πλέον, νωρίς.
Τ’ αστέρια πιέζουν, πρόωρα, να φανούν.
Νέες ιστορίες πιέζουν να ακουστούν. Ν’ αφήσουν ίχνη σε χαρτιά. Πιότερο. Το φως χάνεται γρήγορα! Φωνάζει, έλα κοντά. Το φως αναφέρεται στο τώρα.
Το φως ανάβει για να διαβάσει τούτο το θέλω.
Πιότερη η γραφή, παρά η άσκοπη ενασχόληση.
Πιότερο ν’ αφήνεις ένα δικό σου χαρακτήρα, παρά ομογενοποίηση.
Το φως φεύγει μακριά, έλα πιο κοντά, σχεδόν κόλλησε το πρόσωπο στο χαρτί. Βλέπεις τι γράφεις; Εγώ πάλι γιατί ανέμενα εκείνη, ακόμα; (Ξεχνώ ότι υπήρξε αυτό).

Γεράσιμος Μηνάς 2007
Η ΠΙΟ ΧΑΖΗ
ΚΑΙ ΑΔΗΜΙΟΥΡΓΗΤΗ
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ζουν ανάμεσα μας

28 Οκτωβρίου 2007, ώρα 8:28, πρωί, αισθάνομαι ένα “ρεύμα” να επιτίθεται στην αύρα των Αθηναίων, χρησιμοποιώντας το σύστημα HARP, στέλνοντας τους υποσυνείδητα μηνύματα: ξανακοιμήσου. Μη δεις αυτή την κυριακή, τι αναφέρουν τα δημοσιογραφικά πρωϊνάδικα, για Δίστομο, Εθνική παλληγεννησία. Μη δεις τα πρόσωπα των ηρώων, αντρών και γυναικών –που ενώ τους καλούν στο τηλεοπτικό πλατό, τους δίνουν το λόγο μετά τις διαφημίσεις, και για ελαχιστότατα λεπτά. (έχω σιχαθεί τους και τις, μαϊντανούς, πολιτικούς ή καλλιτέχνες, ευθυνοανεύθυνους και λοιπούς άχρηστους που πιστεύουν πως μας αφορά ο βίος τους).
Δεν ξέρω αν το HARP –αν το γράφω σωστά- συνδέεται με τη χρήση ψυχοτρονικών όπλων. Εμένα, πριν 2 ή 3, χρόνια, περίπου, εκεί που καθόμουν στο δωμάτιο μου, στο PC, μου ρίξανε με ψυχοτρονικό όπλο, φτάνοντας η βολή στον δικό μου όροφο. Ο Θεός όμως, τα έφερε έτσι, που σύντομα ενημερώθηκα τι συνέβη –η κάθετη ενεργειακή επίθεση στο σώμα μου- παρακολουθώντας μια εκπομπή στο ΤΗΛΕΦΩΣ, όπου η παρουσιάστρια, ανέλυε αυτό το πραγματικό γεγονός, που συνέβη επίσης σε αρκετούς άλλους.
Τι θέλω να πω με αυτά τα δύο παραδείγματα: Πως το κακό, η κακία, αν θέλετε, έχει λυσσάξει πλέον, εδώ και καιρό. Τρελαίνοντας τους ανθρώπους, ιδιαίτερα όσους έχουν τη δύναμη να καταστρέφουν, σύμφωνα με τα απόρρητα προγράμματα τους. Θα μου πεις: γιατί τα επιτρέπει ο Θεός, αυτά. Πρώτα, γιατί έφυγαν αυτοί οι άνθρωποι από τη χάρη του Θεού, υπηρετώντας το κακό. Δεύτερο, γιατί πρέπει να εκπληρωθούν τα Άγια Κείμενα, για το μέλλον του ανθρώπου. Κι ένα τελευταίο: ο άνθρωπος έχει την ικανότητα να μην μετανιώνει: κανείς δεν έμαθε τίποτα από τη φρίκη, μετά το πυρηνικό μανιτάρι σε Χιροσίμα και Ναγκασάκι.
Αν με ρωτάς, γιατί σου έριξαν με ψυχοτρονικό όπλο. Γιατί αποκάλεσα πούστη τον Μπούς σε ένα ποίημα μου. Επίσης γιατί, παρακολουθούν τα πάντα, αφού κάνουν ότι θέλουν στην Ελλάδα: ποιοι εναντιώνονται στους μακελάρηδες των λαών. Οι Αμερικάνοι, όσοι αποφεύγετε να βλέπετε ειδήσεις.
Αν απορείς ξανά, γιατί ο Θεός δεν με προστάτεψε από την κάθετη βολή: γιατί ο άνθρωπος χρειάζεται διάφορα μαθήματα, ώστε να εννοήσει το μέγεθος του κακού, ανά τον κόσμο. Μήπως επιστρέψει ο άνθρωπος στη Χάρη του Θεού, όχι για να ευνοηθεί υλικά, μα για να αποκτήσεις εσωτερική ειρήνη. (κρούσματα Προστασίας, φανερώνονται, για να εννοήσεις, Ποιος σε Αγαπά). Τι άλλο αλήθεια έχουμε να αντιτάξουμε απέναντι στους ψεκασμούς των αμερικανών, με αλουμίνιο, βάριο, που προκαλούν απώλεια μνήμης (Εθνικής …καλύτερα), ή αν πιστέψουμε πως έχουν τρελαθεί τόσο, που βομβαρδίζουν τις πόλεις, με Κάσιο και απεμπλουτισμένο ουράνιο. Για να κερδίζουν –εν μέρει- τα ογκολογικά, νοσοκομεία. Πρέπει κάποιος να κερδίσει. …γιατί όχι.
Όλο το πετρέλαιο που κλέβουν απ’ το Ιράκ. Ύστερα το μοιράζουν, σύμφωνα με τις ανάγκες τους, για να κινεί τελικά όλα αυτά τα αεροπλάνα χωρίς διακριτικά, που ψεκάζουν με δηλητήρια, παγκοσμίως, όλες τις πόλεις. Γιατί επικρατεί απέραντο μίσος κατά του συνανθρώπου. Δεν έχουν αποφασίσει, αν θα εξοντώσουν τον άνθρωπο με αρρώστιες, ή τον χρειάζονται για να καταναλώνουν τα προϊόντα των πολυεθνικών. Για ποια αγοραστική δύναμη μιλάμε, εκτός αν θέλουν τους πολίτες χρεωμένους στις τράπεζες, για να μην θέλουν να σκέπτονται τίποτα άλλο.
Γιατί χάθηκε ο ήλιος; Ενώ ήταν καθαρός ο ουρανός. Κι είχες χαρά μέσα σου. Αισιοδοξία.
Για λίγο ο συλλογισμός μου, μεταβαίνει σε όλα αυτά που ακούγονται για area51, εξωγήινους, εσωγήινους, UFO, πτητικές απόρρητες μηχανές και άλλα προγράμματα που αντιμετωπίζονται με παρωπίδες: στεκόμαστε μόνο στο τεχνολογικό επίπεδο. Όχι, πως το κακό, ανέκαθεν, δεν εφεύρισκε οπτικές πλάνες για να διώξει τον άνθρωπο από τη χάρη και περαιτέρω τη σωτηρία ψυχής, που θα χαρίσει ο Θεός στους φιλότιμους, συνειδητά, που συγκινήθηκαν από τη Θυσία του Υιού Του, και παρέμειναν.
«Τον άνθρωπο πρέπει να τον πλανάς, ώστε να ψωνίζει, να υπακούει, να μην οργανώνεται αντιστεκόμενος στα πρέπει που του επιβάλλουν διάφορες κλίκες. Ώστε να μην επιστρέψει ποτέ, ο κόσμος, σε μαζικές εκδηλώσεις, για θετικούς σκοπούς, όπως τότε με τους χίπις».
Αν ρωτάς: είναι τόσο εύκολο να ελέγχεις ή να κατευθύνεις, τις εγκεφαλικές λειτουργίες, ενός ή περισσοτέρων ατόμων (αν δεν βλέπεις τις εκπομπές του κυρίου Χαρδαβέλα, περί ανεξήγητου), θυμήσου τη δυνατότητα της ύπνωσης, χρησιμοποιώντας διάφορες συχνότητες, στέλνοντας υποσυνείδητα μηνύματα (κάπως έτσι δεν σε ενοχλούν οι διαφημίσεις). Ή η παρουσία των λεγόμενων εμφυτευμάτων, που έχουν βρεθεί σε αδιευκρίνιστο αριθμό, ατόμων, παγκοσμίως, συνδεδεμένα με ειδικά νεύρα, στο σώμα, που συνδέονται απευθείας με το κέντρο αποφάσεων στον εγκέφαλο. Τώρα αν στέλνει κάπου, πληροφορίες, τι σκέπτεται αυτός που έχει κάτι τέτοιο, ή τον επηρεάζουν, ας το απαντήσουν οι ειδικοί. Ίσως αυτοί που χαίρονται που βάλανε τσίπ εντοπισμού, στο σκυλί τους για να μη το χάνουν. Επίσης στο αυτοκίνητο.
Αν πεις: «θεωρείς τον εαυτό σου ώριμο, που ασχολείσαι με θεωρίες;», α) τα συζητάνε στην τηλεόραση, β) ένας σοβαρός δημοσιογράφος βγαίνει στην τηλεόραση και αναφέρει, πως κάψανε τα δάση της Ελλάδας με λέϊζερ, και κανείς δεν έχει δικαίωμα να τον παρεξηγεί. Γ) καλό είναι να ψάχνεις έστω ελάχιστα, τι συμβαίνει, μήπως εννοήσεις ορισμένες καταστάσεις που συμβαίνουν εν αγνοία σου: όταν πας κόντρα στην αλήθεια, βρίσκεσαι προ εκπλήξεως.
10:04 –εξακολουθεί πρωινή ώρα- που ξαναβγαίνω στο μπαλκόνι, παρατηρώ τον Αττικό ουρανό. Γεμίζει από λευκές γραμμές, σε σταθερή απόσταση μεταξύ τους, ψεκάζοντας τα αμερικανάκια, ή τα φερέφωνα τους στο ΝΑΤΟ. Κι ας πάψουμε να ευελπιστούμε στην κατάρριψη τους, έχοντας ξεχάσει φαίνεται, τις απαγωγές των Πακιστανών και τους σχετικούς εναέριους –χωρίς κανένα έλεγχο- διαδρόμους που χρησιμοποιούνται γι’ αυτό το σκοπό.
Συμπτωματικά.. –όπως κάθε τι που συμβαίνει- έτυχε, ήρθε η ώρα να λεχθούν τούτα. Ώστε να ενεργοποιούμε να είμαστε τίμιοι με τον εαυτό μας, είτε απλά… απαξιώνουμε, επιστρέφοντας στην κατανάλωση, στη γύμνια, τα μεϊκάπια των γυναικών. Η πρόκληση για την πρόκληση, όταν σε κάποιον λείπουν τα ενδιαφέροντα.
Υποστηρίζω φυσικά, πως πρέπει να ακούγονται ή να προβάλλονται τα πάντα, ως παρουσία, για να επιλέγεις. Μόνο που κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, επειδή τα πάντα θεωρούνται έτοιμα προς εμπορική χρήση.
Όπου δεν υπάρχει έλεγχος, κυριαρχεί ..ελευθερία.
Αρκεί… να μην κοπιάζεις ο ίδιος.
Πόσοι μπορούν να αντέξουν το βλέμμα ενός μικρού παιδιού;
Όχι οι ασυνείδητοι που ζουν ανάμεσα μας, για να εξυπηρετούν τα αφεντικά τους. Τον ίδιο τον όρο: κακία. Σε βαθμό που ούτε φανταζόμαστε, κι ούτε, στιγμές, χρειάζεται, εκτός αν χρησιμοποιήσουμε το τσουβάλιασμα, πως κανείς και καμία, δεν κάνει τη διαφορά, με καλοσύνη και ανθρωπιά.
Φορές έρχεσαι στα όρια, με το να χαίρεσαι με κάτι κακό που παθαίνουν οι αμερικανοί, οι μακελάρηδες της γης. Βέβαια κάτι τέτοιο θα ίσχυε, αν αγνοείς πως ψεκάζονται εξίσου, Αμερικάνικες πόλεις (το κακό δεν κάνει διάκριση).


Ας βγω έξω να κάνω ποδήλατο. Κάτι καλό για μένα.

Γεράσιμος Μηνάς 2007
Τι κερδίζουμε
Με την αγάπη

Πρώτα απ’ όλα βοηθούμε, καλλιεργώντας το ταλέντο σ’ εκείνον που το ‘χει.
Η αγάπη είναι ένα σφουγγάρι με πολυποίκιλες ιδιότητες. Απορροφά την ένταση, συγκρατώντας την κάπου όπου δεν πρέπει να δίνεις σημασία. Αλλάζει τις γωνίες κι ότι πονά, σε κομμάτια πάζλ, να μαθαίνεις να συμβιώνεις, Χαρίζει στη μέρα, δύναμη, επειδή δεν θα εκλείψουν οι προκλήσεις. Κοιτά τον άνθρωπο, ως συναισθηματικό, άρα μη τέλειο. Η αγάπη δεν τα καταφέρνει πάντα, απέναντι σε δύο άτομα που τσακώνονται. Ποιου το μέρος να πάρεις. Η αγάπη επιδέχεται μικρές υποχωρήσεις, ώστε να μη δημιουργείται άρρωστη ατμόσφαιρα. Μια μικρή επιείκεια.
Αγάπη είναι η λεκτική βοήθεια που φτάνει, όταν ένα πρόβλημα, έχει πρηστεί αρκετά.
Γιατί πρέπει να τσακωνόμαστε για να μας ακούνε;
Αγάπη σημαίνει να παραδέχεσαι πράγματα. Η ανάγκη για ποικιλία στο φαγητό. Να σε φιλά κάθε μέρα το έτερον ήμισυ. Έλα μια φορά, κάπου που θέλω, να ‘ρθώ άλλη φορά, εκεί που θες εσύ. Ευχαριστείς για τα πράγματα, χωρίς να εκθειάζεις την χρήση τους. Συντροφικότερη ευεξία, προκαλεί μια βόλτα, ένας περίπατος. Ν’ αναπνέεις. Να νοιάζεσαι. Να θες να κάνεις παρέα στο παιδί σου. Να μην ξεχνάς κάτι που σου εμπιστεύτηκαν ως σημαντικό.
Φορές περιμένεις να συμβεί κάτι συγκεκριμένο, για να προσφέρεις απ’ την καρδιά σου, κάτι που από πάντοτε, ανέμενε ένα άλλο πρόσωπο.
Φορές το να συζητάς, να δέχεσαι το “πρέπει” της συζήτησης, είναι κι αυτό μια μορφή αξιοπρέπειας. Σεβασμού στην ατομικότητα. Αγάπη είναι να συγχωρείς –χωρίς να το ξέρει ο άλλος; Συζήτηση με προσωπικότητες που το παρουσιαστικό τους, χαλά την αισθητική σου. Πόσες φορές, με προσπέρασαν ιστορίες, που θα ‘θελα, ναι, να αναδείξω.
Αγάπη για μένα, είναι να μιλώ για κάποια γυναίκα, που είτε έφυγε –μα το ανάγλυφο της ζει στη μνήμη- είτε υφίσταται ήδη, κάπου κοντά μου. Νομίζω πως έχω δικαίωμα να μην την αφήνω έστω και με τη σκέψη, να χαραμίζεται. Αρκεί να μην είναι δεσμευμένη.
Η αγάπη διώχνει μακριά, οποιονδήποτε ρατσισμό. Καθαρίζει ολοκληρωτικά, το είναι. Προτού ξεσπάσει η θύελλα.
Αγάπη είναι να πεις: τώρα σε χρειάζομαι: οι εκπλήξεις είναι το αλατοπίπερο της ζωής. Αγάπη είναι η ταλαιπωρία του νου, να μην πάει στράφι, ένα θέμα. Φορές, το: μόνο για μένα, είναι αρκετό.
Η ειρήνη ξεκινά από το πρότυπο, ένα παιδί να μεγαλώνει, έχοντας στο πλευρό, πάντα, και τους δύο γονείς. Η ενθάρρυνση είναι μια δυνατή άμυνα, της αγάπης.
Αγάπη είναι ένα φιλικό χέρι, στον ώμο, σε πόνο ή απλή σκέψη. Όλο ανθρωπιά.
Αγάπη είναι, το βαθύτερο θέλω μας, καθένας άνθρωπος ανά τον κόσμο, να έχει τα απαραίτητα, να καταφέρνει να επιβιώνει. Όσο κι αν δεν επηρεάζουμε άλλες ζωές, ελπίζουμε λόγω ανθρωπιάς, για ένα γενικότερο καλό. Όσο είμαστε ζωντανοί, κι έχουμε χρόνο, περιμένοντας λάθος ίσως, την κατάλληλη ώρα για να μονιάσουμε ή μια συγκυρία για να μοιάσουμε στα πρότυπα μας. Θα προλάβουμε;
Η ομιλία αποτελεί ύψιστο δικαίωμα. Δημοκρατία δεν είναι η παρουσία, μόνο, διαφορετικών απόψεων. Δεν μπορούμε μια ζωή να αγχωνόμαστε, αν το τάλαντο μας το θάψαμε ή δεν καλλιεργήθηκε.
Αγάπη, είτε μας αρέσει, είτε όχι (δε θα σου πω τώρα, για μένα), έχουν μόνο όσοι πιστεύουν συνειδητά, στην πράξη, στον Χριστό, κι Εκείνος από Έλεος μόνο, τους Χαρίζει αγάπη, ώστε με τη σειρά τους να τη μεταδίδουν στους υπόλοιπους.
Αγάπη είναι φορές, και η δημιουργική μοναξιά.
Αγάπη σημαίνει να μην είσαι τέλειος.
Είναι ελευθερία πάνω απ’ όλα. Βήματα που πρέπει να επιχειρήσει κάποιος, μόνος του. Τιμώντας γονείς, συγγενείς, Πατρίδα, αληθινή Θρησκεία. Ότι ξέρουμε πως μας κάνει καλό, και είτε δεν το παραδεχόμαστε, είτε δεν το ασπαζόμαστε.
Δεν κερδίζεις κάτι, με το να το αφήνεις αποθηκευμένο: να υπάρχει.

Με την αγάπη προετοιμαζόμαστε για κάτι σημαντικότερο.

Γεράσιμος Μηνάς 2007

Όπως λέει και ο Νικηφόρος Βρεττάκος, στο ποίημα του: Προσκλητήριο:
«Ασύγκριτη είναι η μέρα που απ’ το βάθος
με κυκλικές ψηλώνει παρελάσεις
κι απέραντος ο κόσμος!… Σηκωθείτε,
η θάλασσα ανεβαίνει στην αυλή μας
κ’ οι ορίζοντες χτυπούν τις πόρτες μας!

Πάνω απ’ το δροσερό κ’ ήσυχο κύμα
ξαναγυρίζει η άνοιξη! Τ’ αγέρι
πηδά απ’ της χαραυγής τη ρόδινη άχνα
σ’ όλη τη γη! Τα μέτωπα αναπνέουν
κι ανθίζουν τα χαμόγελα που πλέκουν
το μέλλον της ζωής! Αγαπηθείτε!…»
Περισσότερα
τρυφερά, λόγια


Σ’ έχω στη σκέψη μου για άλλη μια φορά, και παρόλη τη σωματική, κούραση, θέλω να σε λούσω με λόγια τρυφερά, λόγια φιλίας, ακόμη κι αν δεν είχαμε το χρόνο να το διευκρινίσουμε, αυτό. Εκεί που δουλεύεις, και έρχομαι μια δυο φορές, το μήνα. Ανάμεσα σε αναρίθμητες γνώμες και δανειστικές κινούμενες εικόνες. Κει που είδα τα μάτια σου, το πρόσωπο τόσο οικείο, τελευταία. Με μια λάμψη, οικείο. Ευγενική, γυναικεία λάμψη, το πρόσωπο σου. Γιατί περιμένω να σε δω, εκεί, κάθε φορά –όλα ετούτα στα λέω ειλικρινά, γιατί το οικείο μόνο να το αγαπήσεις, μπορείς. Σ’ έχω στην σκέψη μου γι’ άλλη μια φορά, στη σφαίρα της πορείας μου ως συγγραφέας, μαγνητίζοντας μόνο ότι αξίζει ν’ ανήκει στη συγκεκριμένη αύρα, ως συγγραφέας, γιατί μόνο γράφοντας, έχει αξία για μένα, η ζωή. Η αγάπη μου για ότι θεωρείται τέχνη, ενόσω κρατώ μια προστατευτική ομπρέλα, ετούτη τη στιγμή για σένα: ως φίλη, γυναίκα, κάτι τόσο τρυφερό που ακόμα κι εγώ αδυνατώ να εκδηλώσω.
Λατρεύω τις ήσυχες στιγμές, αύρα με κάτι αόριστο, μια αόριστη έλλειψη, που όμως ανήκει στα θεμέλια που χρησιμοποιώ, για να είμαι αυτός που είμαι. Αν σου λείπω, να κοιτώ τα μάτια σου, έστω και τόσο ντροπαλός. Είναι μια όμορφη, ζεστή, αύρα, κι απέραντα ευγενική, με την οποία σε τυλίγω, αφήνοντας σε παράλληλα, ελεύθερη.
Η χαρά να ανήκεις στις σκέψεις μου, γιατί γίνεται χαρά μεγάλη στους ουρανούς, να είναι φίλος, ένας άντρας με μια γυναίκα. Σε κοιτώ κι είναι σα να σ’ ακούω, να μου λες κάτι ζεστό, ευγενικό, μεταδίδοντας μου τη χαρά του να είσαι ανεξάρτητος. Με τα μικρά μας μειονεκτήματα, που μας πασπαλίζουν, ξεχωριστούς.
Τι είναι για σένα, η αγάπη; Μια αγκαλιά, ζεστή, τρυφερή, μόνο των δύο ανθρώπων που στέκονται τίμια, πλάι στη φύση. Αν οραματίζεσαι το ποιόν της αγάπης που περιμένεις να σου προσφερθεί. Με απέραντες δόσεις, ρομαντισμού, σαν ανοιξιάτικοι περίπατοι, σε πεδιάδες που κοιτούν στην θάλασσα. Τούτο μου θύμισε, λίγο, Ιρλανδία. Γιατί καρδιά μου, σε ζυγό αριθμό, πλημμυρίζει σταθερότητα, το ευχαριστώ. Κείνο το φιλικό πλησίασμα, που ‘χει κάτι από την απλότητα του να κοιτάς τα δέντρα, τα λουλούδια, παρατηρείς πως χαμηλώνει το φυσικό φως. Αναγκαστικά ενεργοποιείς μια λάμπα: κάπως έτσι είναι η έμπνευση. Αλλά δεν μπορώ να πάψω να βλέπω το φως που μια γυναίκα κάνει ν’ αστράφτει, στην πιο απλή της κίνηση. Να μπορούσαμε ν’ αποτελούμε ήρωες σε κάποιο μυθιστόρημα. Όμορφη, επικοινωνία, ακούγεται.
Όπως κάθε τι περιποιημένο σε έναν κόσμο όπου πολλά συμβαίνουν, ελάχιστα όμως φωτίζεται η αξία. Το δώρο μιας γνωριμίας, απλής. Με φιλική διάθεση κι έναν σπόρο αναμονής, μήπως μπουν οι καταστάσεις στον αυτόματο πιλότο, που λίγο ή πολύ, αποκαλούμε εκπλήρωση μοίρας. Όπως και να ‘σαι, η παρουσία σου είναι επιθυμητή. Μήπως αν το βλέμμα “βαφτεί” τρυφερό, μου χαρίσεις ένα χαμόγελο; Μόνο για μένα, πάραυτα. Σε μια άγνοια που εξακολουθεί, για το τι είναι γυναικεία, πρακτικά, τρυφερότητα. Τι είναι αυτό που ωριμάζει ως θέρμη κινήσεων, μιας γυναίκας προς έναν άντρα. Συ που με καταλαβαίνεις, παρατηρείς την προσεκτική αύρα, τούτης της ομιλίας. Ενόσω σ’ έχω στη σκέψη μου για άλλη μια φορά, επειδή συνήθως φεύγουμε μακριά από κείνο που τελικά, μας ταιριάζει. Αν αναρωτιέσαι, πρακτικά, πως εκφράζει την τρυφερότητα του ένας συγγραφέας. Εγώ. Μία όμως θα λάμψει μες την αγκαλιά μου.
Η μούσα μου. ο σκοπός της ζωής, ως ρεαλιστική ηθοποιός στο θεατρικό, ενός βίου, σε ζυγό αριθμό. Η στιγμή που παρασύρεται η αύρα της έμπνευσης. Η στιγμή που η αύρα ακούγεται απλά ή δυνατά. Με τι να αντικαταστήσουμε τις ώρες ησυχίας, στο σπίτι. Δίνοντας αξία στο πρόσωπο που απασχολεί τη σκέψη.
Προχτές που γύριζα από μια δουλειά, είδα έναν τυφλό να τον καθοδηγεί ένας σκύλος. Ο ίδιος έχω τα μάτια μου. Συλλογίζομαι την αυτόματη μηχανική λειτουργία του ανοσοποιητικού μας συστήματος, είτε κάνουμε κακό οι ίδιοι σ’ εμάς, είτε δεν το φωτίζουμε όσο πρέπει.

Γεράσιμος Μηνάς 2007