Οι άνθρωποι πλησιάζουν
ο ένας τον άλλο, ξαφνικά,
Από προσφορά και ελπίδα γέμισης, αξιόλογα
Του τωρινού χρόνου.
Οι άνθρωποι θα έπρεπε να πλησιάζουν
ο ένας τον άλλο,
αφήνοντας στο πλάι –στο έλεος των οδοκαθαριστών-
τις υλικές τους, μη απαραίτητες, εν τέλει, ανάγκες.
Οι ώρες προσπερνούν.
Σέβομαι την ζωή μου;
Γλυκά, βάλθηκαν οι πάντες, να με συνετίσουν.
Το χάδι, οι αισθήσεις, το μεροκάματο,
Καιροσκόποι μαυροφορεμένοι.
Μόνιμα.
Κλαίνε για μένα με κρυφή ειρωνεία.
Δεν βίωσα το πάθος τους, κι ευτυχής, τα ξεχνώ.